H συγκλονιστική καριέρα του ελληνικής καταγωγής νυν διοικητή του TOP GUNTης διασημότερης Σχολής χειριστών μαχητικών αεροσκαφών στον κόσμο
Ο Christopher Papaioanu, γιος του Γιώργου και της Λίντα Papaioanu, γεννήθηκε στη Φοντάνα της Καλιφόρνια. Μεγάλωσε σε μια μεσοαστική, «πολύ υπερήφανη ελληνική οικογένεια, που ζούσε στις Ηνωμένες Πολιτείες». Οι παππούδες του μετανάστευσαν στις αρχές του 1900 στις ΗΠΑ και ο παππούς του έχτισε με τα χέρια του ένα πέτρινο σπίτι στην Pasadena της California, που ακόμα στέκει αγέρωχο, ύστερα από 100 χρόνια.
Σήμερα, ο CDR Christopher «POPS» Papaioanu είναι ο διοικητής της σημαντικής για τις ΗΠΑ -και δίχως αμφιβολία διασημότερης παγκοσμίως- σχολής για κορυφαίους χειριστές μαχητικών αεροσκαφών στον κόσμο, του «TOP GUN» και «…υπερηφανεύεται πως μπορεί να διαβάσει στα ελληνικά καθώς τιμά την καταγωγή του», όπως λέει ο Δημήτρης Βασιλόπουλος, επικεφαλής του εκδοτικού πρότζεκτ «Έλληνες σε ξένα κόκπιτ» (Greeks In Foreign Cockpits), μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό του ΑΠΕ-ΜΠΕ «Πρακτορείο 104,9», με αφορμή ειδικό θέμα για τον κορυφαίο «Top Gunner» του πλανήτη σήμερα.
Ο πραγματικός «Maverick» είναι Έλληνας
Εάν ο κινηματογραφικός Pete Mitchell «Maverick» είναι ένα πρόσωπο φανταστικό, ο Christopher «POPS» Papaioanu είναι μια προσωπικότητα πέρα για πέρα αληθινή. Η πορεία του διοικητή του TOP GUN του Αμερικανικού Ναυτικού (σ.σ. βρίσκεται στον τρίτο χρόνοι της θητείας του σήμερα) ξεκίνησε πριν από πολλά χρόνια, σε μια ημέρα παγκόσμιας τραγωδίας. Συγκεκριμένα, όταν ήταν 10 ετών, ο Christopher Papaioanu είχε μια εμπειρία που θα άλλαζε την πορεία της ζωής του. Μαθητής δημοτικού σχολείου του Lincoln, στην Corona της California, συγκλονίστηκε, όταν την 28η Ιανουαρίου 1986 παρακολούθησε μαζί με τους συμμαθητές του το δυστύχημα του διαστημικού λεωφορείου Challenger, σε μια φορητή τηλεόραση που είχε φέρει στην τάξη μια αναπληρώτρια δασκάλα.
«Ήταν εκείνη η ημέρα που αποφάσισε ότι ήθελε να πετάξει το διαστημικό λεωφορείο. Με ένα πάθος που ποτέ δεν είχε δείξει στο σχολείο μέχρι τότε, διερεύνησε και σχεδίασε όλα όσα θα έπρεπε να πετύχει ώστε να γίνει αστροναύτης», περιγράφει ο κ. Βασιλόπουλος. Γι’ αυτούς που ήθελαν να πετάξουν το διαστημικό λεωφορείο, η NASA τότε είχε θεσπίσει αριθμό ωρών πτήσης σε μαχητικά αεροπλάνα υψηλών επιδόσεων και έπρεπε να αποφασίσει εάν θα το κάνει ως χειριστής για την Αμερικανική Αεροπορία ή το Αμερικανικό Ναυτικό.
«Μετά ήλθε το καλοκαίρι του 1986, όπου μετά την προβολή της ταινίας TOP GUN, εξερχόμενος του κινηματογράφου είχε πάρει την απόφαση. Έπρεπε να είναι το Ναυτικό! Στο μυαλό του, εάν θα αφοσιωνόταν σε αυτό, ήθελε να ήμουν ένας από τους καλύτερους. Για το υπόλοιπο της παιδικής του ηλικίας και των κολεγιακών χρόνων, ό,τι έκανε, το έκανε με γνώμονα να γίνει χειριστής μαχητικών και εν τέλει αστροναύτης», προσθέτει ο ειδικός ιστορικός ερευνητής.
