Ευρυδίκη Λειβαδά: Η κυρά των Πουλάτων Σάμης Αικατερίνη Αννίνου-Βαλέττα (Μέρος Α΄)

Κατευόδιο στη ψυχή ενός καλού φίλου, του Μανώλη Βαλέττα, αυτή η αναδημοσίευση μέρους της ζωής της αγαπημένης του νόνας, Αικατερίνης Αννίνου-Βαλέττα, μητέρας του πατέρα του Κλέονα.

Αν μπορούσε μια παράγραφος να χωρέσει την πορεία της ζωής της, θα πρέπει να είναι γραμμένη κάπως έτσι: Γεννήθηκε από γονείς επιφανείς. Η οικογένειά της είχε μεγάλη πολιτική παρακαταθήκη στο χώρο των προοδευτικών δυνάμεων. Η ανατροφή και η μόρφωσή της ήταν αξιοζήλευτες. Η Σάμη και η Κεφαλλονιά στάθηκαν η μήτρα της ψυχολογικής συγκρότησής της. Γέννημα της επαρχίας, σύντομο απόκτημα της μεγαλοαστικής Αθήνας, έγινε, μετά τα 40 της, με δική της απόφαση, κομμάτι του κόσμου, και τελικά επέστρεψε, με τη γνώση του ταξιδευτή, στην γενέθλια γη της.
Με σκεπτικισμό πρωταντίκρυσα τα ημερολόγια της Αικατερίνης Αννίνου-Βαλέττα. Πρόκειται για δέκα συνολικά τετράδια και εννιά λυτά έγγραφα, όλα ποικίλων μεγεθών και αριθμών σελίδων, που καλύπτουν χρονολογικά διάστημα περισσότερο από πενήντα χρόνια, ήτοι από το 1892 έως και το 1965, και στα οποία με χρονολογική τάξη αποτυπώνεται η προσωπική της βιογραφία και παράλληλα ξετυλίγεται η δική της βιοσοφία. Δεν γράφει όλες τις μέρες. Γράφει μόνον αυτές που μοιάζουν ορόσημα ή άλλες που απλώς της κεντρίζουν το ενδιαφέρον. Ολιστικά ειδωμένο το έργο ξεκινά από την φρεσκάδα των νιάτων, τα όνειρα και τις προσδοκίες και καταλήγει στο ωρίμασμα, στη σοφία και στην διάχυτη επιθυμία αναπόλησης του παρελθόντος. Έτσι, τα συναισθήματά της παρουσιάζονται κλιμακούμενα για να καταλαγιάσουν, με το κύλισμα των χρόνων, κάπου εκεί όπου κλείνει ο δικός της κύκλος.
Δεν θα σταθώ στις πλουσιώτατες και μοναδικές ιστορικές και λαογραφικές πληροφορίες που απηχούν τις κοινωνικές και πολιτικοοικονομικές συνθήκες του χώρου της, οι οποίες παρέχονται μεν άφθονες στις πολλές σελίδες των ημερολογίων, αλλά δεν αφορούν στην θεματική μας-. Ούτε όμως θα σταθώ στην χρήση της τυποποιημένης και άκαμπτης φόρμας που είθισθαι να εφαρμόζεται για ευθύγραμμα παθητική λογοτεχνική ανάλυση, την οποία –ενν. φόρμα- επιτρέψτε μου να θεωρώ άνευ ουσίας. Θα προσπαθήσω να εκφρασθώ με τρόπο συναισθηματικά αυξομοιούμενο, όπως δηλ. τα μάτια και η ψυχή μου δέχθηκαν την Αικατερίνη και τα γραπτά της στο σύνολό τους. Θα προσπαθήσω να ξεδιπλώσω την δημιουργό των ημερολογίων, να αποπειραθώ εισχώρηση στα εσώψυχά της και παράλληλα να δώσω μια ενδεικτική, αδρομερή εικόνα του έργου της, καθώς αυτό αντανακλά γενικότερες καταστάσεις και ιστορικά συμβάντα.
