«…Το σπίτι άνοιξε η αδελφή της ύποπτης η οποία είχε αυτοεξοριστεί σε ένα χωριό του νομού Αχαΐας, διότι ήταν αδύνατο να διαμείνει σε ένα σπίτι όπου, όπως μας εξηγούσε, πετούσαν πέτρες στην πόρτα. Με ρωτούσε πώς μπορούμε να την προστατεύσουμε και δεν ήξερα τι να της απαντήσω. Κατά την έξοδό μας ο όχλος φωνασκούσε με διάφορα αισχρά επίθετα που, παρ’ ότι γνώριζα ότι δεν απευθύνονταν σε εμένα, ένιωσα την ίδια ντροπή και εξευτελισμό».
Με αυτά τα λόγια η ειρηνοδίκης Πατρών Αφροδίτη Σακελλαροπουλου, υποψήφια για τοι Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Δικαστών Εισαγγελέων με την «Νέα Πορεία», περιγράφει όσα έζησε όταν κλήθηκε ως δικαστικός λειτουργός στην έρευνα της αστυνομίας στο σπίτι της Ρούλας Πισπιρίγκου στην Πάτρα, λίγες ώρες μετά την προσαγωγή της στην ασφάλεια και εν τέλει στη σύλληψή της με την κατηγορία της δολοφονίας της κόρης της Τζωρτζίνας.
Η δικαστική λειτουργός , στέκεται στο γεγονός ότι έξω από το σπίτι είχε συγκεντρωθεί πλήθος κόσμου που έβριζε και απειλούσε την κατηγορούμενη και τους οικείους της: «Με ρωτούσε πως πώς μπορούμε να την προστατεύσουμε και δεν ήξερα τι να της απαντήσω», λέει για την αδελφή της Πισπιρίγκου.
Η συνέντευξη
Η συνέντευξη της κας Σακελλαροπούλου, δόθηκε στην «Εφημερίδα των Συντακτών» με αφορμή τις επικείμενες εκλογές στην Ένωση Δικαστών Εισαγγελέων και στο ερώτημα για την υπόθεση της Πάτρας, απαντά ως εξής:
ΕΡ: Με αφορμή την υπόθεση των τριών παιδιών στην Πάτρα ζούμε εδώ και καιρό μέρες τηλεφρίκης, κυρίως, μέσω της τηλεόρασης αλλά και μερίδας του Τύπου. Ποια είναι η θέση των δικαστικών λειτουργών μπροστά στα φαινόμενα ανθρωποφαγίας και απόδοσης δικαιοσύνης με τη μέθοδο της αυτοδικίας και της ενδυνάμωσης των πλέον ταπεινών ενστίκτων μιας ολόκληρης κοινωνίας; Πώς συνάδουν αυτά με ένα πολιτισμένο κράτος δικαίου; Σας προβληματίζουν οι διεθνείς δείκτες που διαπιστώνουν τον υποβιβασμό της Ελλάδας στις μετρήσεις για την πορεία της δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου;
ΑΠ: Οι απόψεις μου περί της ανθρωποφαγίας του υπόπτου μέχρι πρότινος περιορίζονταν σε καθαρά θεωρητικό επίπεδο, ώσπου έτυχε να κληθώ στην έρευνα στο σπίτι της ύποπτης Ρούλας Πισπιρίγκου στην Πάτρα. Κατά την αποχώρησή μας είχαν εγκατασταθεί κάμερες και υπήρχε όχλος. Το σπίτι άνοιξε η αδελφή της ύποπτης η οποία είχε αυτοεξοριστεί σε ένα χωριό του νομού Αχαΐας, διότι ήταν αδύνατο να διαμείνει σε ένα σπίτι όπου, όπως μας εξηγούσε, πετούσαν πέτρες στην πόρτα. Με ρωτούσε πώς μπορούμε να την προστατεύσουμε και δεν ήξερα τι να της απαντήσω. Κατά την έξοδό μας ο όχλος φωνασκούσε με διάφορα αισχρά επίθετα που, παρ’ ότι γνώριζα ότι δεν απευθύνονταν σε εμένα, ένιωσα την ίδια ντροπή και εξευτελισμό.
Ταυτίστηκα με την ύποπτη ως προς το δικαίωμά της στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια ανεξαρτήτως του τι πίστευα για την ενοχή ή την αθωότητά της. Δεν ανέμενα από απλούς ανθρώπους να είναι ενήμεροι περί του τεκμηρίου αθωότητας και περί των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Απορώ όμως γιατί δεν αντιδρούν κατά τον ίδιο τρόπο όταν τους κόβουν το ρεύμα, όταν δεν έχουν καύσιμα να κινηθούν, όταν αμείβονται με μισθούς πείνας. Ίσως τα ΜΜΕ θα έπρεπε να μη σπαταλούν όλο τους τον τηλεοπτικό χρόνο μόνο στα εγκλήματα, αλλά να εστιάζουν και στα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα αφυπνίζοντας συνειδήσεις. Ίσως θα έπρεπε να αρχίσουν δημόσιες συζητήσεις για τον νομικό μας πολιτισμό. Με εκφράζει απόλυτα η αξιοπρεπής ρήση του συμπολίτη μου νομικού Διονύση Τεμπονέρα: «Εμείς επιλέξαμε να μείνουμε θύματα, για να μην υπάρξουν άλλα θύματα. Θύτες δεν γίναμε ποτέ…».