Για τον Christopher «POPS» Papaioanu, μετά το κολέγιο ήρθε η αρχική φάση πτητικής εκπαίδευσης, όπου η απόδοσή του ως εκπαιδευόμενου έδειχνε τον δρόμο που θα μπορούσε να ακολουθήσει (μαχητικά, ελικοφόρα, ελικόπτερα) καθώς το να επιλεγεί κάποιος χειριστής για τα μαχητικά ήταν η επιθυμία για όλους μεν, πραγματικότητα για μικρό ποσοστό δε. «Το ρητό που επικρατούσε ήταν ότι μόνο οι τυχεροί πάνε στα τζετ. Αυτό που θα διαπίστωνε στα αλήθεια ήταν ότι οι περισσότεροι εκ των εκπαιδευομένων δεν έβαζαν την απαιτουμένη επιμέλεια στη μελέτη. Με «όπλο» τη σκληρή δουλειά ήρθε η επιλογή του Christopher «POPS» Papaioanu στα μαχητικά και τελικά επιλέχθηκε για τον τύπο του F/A-18E Super Hornet. Κατά τη διάρκεια της πρώτης του θητείας με το αεροπλανοφόρο USS Nimitz, το έτος 2003, είχε την πρώτη του επαφή σε πολεμικές επιχειρήσεις, συμμετέχοντας στην επιχείρηση “Iraqi Freedon”», σημειώνει ο κ. Βασιλόπουλος.
Αναφέρει ακόμη πως ο νυν διοικητής του Top Gun είχε πάντα την ελληνική του καταγωγή ως θεμέλιο για την πορεία του. «Είχαν και έναν ελληνορθόδοξο ιερέα μαζί τους στο πλοίο. Στην παράδοση της Ναυτικής Αεροπορίας υπάρχει ένας όρος που ονομάζεται “Holy Upgrade”. Έπρεπε να προσνηωθούν σε ένα αεροπλανοφόρο και να βαθμολογηθούν από τον Αξιωματικό Προσνηώσεων Καταστρώματος (Landing Signals Officer). Μεταξύ όλων, οι αεροπόροι στο Ναυτικό συναγωνίζονται ο ένας τον άλλον και αυτό είναι εμφανές στη βαθμολογία τους στην προσνήωση σε αεροπλανοφόρο. Ο ορισμός “Holy Upgrade” αφορά τον χειριστή που προσνηώνεται την ώρα της νυχτερινής προσευχής στο αεροπλανοφόρο και αυτός ο χειριστής λαμβάνει αυτομάτως άριστα, με τον βαθμό 4.0. Αυτή η νυχτερινή προσευχή δινόταν πάντα από τον φίλο του Έλληνα ορθόδοξο ιερέα, τη στιγμή που άρχιζε η δική του προσέγγιση για προσνήωση. Μια πράξη αδελφοσύνης, που ο Christopher Papaioanu εκτιμά ακόμα μέχρι σήμερα…», σημειώνει ο κ. Βασιλόπουλος.
Από την αγροτική παραγωγή στην ταχύτητα του ήχου
Η αγροτική οικογένεια του νυν διοικητή του TOP GUN δεν είχε σχέση με τους ουρανούς. Στις προηγούμενες γενιές της είχε ξεκινήσει μια επιχείρηση με εσπερειδοειδή, μεταφέροντας φρούτα από το Λος Άντζελες μέχρι το Σαν Ντιέγκο των ΗΠΑ, σε αγορές αλλά και σε οικογένειες. Ο παππούς και η γιαγιά του Christopher Papaioanu είχαν τρία αγόρια: τον Σπύρο, τον Γιώργο και τον Νίκο. Ο Σπύρος υπηρέτησε στο Σώμα των Αμερικανών Πεζοναυτών και στην πορεία του ως εκπαιδευτής όπλων και ασκήσεων δοκιμάστηκε στην απόβαση της Incheon και στη μάχη του Chosin Reservoir, στην Κορέα. Ο Νίκος έγινε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Caltech, στην Pasadena, ενώ ο πατέρας του ελληνικής καταγωγής κορυφαίου πιλότου είχε κλίση στα αυτοκίνητα, έτρεχε σε αγώνες ταχύτητας με τροποποιημένα αυτοκίνητα από την ηλικία των 13 ετών, ώσπου μια σειρά από γεγονότα τον οδήγησαν, μαζί με τη μητέρα του Christopher Papaioanu, να ιδρύσει εταιρεία μεταφορικών φορτηγών. Μια οικογένεια, δηλαδή, χωρίς στρατιωτική ή πτητική παράδοση.