Αφού πραγματοποίησα μια σύντομη περιδιάβαση στο σύνολο των γραπτών της –τα οποία περιλαμβάνουν από σημειώσεις και αλληλογραφία, μέχρι λεπτομερειακή οικονομική ανάλυση των επιμέρους αγροτικών δραστηριοτήτων της (στατιστικά, λογαριασμοί ανά είδος, ανά διάστημα χρονικό) – επέλεξα –λόγω στενότητας χρόνου- την μελέτη μόνον των δυο πρώτων ημερολογίων τα οποία, άλλωστε, δεν μοιάζουν με τα άλλα . Και για να είμαι πιο ακριβής, προσπάθησα να τα στύψω για να αποκομίσω στοιχεία γι’ αυτήν. Πράγματι, μέσα από την συγκινησιακή στόχευση των γραπτών της ξεπροβάλλει συμπυκνωμένο το έργο της και η εικόνα της προσωπικότητάς της, διαβάζοντας δε τα επόμενα ημερολόγια απλώς επιβεβαιώνουμε τις θέσεις αυτές.
Τα ημερολόγιά της έχουν πολλαπλές διαστάσεις. Είναι ανοιχτά για ποικίλες προσεγγίσεις καθώς προκαλούν στον αναγνώστη πολλαπλές προκλήσεις. Η παραγωγή αυτή, πέρα από τον όποιο σχολιασμό της επικαιρότητας, –και λογοτεχνικά ειδωμένη- μάς παρακινεί να εντοπίσουμε τις σχέσεις ανάμεσα στην πρωταγωνίστρια και στο άμεσο περιβάλλον της. Μας προτρέπει να ανιχνεύσουμε τα αποτελέσματα των ενεργειών τους και να εντοπίσουμε τα συναισθήματα που τόσο κατάδηλα βρίσκονται σε όλη την έκταση των ημερολογίων.
Ευρύχωρα και ολικά εξεταζόμενο το έργο αποτελεί αναπαράσταση μιας εποχής ζυμώσεων πολιτικών και ιδεολογικών, μιας εποχής αντιθέσεων και γέννησης κινημάτων, μιας εποχής μεταβατικής, μιας πολύπλοκης ατμόσφαιρας –που πιθανότατα να έχει πολλά κοινά με την σημερινή-. Κι αυτή παρακολουθεί από κοντά τα γεγονότα, συμμετέχει στη δράση, κατευθύνει την εξέλιξη.
Η ανάγνωσή τους έγινε με τρόπο αργό, ερευνητικό, ενεργητικά ερμηνευτικό. Προσπάθησα να βρω τις αιτίες και τις αφορμές των ενεργειών της και να τις αποκωδικοποιήσω –πράγμα όχι εύκολο γιατί η εποχή της έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Το αναγνωστικό ενδιαφέρον εντεινόταν καθώς από τη μια προσελάμβανα ποικίλες εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, ενώ από την άλλη η συνεχιζόμενη δίκην χειμάρρου παράθεση των βιογραφικών της στοιχείων, με οδηγούσε κομμάτι-κομμάτι στην διερεύνηση του χαρακτήρα της και στην, εν μέσω τόσων πληροφοριών, αναζήτηση τού ή των μηνυμάτων που η κυρά των Πουλάτων επεδίωκε –εμμέσως πλην σαφώς- να αφήσει ως παρακαταθήκη.
Εκτός από την αναγνωστική απόλαυση, ένοιωσα κι ένα ιδιαίτερο συναίσθημα –κι ας κινδυνεύσω να χαρακτηρισθεί- εγωιστικό: αυτό του «γεύομαι πρώτος αυτό που οι άλλοι θα γευθούν μετά από μένα». Η παρουσία της εξακτινώθηκε στο δωμάτιο. Πήρε διάσταση στο χώρο και στο χρόνο μου και η φωνή της ήχησε στα αυτιά μου όταν άνοιξα τον επτασφράγιστο κόσμο της και μου εμπιστεύθηκε τα μυστικά της -που φυσικά δεν αποκαλύπτω-. Χτενίζω το κείμενο αλλοιώς, ως προς την αισθητική ανταπόκρισή του, αλλά τα μυστικά της δεν τα φανερώνω-. Γι’ αυτήν τα ημερολόγιά της, όταν τα συνέτασσε, είχαν ευεργετικά αποτελέσματα μια και που εξαγνιζόταν στη φωτιά της γραφής της καθημερινότητάς της. Γράφει χαρακτηριστικά : «Τώρα που με αυτό το σημερινό γράμμα βλέπω τα πράγματα καλύτερα, ας ψήσουμε το αρνί το πρώτο κι ας πιούμε»…

…Η πορεία της Αικατερίνης όπως αποτυπώνεται στα ημερολόγιά της

Ό,τι βίωσε, ό,τι σφράγισε την παιδική της ηλικία το κουβαλούσε μέσα της. Το επεξεργαζόταν, και με βάση τις αρχές της κοίταζε το μέλλον. Αποτίναξε την πειθαναγκαστική μετοχή της στην αθηναϊκή αριστοκρατία, αρνήθηκε τη ζωή της αφθονίας και της ανεμελιάς επιλέγοντας -αρχικά- την εγκατάστασή της στο χωριό της, και εν συνεχεία ακολούθησε την περιπέτεια και τη χαρά της ελευθερίας, το ταξίδι -από όποια σκοπιά κι αν ειδωθεί- που το έδεσε άρρηκτα με τον πίνακα του Ολλανδού ζωγράφου Pieter Van Hoogh (1635-1708) «Η αναγιγνώσκουσα γυνή» που της ανήκε.