ΕΡ: Με πρόσχημα την σωστή επιδίωξη για ταχύτερη απόδοση δικαιοσύνης είδαμε πρόσφατα να θεσπίζονται νομοθετικές διατάξεις που δημιουργούν δικαιοσύνη διαφόρων ταχυτήτων με ότι κι αν σημαίνει αυτό για τον απλό πολίτη. Παρά τις ορθές προσπάθειες όλων των τελευταίων χρόνων να μπει και η δικαιοσύνη στην ηλεκτρονική εποχή ψηφίστηκαν πρόσφατα διατάξεις (π.χ. για τις πιλοτικές δίκες, τα δικαστικά ένσημα κλπ) που διαιρούν τους πολίτες και περιορίζουν τα θεμελιώδη δικαιώματα του κατηγορουμένου που θεωρούνται πλέον πολυτέλεια και η άσκησή τους αντιμετωπίζεται ως παρακώλυση της διαδικασίας. Ποια είναι η δική σας θέση και πώς στο πλαίσιο αυτό κρίνετε τις σκέψεις ακόμα και για κατάργηση των δικαστικών συμβουλίων;
ΑΠ: Οι ειρηνοδίκες είμαστε περήφανοι διότι λόγω του διάχυτου συνταγματικού ελέγχου έχουμε νομολογήσει για διάφορα ζητήματα που ανακούφισαν τον Έλληνα πολίτη, όπως για την αντισυνταγματικότητα της κατάργησης της περιόδου χάριτος στον νόμο περί υπερχρεωμένων νοικοκυριών, την αντισυνταγματικότητα του άρθρου που προβλέπει μεταξύ άλλων ότι η αποζημίωση που καταβάλλει το Επικουρικό Κεφάλαιο για χρηματικές ικανοποιήσεις λόγω ψυχικής οδύνης δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των 6.000 ευρώ, αλλά και οι συνάδελφοι μας πρωτοδίκες έχουν νομολογήσει για την αντισυνταγματικότητα του δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές και τόσες άλλες περιπτώσεις που ο χώρος δεν επαρκεί. Ο αποκλεισμός των δύο βαθμών της Δικαιοσύνης από τη δυνατότητα του διάχυτου αυτού συνταγματικού ελέγχου δεν δικαιολογείται από το πρόσχημα της επιτάχυνσης, αφού όταν όλα αυτά τα θέματα σωρευτούν σε πρώτο και τελευταίο βαθμό στο ανώτατο ακυρωτικό και «φρακάρει» ο Αρειος Πάγος, μόνο επιτάχυνση δεν θα επέλθει.
ΕΡ: Ποια είναι η άποψη της ομάδας σας για όλες τις πρόσφατες ρυθμίσεις που κατάργησαν το αυτεπάγγελτο δικαίωμα ενός εισαγγελέα να ασκεί δίωξη όταν διαπιστώνει έκνομες ενέργειες σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος από στελέχη ή διοικήσεις οργανισμών και φορέων του ευρύτερου δημοσίου; Ανάλογοι περιορισμοί στη δικανική κρίση θεσπιστήκαν και με τις πρόσφατες αλλαγές στον Π.Κ. και στον ΚΠΔ. Πώς τις κρίνετε;
ΑΠ: Σύμφωνα με το άρθρο 5 του Ν. 4637/2019, η απιστία που στρέφεται άμεσα κατά πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος ή επιχείρησης του χρηματοπιστωτικού τομέα διώκεται κατ’ έγκληση, ενώ αυτή που προσβάλλει τους λοιπούς φορείς του ιδιωτικού τομέα ή φυσικά πρόσωπα διώκεται αυτεπαγγέλτως. Το ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου έκρινε συνταγματική την ανωτέρω διάταξη. Ομως ό,τι είναι συνταγματικό δε σημαίνει πως είναι και ορθό. Κατά την άποψή μου λοιπόν, και με δεδομένο ότι η χώρα μας έχει σύμφωνα με την κατάταξη του 2018 την δεύτερη χειρότερη επίδοση μεταξύ των 31 χωρών της Δυτικής Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Ενωσης, πριν από τη Βουλγαρία, στην αντίληψη περί διαφθοράς, η κατάργηση κάθε είδους ελεγκτικών μηχανισμών και μηχανισμών εποπτείας στα διοικητικά συμβούλια των τραπεζικών ιδρυμάτων, όπως η κατάργηση της αυτεπάγγελτης δίωξης, παρά τις περί του αντιθέτου συστάσεις της Διεθνούς Διαφάνειας, επιφέρει την έλλειψη εμπιστοσύνης στη διαφάνεια στις τραπεζικές εργασίες και στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
Πηγή: flamis.gr