«Ο Christopher “POPS” από τα παιδικά του χρόνια μπήκε στα βαθιά της ελληνικής κουλτούρας- στην αμερικανικής της εκδοχή. Είχε πάρα πολλά ξαδέλφια με την ίδια καταγωγή, η ελληνορθόδοξη εκκλησία ήταν το εναλλακτικό δεύτερο σπίτι του και πάντα τονίζει πως η ελληνική ιστορία ήταν για αυτόν η σημαντικότερη από όλες τις γνώσεις που απολάμβανε να μαθαίνει στο σχολείο. Πίστευε μικρός πως εάν δεν ήσουν Έλληνας, μπορεί να ήσουν καλός, αλλά όχι τόσο… καλός σαν να ήσουν Έλληνας!», εξιστορεί ο κ. Βασιλόπουλος.
Με τους άσους στο TOP GUN
Στα τέλη του 2003, όταν η NASA ανακοίνωσε το τέλος του διαστημικού προγράμματος και ο Christopher Papaioanu αντιλήφθηκε πως δεν θα πετούσε το διαστημικό λεωφορείο, ακολούθησε τη συμβουλή ενός φίλου, πρώην εκπαιδευτή στο TOP GUN, ο οποίος τον προέτρεψε να κάνει αίτηση για το αμερικανικό «Σχολείο Όπλων και Τακτικής», όπως είναι η επίσημη ονομασία του «United States Navy Strike Fighter Tactics Instructor program (SFTI)» (ήτοι TOP GUN). Εκεί, ο κορυφαίος χειριστής ενημερώθηκε ότι όχι μόνο θα παρακολουθούσε τη Σχολή TOP GUN αλλά και ότι θα παρέμενε ως Εκπαιδευτής, μετά την αποφοίτησή του από τη Σχολή.
Στα μέσα του 2004, ο κορυφαίος χειριστής μαχητικών μετακομίζει με την οικογένεια του στο Fallon της Nevada, όπου εδρεύει η Σχολή TOP GUN, ώστε να ξεκινήσει τη θητεία του ως Εκπαιδευτής, μια θητεία που χαρακτηρίζει ακόμη και σήμερα «απίστευτη». Πετούσε με τρεις διαφορετικούς τύπους, το F/A-18E Super Hornet, το F/A-18A & D Hornet και το F-16A/B Fighting Falcon Viper απέναντι σε άλλους εξαιρετικούς χειριστές σε συνθήκες απόλυτης δυσκολίας.
«Εκεί, όποτε πετούσαν (σ.σ οι εκπαιδευόμενοι) πηγαίναν για να πολεμήσουν. Δεν υπήρχε άλλο είδος πτήσης. Το σπουδαιότερο όλων όμως ήταν ότι περιστοιχίζονταν καθημερινά από μερικούς από τους καλύτερους χειριστές μαχητικών στο κόσμο. Κάθε ημέρα που περνούσε από το κατώφλι της πόρτας ο “POPS” Papaioanu καθοδηγούνταν από ένα πάθος ώστε να είναι ο καλύτερος που θα μπορούσε να είναι, να μην απογοητεύσει κανέναν από τους συναδέλφους του. Αγωνιζόταν να φέρει εις πέρας την αποστολή του για την ομάδα, να είναι καλύτερος χειριστής μαχητικού απ’ ό,τι ήταν την προηγούμενη ημέρα», εξηγεί ο επικεφαλής του εκδοτικού πρότζεκτ «Έλληνες σε ξένα κόκπιτ».