Έριξε με τον τρόπο της μομφή στον ελιτισμό του περιβάλλοντος του συζύγου της [«οι χαριτότροποι ευγενείς δεν με θέλουν εκεί. Φέρονται με τον συνηθισμένο αγενή τρόπον τους και θα είναι δύσκολος η θέσις μου» ]. Ακόμη αναφέρεται και στο ακατάδεκτο και υψηλό ύφος των δυο θυγατέρων της για τις οποίες δεν κρύβει την πικρία της, γιατί, που, παρόλο που η ίδια «πάτησε πόδι» για να σπουδάσουν στην Ελβετία, την βλέπουν –καθώς και τον γιο της- αφ’ υψηλού [«να δούμε, θα είναι αγαπητές και καλές ή θα μας βαριούνται και θα μας θεωρούν ‘πρόστυχους Κεφαλλονίτες’. Κατά πάσαν πιθανότητα, έτσι φαίνεται»] όπως και οι αδελφές του συζύγου της [«θυμάμαι περισσότερο το τι έχω περάσει εξ αιτίας των ‘τρυφεροτάτων’ (ενν. αδελφών)…Δόξα σοι ο Θεός που με αξιώνει πότε από το ένα, πότε από τα άλλα και βρίσκομαι μακράν τους] , γνωστά μέλη της αθηναϊκής αριστοκρατίας, που απ’ ό,τι φαίνεται επηρέαζαν τις κόρες της αρνητικά [«Θα γελάσει εκείνος οπού θα γελάσει τελευταίος. Θα δούμε. Μπορεί, ίσως, να ανοίξουν καμμιά ημέρα τα μάτια τους»] . Σπρώχνει αποφασιστικά βαθιά στο είναι της την πίκρα που της έδωσαν [«(ενν. αν γνώριζαν τι και τι περνώ) θα με κατέτασσαν τουλάχιστον στους οσιομάρτυρας» ή «εγήρασα απιστεύτως δια τόσον ολίγον καιρόν»] ή αλλού [«προσπαθώ να ξεχάσω, μα οι πληγές είναι πάρα πολύ μεγάλες και βαθειές στην καρδιά»] και κατορθώνει για πολλά-πολλά χρόνια να αφήσει στο περιθώριο της ζωής της όσους την πίκραναν.
