Το πλυντήριο δουλεύει. Σε κάθε γύρισμα του ψάχνω τον σφυγμό μου.
Σπάνια βγαίνω από το σπίτι. Σκεπάζομαι με το πάπλωμα, με το ταβάνι και με τη στέγη, για σιγουριά.
Μόνο τα βράδια ανοίγω σχιστά το παράθυρο και χτενίζω με τα δάχτυλα μου τα δέντρα. Όπως τότε που με χτένιζα, που με φρόντιζα.
Ούτε η χαρά ούτε η λύπη δε με αγγίζει.
Η χαρά είναι απειλή και τη συνθλίβω στην άκρη του δωματίου.
Και η λύπη δυο νούμερα μικρότερη. Δε μου κάνει πια. Τεντώθηκε η ψυχή μου μόνιμα από τις τόσες προσπάθειες να πάρω ανάσα.
Όταν βγαίνω είμαι καλυμμένη με το σπίτι μου. Δοκίμασε να πιάσεις το σώμα μου και θα νιώσεις τους τοίχους του.
Στο υπόγειο φτιάχνω ατελείωτες ενοχές. Και μετά τις πουλάω σε μένα, τις μεταποιώ λίγο και τις ξαναπουλάω. Πάντα σε μένα.
Το πλυντήριο τελείωσε. Βγάζω τον εαυτό μου. Πλυμένος μα γεμάτος κόμπους. Πλυμένος μα χωρίς χρώματα. Πλυμένος μα πνιγμένος. Μέσα στην ατελείωτη ανάλυση. Που μου πούλησα…