Μετά το TOP GUN, ο Έλληνας εκπαιδευτής συνέχισε την καριέρα του σε πολλές Μοίρες Μαχητικών με αεροσκάφη F/A-18E, ανερχόμενος τη σκάλα της ιεραρχίας, συμμετέχοντας σε πολεμικές αποστολές σε Ιράκ και Αφγανιστάν. Το 2014 ανέλαβε τη Διοίκηση Μοίρας και μάλιστα η Μοίρα που του ανατέθηκε να είναι διοικητής ήταν οι φημισμένοι «Argonauts», οι «Αργοναύτες» της VFA-147, που άντλησαν το όνομά τους από την ελληνική μυθολογία, από τον Ιάσωνα, που πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία. «Ήταν στον έβδομο ουρανό. Η VFA-147 είναι η μόνη Μοίρα στο Αμερικανικό Ναυτικό που το όνομά της είχε σχέση με την ελληνική Ιστορία και ο “POPS” Papaioanu θα αναλάμβανε Διοικητής της, λίγο πριν οι χειριστές της μάλιστα εμπλακούν τότε σε πολεμικές επιχειρήσεις. Με άλλα λόγια, όπως ο ίδιος ανέφερε, θα έκανε ό,τι ο Ιάσωνας: θα έπαιρνε μαζί του τους “Αργοναύτες” του σε ένα επικό ταξίδι…», εξιστορεί ο κ. Βασιλόπουλος.
Οι Αργοναύτες του Christopher «POPS» Papaioanu άρπαξαν την ευκαιρία που τους δόθηκε και πολέμησαν με πάθος. Αποτελούνταν από 22 ξιωματικούς και ναύτες και είχαν δώδεκα F/A-18E στη δύναμή τους, που κόστιζαν 87 εκατ. δολάρια έκαστο. «Οι συνθήκες πάνω στο κατάστρωμα δεν μπορούσαν να είναι χειρότερες. Ο “POPS” και οι υφιστάμενοί του συναντούσαν στο κατάστρωμα του αεροπλανοφόρου μια μέση θερμοκρασία των 140 βαθμών στην κλίμακα Fahrenheit και αυτό πριν χτυπήσει το σώμα το ωστικό κύμα των καυσαερίων. Οι “Αργοναύτες” εργάζονταν σε αυτόν τον …φούρνο, επτά ημέρες την εβδομάδα, για μήνες, επισκευάζοντας και προετοιμάζοντας τα αεροπλάνα, φορτώνοντάς τα με οπλισμό, απονηώνοντάς τα από το αεροπλανοφόρο και παραλαμβάνοντάς τα και πάλι στο κατάστρωμα», εξηγεί ο κ. Βασιλόπουλος. Η μονάδα του Έλληνα διοικητή ξεπέρασε εκείνη την περίοδο πολλά ρεκόρ που είχαν θεσπιστεί στην Ναυτική Αεροπορία, συμπεριλαμβανομένου του μέγιστου αριθμού αποστολών σε περίοδο ενός μηνός.
Μάλιστα, ο Christopher «POPS» Papaioanu ο ίδιος και οι άλλοι χειριστές της VFA-147 είχαν, σε σχέση με τις άλλες Μοίρες, σε εκείνο τον επιχειρησιακό πλου, απόλυτη επιτυχία στις αποστολές. «Καθώς ήμουν μέλος αυτής της ομάδας έβλεπα το πάθος και το πνεύμα ομάδος που διακατείχε τη Μοίρα καθημερινά, στοιχεία που θα έκαναν κάθε Έλληνα υπερήφανο, καθώς η ομάδα των Αργοναυτών έφερνε μαζί της αυτή την ελληνική παράδοση της μυθολογίας. Αυτό με έκανε απίστευτα ταπεινό ως Διοικητή τους!», σημείωνε με έμφαση ο Έλληνας άσος.