Κι αφού συγκαλυμμένα αποκαλύπτει τις αιτίες που την ανάγκασαν να φύγει από την ασφάλειά της, από την καλοβολεμένη ζωή της [«ήμουν άρρωστη χωρίς αρρώστεια»] , κυριαρχείται από τη φυγή. Την βλέπει σαν λύση. Στην αυτοεξορία της στο εξωτερικό της δίνει το δικό της αγώνα προσαρμόνισης. Προικισμένη καθώς είναι με πλούσιο δυναμικό προσαρμοστικότητας, καταφέρνει αυτό που οι σύγχρονές της, δεν θα αποτολμούσαν ούτε καν να σκεφτούν. Έμεινε σε «ένα μικρούτσικο δωματιάκι» -που το διατηρούσε «καλά συγυρισμένο και ευπρόσωπο» – και τρεφόταν με «λιτό φαγητό» -όπως λέει. Έμαθε να πλένει [«τι ωραία που έμαθα να πλένω! Πόσο δύσκολον μου εφαίνετο στην αρχή. Και τώρα δεν με κοπιάζει διόλου. Αλλά είναι και μεγάλη ευκολία η ρoudra αυτή του Oclagon Soap»] . Αυτή που μεγάλωσε με υπηρέτες μέσα στα πλούτη, έφθασε εκεί που οι ενέργειές της σκόπευαν στο ελάχιστο αναγκαίο. Το γεγονός ότι, δούλεψε σκληρά σε αρκετά εργοστάσια για να επιβιώσει την γεμίζει δύναμη. [«Είμαι υπερήφανη ότι πρώτη φορά αξίζω κι εγώ κάτι!»] . [«Όταν κάθισα στον μπάγκο μου μ’ έπιασαν τέτοιοι λυγμοί που μαζεύτηκαν όλες γύρω μου για να με παρηγορήσουν, τους δικαιολογήθηκα ότι ενθυμούμαι την Σμύρνην –γιατί από εκεί ήμουν πρόσφυξ- και κλαίω σκεπτόμενη τους δικούς μου που δεν ηξεύρω τι απέγιναν! (Το πικρό αυτό ψέμα το είχε πει γιατί ντρεπόταν να ομολογήσει πως ανήκε στους ευγενείς της Κεφαλλονιάς και δούλευε σε εργοστάσιο). Αλλά πώς συνηθίζει κανείς σε όλα!»] . Προικισμένη από τη φύση, πολεμά τις όποιες εγγενείς αδυναμίες της και τις μετατρέπει σε δύναμη, σε τόλμη. [«Πόσα πράγματα εδιδάχθηκα εδώ στην Αμερική! Και ευχαριστώ τον Θεόν που τα δοκίμασα και τα πέρασα, γιατί έτσι μού έγιναν μαθήματα για μια ζωή»] . Η ύπαρξή της έχει νόημα. Και το ξέρει. Το νόημα αυτό πιστοποιείται στις σχέσεις της με τον εαυτό της και με ό,τι υπάρχει πέρα από αυτόν. Αναζητούσε εικόνες, αφές και μυρωδιές του τόπου της, του παρελθόντος της και κλέβοντας από τον βιοποριστικό της χρόνο ώρες έγραψε το 2ο ημερολόγιό της. Μετάγγιζε σε όλα τα πράγματα νόημα που, μπορεί και να μην το είχαν. Πάντως, τα «έντυνε» με αισιοδοξία, τα τροφοδοτούσε και τα επανατροφοδοτούσε με αυτήν και τα έκανε να πάλλονται δίπλα της [«Νέα Υόρκη 22/ΙΙΙ/1924. Σήμερα συμπληρούται ένα έτος Γολγοθά που τραβήξαμε εδώ πέρα… να ενθυμούμεθα μόνον τα απίστευτα αυτά βάσανά μας ως ένα άσχημο όνειρο από το οποίον εδιδάχθημεν θάρρος προς την εργασίαν, υπομονήν και καρτερίαν ανεξάντλητον και πίστην προς τον Θεόν ομού με την βοήθειάν Του εβγήκαμεν νικηταί, μόνοι, χωρίς χρήματα εις ξένον κόσμον…»].
Στο εξωτερικό που ζει προσπαθεί να ανακαλύψει και να εκτιμήσει ανθρώπους, πράξεις, λεπτομέρειες. Πέρα από τον εαυτό της και τα πρόσωπα του άμεσου περιβάλλοντός της, ρίχνει και τη ματιά της σε διάφορα άλλα γεγονότα, ξένα προς αυτήν, με διάθεση περιγραφική αλλά και τάση για συγκρίσεις. Ερευνά. Παρατηρεί. Η ματιά της σκοπεύει εύστοχα. Το οξύ βλέμμα της μπορεί να επιλέξει, να απομονώσει, να αιχμαλωτίσει το σημαντικό και να το αποτυπώσει στο χαρτί με την ευαισθησία και την πηγαία της ευγένεια. Κρίνει ακόμη και την φωνή του παπά του ναού του Αγίου Αθανασίου της Αστόρια στην Ν.Υ. Και στις 6 Απρίλιου 1924 σημειώνει: «Τι ωραία φωνή. Μελωδική. Δυνατή. Ζεστή. Γεμάτη αίσθημα. Κρίμα που περνιέται λιγάκι, ω, πολύ λιγάκι από τη μύτη ως συνήθως η εκκλησιαστική μας μουσική» . Περιγράφει με ακρίβεια το άγαλμα της Ελευθερίας, την εμπειρία της κατά το ανέβασμα των εσωτερικών σκαλών και την μοναδική εντύπωση που της έκανε ο φωτισμός: «… βλέπουν μια πελώρια γυναίκα να στέκεται στον ωκεανό μέσα και να λάμπη, σαν να υπόσχεται στον κόσμο την Ελευθερία» . Υπεισέρχεται σε λεπτομέρειες ενός ατυχήματός της, περιγράφει το νοσοκομείο και τις υπηρεσίες που της προσέφεραν . Γράφει σκοπεύοντας από συγκριτολογικής σκοπιάς: συγκρίνει το χιόνι της Ν.Υ. με αυτό του Παρισιού και την Ν.Υ. με το Παρίσι , το Βερολίνο με το Παρίσι , το Λονδίνο με την Ν.Υ. . Κρίνει παράσταση όπερας του Wagner: «αλλά και αι μονότοναι μακρυναί σκηναί, συνδυαζόμεναι από μίαν μουσικήν χωρίς μελωδίαν, χωρίς motiv όπως αι άλλαι opere του Wagner, αποκοιμίζουν υπερβολικά. Φαντάζομαι οι δυστυχείς εκείνοι ηθοποιοί οι οποίοι εστέκοντο ολόκληρον ώραν εις την ιδίαν πλαστικήν άλλως τε στάσιν, θα είναι πεθαμένοι όταν τελειώνει επιτέλους η παράστασις. Η εκτέλεσις όμως τελεία υφ’ όλας τας απόψεις! Η πολύ μεγάλη σκηνή, τα τέλεια σκηνικά, ο καλλιτεχνίζων πλευρικός φωτισμός, η πληθώρα του προσωπικού, όλα μαζί βοηθούν εις το να παρουσιάζονται αι φαντασμαγορίαι του Wagner εις το τέλειον» . Περιγράφει ζωντανά το ταξίδι της με το υπερωκεάνειο Savoie κατά την επιστροφή της από την Αμερική στην Ευρώπη. Εντύπωση προξενεί το γεγονός ότι, παρόλη την οικονομική της ανέχεια (δεν πούλησε τον πίνακα, ούτε της είχαν μείνει χρήματα), μια και που δεν μπορεί να βγάλει από πάνω της τις ακριβές συνήθειές της και την λεπτή ανατροφή της, δαπανά όλες τις οικονομίες της για να ταξιδεύσει στην Α΄θέση την οποία και περιγράφει καταλήγοντας: «θυμάμαι που, σε μιαν άλλη πολυθρόνα καθισμένη στο σπιτάκι του Λειβαδιού, στο μαγειρείο μας, ‘παρά θιν αλός’ έβλεπα το μεγάλο καράβι του ταχυδρομείου των Ινδιών το «Πενίν-οουλερ»( να περνά από μακριά κοντά Οξειά-Ιθάκη κι έλεγα: Θεέ μου αξιώσέ με και μένα να μπω καμμιά φορά μέσα σε ένα τέτοιο καράβι και να πάω μακριά, να δω πολλούς και ωραίους τόπους! Και ιδού που η παράκλησίς μου αυτή εισηκούσθη και με το παραπάνω» .
Τελικά, οι ελπίδες της Αικατερίνης διαψεύσθηκαν. Οι προσδοκίες της δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Κι όμως αυτή παρέμεινε ακμαία διοχετεύοντας, ξεπλένοντας -ίσως καλύτερα- την απογοήτευσή της μέσα στις γραμμές του ημερολογίου της. Έτσι διατήρησε στο είναι της την ίδια θέρμη, την ίδια ζωντάνια που είχε στο πρωτοξεκίνημα. Μετά τη μέση του 2ου ημερολογίου, απαλλαγμένη πλέον από τις αναζητήσεις, τις περιπλανήσεις και την αβεβαιότητα, επέστρεψε στην πατρική της γη. Προσγειώθηκε στην καθημερινή αλήθεια και με αμεσότητα εκπληκτική και βαθειά ειλικρίνεια αποδέχθηκε με αισιοδοξία τη μοίρα της. Πλήρης γνώσεων και εικόνων απεκδύθηκε τον οδυσσειακό μανδύα και έγινε η κυρά των Πουλάτων. Μετασχηματίστηκε από γυναίκα πολυταξιδεμένη, σε ερημήτισσα –με τους δικούς της όμως όρους- και σύντροφό της την μοναξιά. Ως δικαστής επέβαλε ποινή -στον εαυτό της όμως-: την «εκουσίαν αυτήν εξορίαν» στα Πουλάτα για το υπόλοιπο της ζωής της. Αυτοεξορίσθηκε και επωμίσθηκε την διαχείριση ενός χώρου συντηρώντας και προστατεύοντας –όπως έπραξε κατά την γερμανική Κατοχή- ταυτόχρονα τους κατοίκους ενός ολόκληρου χωριού.