Εκπαιδευτής των κορυφαίων
Κοντά στο τέλος του επιχειρησιακού του βίου ως Διοικητής της VFA-147, ο Christopher Papaioanu έμαθε ότι θα αναλάμβανε τη Διοίκηση της Σχολής TOP GUN. «Επιστρέφοντας πίσω στη Σχολή TOP GUN ως Διοικητής, μια διαφορετική εμπειρία ζωής, ένιωσα ακόμα πιο ταπεινός, συγκρινόμενος με έναν νέο αξιωματικό που αναλαμβάνει χρέη εκπαιδευτή εκεί. Είχα πλέον καθήκον να προσέχω το προσωπικό μου παρά να διατηρηθώ ίσος με αυτό. Παρά το γεγονός ότι πετούσα σε εικονικές αερομαχίες μερικές φορές την εβδομάδα, έπρεπε να επιστήσω την προσοχή και το πάθος μου σε άλλο στόχο, τον διοικητικό. Έπρεπε να είμαι η φωνή της ηγεσίας του TOP GUN καθώς έπρεπε να διαβεβαιώσω ότι η Ναυτική Αεροπορία ήταν άρτια εκπαιδευμένη και ότι θα μπορούσε να ανταπεξέλθει και να κερδίσει σε έναν επόμενο μελλοντικό πόλεμο, ασχέτως από ποιος θα μπορούσε να απειλήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες, ή τους συμμάχους μας…», ανέφερε ο ελληνικής καταγωγής διοικητής του TOP GUN στον κ. Βασιλόπουλο, στο πλαίσιο του ειδικού αφιερώματος που ετοιμάστηκε γι’ αυτόν.
Οι «μάχες» και σε επίπεδο διοίκησης πια για τον κορυφαίο χειριστή μαχητικών αεροσκαφών είναι εδώ και δύο και πλέον χρόνια ένα νέο πεδίο «χειρισμών», στο οποίο θα πρέπει να αριστεύει. «Σε κάποιες έχασα, σε κάποιες κέρδισα, αλλά είμαι πάντα παθιασμένος για το προσωπικό της Σχολής TOP GUN. Είμαι σίγουρος ότι θα έχω και άλλες μάχες καθώς συνεχίζω την καριέρα μου στο Αμερικανικό Ναυτικό, διότι κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν ώστε να προστατεύσουμε αυτό το σπουδαίο πολίτευμα που αποκαλείται Δημοκρατία. Το πολίτευμα, το οποίο οι Αρχαίοι Έλληνες πρόγονοί μας εφηύραν πριν από 2.500 χρόνια. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήμουν τυχερός στην καριέρα μου. Η τύχη μου όμως δημιουργήθηκε με το να εξασκώ τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά που εμείς οι Έλληνες κληρονομήσαμε από τους προγόνους μας: σκληρή δουλειά, την ανάγκη για δημιουργία οικογένειας, ομαδική συνεργασία και ψυχωμένο πάθος. Όλα αυτά μαζί δημιουργούν ένα μείγμα που ονομάζω ελληνικό μαχητικό πνεύμα…», δήλωσε στον επικεφαλής του εκδοτικού πρότζεκτ «Έλληνες σε ξένα κόκπιτ» ο ελληνικής καταγωγής TOP GUNNER.
Τέλος, όσον αφορά το εάν συμμετέχει και ο ίδιος ο Ελληνοαμερικανός άσος ως χειριστής στις σκηνές του «Top Gun: Maverick», που θα δούμε στις 27 Μαΐου στις κινηματογραφικές αίθουσες, ο κ. Βασιλόπουλος εκτιμά πως ο CDR Christopher «POPS» Papaioanu, ο κανονικός δηλαδή «Maverick» εκπαιδευτής των εκπαιδευτών, θα βρίσκεται πίσω από το στικ χειρισμού και τις μανέτες του κινητήρα ενός F/A-18E Super Hornet. «Η απάντησή του στο ερώτημα ήταν ένα… εικονικό κλείσιμο του ματιού και -το με νόημα σχόλιο- πως αυτό θα πρέπει να το δούμε όλοι στις αίθουσες του κινηματογράφου!», απαντά ο κ. Βασιλόπουλος.
ΑΠΕ-ΜΠΕ