Η αισιοδοξία της δεν την άφησε σε καμμιά ηλικιακή φάση: [«Είμαι ενθουσιασμένη που βρίσκομαι εδώ. (ενν. στα Πουλάτα). Όλα μου αρέσουν. Και όλα γενικώς προσπαθώ να τα διορθώσω ώστε να μου αρέσουν»] γράφει αποφασιστικά. Ακόμα και τον καιρό των σεισμών του ’53 η Αικατερίνη προοιονιζόταν αίσια εξέλιξη. Γιόρτασε με το γιό της και την οικογένειά του και τους ανθρώπους που είχε στη δούλεψή της. Έκοψε πρωτοχρονιάτικη πίττα μέσα στην παράγκα. «Δόξα σοι ο Θεός. Υγεία να είναι και όλα τα άλλα διορθώνονται. Είμεθα ακόμη στην παράγκα όπου είναι πολύ εύμορφα και μάλιστα είναι τόσον ποιητικά και ωραία που λογαριάζω να μείνω για πάντα εδώ».

Τα χαρακτηριστικά της
Μια πειθαρχημένη λύπη πηγάζει από την διάχυτη μοναξιά που κυριαρχεί σε πολλές σελίδες του έργου. Οι λέξεις μόνη, μοναξιά, απομόνωση, ολομόναχη –αλλά και οι προεκτάσεις τους: γαλήνη, ηρεμία, κ.α.-, παίρνουν υπέρμετρες διαστάσεις και καταλαμβάνουν κυρίαρχη θέση στο όλο έργο, θέση που προσδιορίζει την προσωπικότητά της. Η μοναξιά είναι η αιτία δημιουργίας του έργου. Είναι και η αφορμή. Αλλά και το αποτέλεσμα έχει πλαίσιό του τη μοναξιά. Το «πόσο μόνη είμαι» είναι αυτό που συχνά επαναλαμβάνεται. Ιδιαίτερα μάλιστα στο 2ο ημερολόγιο η μοναξιά της εξακοντίζεται στην υφήλιο: Αθήνα, Παρίσι, Βερολίνο, Λονδίνο, Νέα Υόρκη: πόλεις στο διάβα της, στην πορεία που μόνη της χάραξε γιατί πνίγηκε στην αδικία, στην αγνωμοσύνη, στην έλλειψη τρυφερότητας. Ο κόσμος δίπλα της γύριζε ξέγνοιαστος στην ματαιότητά του κι αυτή, με την αδιάκοπη ενδοσκόπηση έγραφε για τους πόνους και τις χαρές της καρδιάς της.
Τελικά, μοιάζει μόνη να νοιώθει ολοκληρωμένη. Μόνη μπορεί να αποτυπώνει τα γεγονότα και τους προβληματισμούς της στο χαρτί και, όταν μάλιστα για κάποιες αιτίες αυτό καθίσταται αδύνατο, η Αικατερίνη υποφέρει. Κι όταν επανέρχεται, βλέπουμε τη χαρά της, που μοιάζει με χαρά ενός μικρού παιδιού: «Με τι χαρά επανέρχομαι στο ημερολόγιό μου» σημειώνει χαρακτηριστικά.
Η αγάπη για τον γιο της κατέχει κυρίαρχη θέση στην καρδιά της. Αγαπά όμως και τις κόρες της . [«Αν διαβάσουν ποτέ τα παιδιά μου τις γραμμές αυτές, ας σκεφθούν ότι έζησα μόνον διότι έπρεπε να ζήσω δι’ αυτά γιατί τ’ αγαπώ όπως αγαπά φυσικά κάθε μητέρα, και η γάτα ακόμη που τα τρέχει (έχοντάς τα) στο στόμα της στα κεραμίδια για να μην της τα πάρουν»] . Αγαπά και τη φύση [«Βλέπω τα δένδρα του κήπου μου και μιλώ με αυτά»] και τον τόπο της ιδιαίτερα. Όταν βρίσκεται στα Πουλάτα σημειώνει, στη Γαλλική, τη λέξη «ευχαρίστηση» σαν να ισοδυναμεί ο τόπος με αυτήν, ή αλλού πιστοποιεί: «Πουλάτα, 1/1/1920: Και φέτος εδώ. Ας έχη δόξα ο Θεός. Εδώ είναι η ησυχία και επομένως και η ευτυχία» ή πάλι «είμαι επιτέλους σπίτι μου = στον παράδεισο!» . Κι όταν γεύεται την ευτυχία αναφωνεί: «Καμμία λέξις δεν εκφράζει ό,τι αισθάνομαι… μου φαίνεται σαν να είμαι κανένα κοριτσάκι, τόσο ελαφρά περπατώ στο δρόμο… » .
Η φωνή της, φορές παρακλητική, φορές σπαρακτική, μοιάζει να προσπαθεί να προσελκύσει τις αόρατες δυνάμεις να έλθουν αρωγοί της. Το γλυκό άγγιγμα του Θεού το νοιώθει σαν ομπρέλα προστασίας συνεχώς, ιδιαίτερα μάλιστα όταν βρίσκεται «ανυπεράσπιστη στο ξένο μέρος». Δεν υπάρχει μέρα που να έχει γράψει κείμενο, στο τελειώμα του οποίου να μην έχει κάνει αναφορά στον Θεό. Τη φράση «Ο Θεός να μας προστατεύει, που το κάνει» ή «Θεέ μου λυπήσου με να περάσουν όπως με ηξίωσες και πέρασα τόσα άλλα»] τη χρησιμοποιεί σαν θα θέλει να εξορκίσει το κακό. Αποζητεί. Αναζητεί την βοήθειά Του με αφετηρία τα νιάτα της, μέχρι τα βαθιά γεράματά της. Όσο περισσότερο βυθίζεται στον εαυτό της μέσω της συγγραφής, τόσο περισσότερο πλησιάζει την αλήθεια, τον Θεό που δοξάζει «για τα απλά αλλά και θαυμαστά πράγματα που γνώρισε στα ταξίδια» της, τα οποία, ιστορώντας τα, συγκρίνει. Καμαρώνει όταν σημειώνει «γνώρισα τον κόσμο» γιατί συνειδητοποιεί πως τα ταξίδια αυτά –βιωματική πηγή- συνέβαλαν στην αναγκαία ωρίμανσή της. [«Ευχαριστώ τον Θεόν που μέσα στην δοκιμασίαν αυτήν (εν. της πενταετούς εκστρατείας χάριν της ευλογημένης εικόνος) μου έστειλε πολλάς ευκαιρίας να γνωρίσω την ζωήν και τους ανθρώπους»].
Αν και ριζοσπαστική και πρωτοπόρα , είναι προσηλωμένη στις παραδόσεις. Τις τηρεί με τάξη, ευλάβεια και σεβασμό, γεγονός που καθρεφτίζεται σε κάθε γιορτή, σε κάθε Πρωτοχρονιά: πίττα, μποναμάδες, δώρα, παραδοσιακές γεύσεις.
Η Αικατερίνη ανήκει αναμφίβολα στους προύχοντες της περιοχής της -και όχι μόνον-, κι έτσι ανάγεται σε ρυθμιστή του μικρόκοσμού της καθώς ελέγχει τους οικονομικούς πόρους του. Η δύναμή της αυτή την γεμίζει με ευθύνες, αγάπη και φροντίδα για τους ανθρώπους της –πέρα από την οικογένειά της-. Μεριμνά για τους βοσκούς, για το υπηρετικό της προσωπικό, για τους εργάτες που δουλεύουν τη γη της. («Το πρωί κόψαμε την πίττα, και μοιράσαμε στους υπηρέτες τα γλυκίσματά τους με τους μποναμάδες τους. Έπειτα στείλαμε στη στάνη τον δίσκο με τα διάφορα του βοσκού» ).
Αν και έχει φτάσει στο σημείο να δουλεύει ως εργάτρια –στην Αμερική-, δεν παύει να διαφοροποιείται από το λαϊκό στοιχείο. Ξέρει καλά την κοινωνική της προέλευση. Έτσι, είναι φορές που θέτει στον εαυτό της ρητορικές ερωτήσεις του τύπου: «Αλλά, τι να ομιλήσει κανείς με τους απλούς αυτούς ανθρώπους;» . Αλλού πάλι: «Οι καλοί άλλως τε αυτοί άνθρωποι κάνουν με τόσην αφέλεια τόσο μεγάλες προστυχιές χωρίς βέβαια να εννοούν τι κάνουν ή τι λέγουν που μερικές φορές γελά κανείς και τα περνά απαρατήρητα. Αλλά στα περισσότερα η αηδία φθάνει μέχρι του πονοστόμαχου!!!» . Κι αλλού: [«έπρεπε να παραβλέπω τις ιδιοτροπίες του κάθε ενός σκαλτσόβλαχου»] .
Η αισιοδοξία της είναι διάχυτη σε όλα τα ημερολόγια: «Πάλι θα πρασινίσουν τα δένδρα. Πάλι θα τραγουδήσουν» σημειώνει στην τελευταία σελίδα του 5ου τετραδίου της. Κι αλλού πάλι: «Έρχονται στιγμές που απελπίζομαι ‘δεν θα αντέξω πια αυτή τη ζωή’. Αλλά τι να γίνει; Θάρρος, να δούμε πότε θα γλυτώσουμε».

Είναι φορές που την αφήνει έκπληκτη η συμπεριφορά των φίλων: «Έλαμψαν δια της απουσίας των! Έτσι είναι στον κόσμο: Οι μεγάλοι δεν ενθυμούνται τους μικρούς παρά όταν τους χρειάζονται καμμιά φορά!» . Διαπιστώνει όμως έκπληκτη ακόμη και στον εαυτό της τα όρια της αντοχής της: «Να λοιπόν που έως και τώρα πρέπει να έχω Ιώβειον υπομονήν!» . Ή αλλού: «Κι αυτή είναι (εν. σαν και μένα) πλην μηδέν» . «Πόσον αποτρόπαια είναι τα άγρια συστήματα των λαών να αλληλοτρώγονται για τα κέφια των διευθυνόντων, για να ακούγονται τα ονόματα των μεγάλων στην ιστορία! Πόσο συχαίνομαι που είμαι άνθρωπος και επομένως ομοιάζω σε αυτούς!» .
Δεν επιτρέπει στο φόβο να την καταλάβει. Η θέλησή της είναι ισχυρή. Στα νιάτα της βουτάει σε μικρές χαρές και στο ωρίμασμά της–γεγονός που αποκαλύπτουν τα τελευταία τετράδιά της- ανιχνεύει με πόνο καρδιάς τις αδυναμίες του σώματός της, σημαδεύει καρτερικά τις ώρες της επώδυνης αναζήτησης της λύτρωσης, τις μέρες που θα την οδηγήσουν στην σμίξη με όσους αγαπά κι έχουν φύγει. Σκάβει βαθιά μέσα της για να ανακαλύψει την ψυχή. Και στη διεργασία αυτή μοιάζει να βυθίζεται, όπως οι όσιοι, στη σιωπή.
Η Αικατερίνη μοιάζει να έχει δυο πρόσωπα: ένα αυτό που «βγαίνει» από τις φωτογραφίες της όπου παρουσιάζεται ως μια δυναμική και αποφασιστική γυναίκα. Και ένα άλλο που πηγάζει από τα ημερολόγιά της που δείχνει μια γυναίκα μόνη, που πολεμά να νικήσει τον ίδιο τον εαυτό της και τις αδυναμίες της. Η μοναξιά, αυτή της αλήθειας, των ημερολογίων της, την ενδυναμώνει και την ωθεί –ως κινητήριος δύναμη- σε πορείες πρωτοπόρες για την εποχή της. Η ίδια μαθαίνει, ως άμυνα κι ανάγκη, να διαχειρίζεται τον αγροτικό της χώρο, να διοικεί τους ανθρώπους της, να συντάσσεται με το εξελικτικό πλαίσιο των πρακτικών και των θεσμών, να εμβαθύνει στα οικονομικά μεγέθη της εποχής της τόσο, ώστε η ίδια να αποτελεί γραφειοκρατικό υπόδειγμα διαχείρισης και παρακολούθησης της αγροτικής περιουσίας, αυτής που της κληροδότησε ο πατέρας της.
(συνεχίζεται σε Β΄Μέρος)

Φωτογραφίες: Η Κάτε Αννίνου με τον μικρό Κλέονα και ο σύζυγός της Εμμανουήλ Βαλέττας