Λίγο πριν γίνει 110 ετών πέθανε η “Δίκαιη των Εθνών” Βασιλική Αθυρίδου.

Λίγο πριν γίνει 110 ετών πέθανε η “Δίκαιη των Εθνών” Βασιλική Αθυρίδου. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ήταν η τελευταία εν ζωή αυτόπτης μάρτυρας της Μεγάλης Πυρκαγιάς (1917). Εδω ένα μικρό κείμενο για τη μεγάλη και γεμάτη ζωή της

“Δίκαιη των Εθνών” μία Θεσσαλονικιά 106 ετών

 / 

Την περασμένη Τρίτη η κυρία Βασιλική Αθυρίδου-Αβαροπούλου έκλεισε τα 106 χρόνια. Συμπτωματικά, την ίδια ημέρα έμαθε ότι το παγκόσμιο κέντρο για τη διατήρηση της μνήμης του Ολοκαυτώματος Yad Vashem σκοπεύει να τιμήσει την ίδια και τον εκλιπόντα σύζυγό της Κωνσταντίνο Αθυρίδη με τον τίτλο του Δικαίου των Εθνών, γιατί κατά την Κατοχή έκρυψαν μία οικογένεια εβραίων. Η ζωή της διατρέχει την ιστορία της Θεσσαλονίκης από την απελευθέρωση, την πυρκαγιά του 1917 και την Κατοχή μέχρι τα γλέντια των παλαιών Θεσσαλονικέων.
Συνέντευξη στη Σοφία Χριστοφορίδου || Δημοσιεύτηκε στη «Μακεδονία της Κυριακής» 3/9/2017
Η κυρία Βασιλική γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1911, όταν η Θεσσαλονίκη ήταν ακόμη μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τον Οκτώβριο του 1912, όταν ο ελληνικός στρατός εισήλθε στην πόλη, “η μητέρα μου με πήρε αγκαλιά, μου έβαλε και μία σημαία στο χέρι και πήγαμε να υποδεχτούμε τον ελληνικό στρατό που θα περνούσε, με το βασιλιά και το διάδοχο, κι εγώ, όπως μου έλεγαν, έπαιζα με τη σημαία, χαιρετούσα, ήμουν όλο χαρά”. Ίσως γι’ αυτό στα παιδικά τους παιχνίδια υποστήριζε το βασιλιά, σε αντίθεση με την αδερφή της που “ήταν με τον Βενιζέλο”. Πάντως η οικογένεια διάβαζε καθημερινά τη βενιζελική “Μακεδονία”, μιας και υπήρχαν φιλικές σχέσεις με τον ιδρυτή της εφημερίδας Κωνσταντίνο Βελλίδη.
Η οικογένεια έμενε αρχικά στην Απελλού και αργότερα στην περιοχή του Ιπποδρομίου, ανάμεσα σε μουσουλμάνους και εβραίους. “Ο τούρκος μπακάλης μάς έδινε μπίλιες να παίζουμε. Η μαμά μου, Αντιγόνη, έκανε παρέα με τις Τουρκάλες, έμαθε και τουρκικά. Της έδιναν φρέσκα αυγά για εμάς που ήμασταν μωρά. Το 1921 πήγαμε σε ένα σπίτι στην οδό Μιαούλη, εκεί έμεναν όλο εβραίοι και κάναμε παρέα με εβραιοπούλες, αυτές ήξεραν γαλλικά, εγώ πήγαινα στο γαλλικό σχολείο και έτσι τα βρίσκαμε”.

Η φωτιά του 1917

Θυμάται ακόμα και την ημέρα της μεγάλης πυρκαγιάς του 1917. “Ήμουν έξι χρόνων τότε. Μόλις είχαμε βγει από τα λουτρά Ισλαχανέ, κοντά στου Κεμάλ το σπίτι, είδαμε καπνό και φλόγες κοντά στον Άγιο Δημήτριο. Το βράδυ που κατέβηκε η φωτιά, ο μπαμπάς μου ειδοποίησε και ήρθαν άγγλοι αξιωματικοί της Αντάντ, μας πήραν αγκαλιά και με τις νυχτικιές όπως ήμασταν μας πήγαν στα εβραίικα μνήματα, εκεί που είναι το πανεπιστήμιο τώρα, για να προστατευτούμε. Εκεί κοιμηθήκαμε δυο βραδιές”. Η φωτιά κατέστρεψε το εργοστάσιο ποτοποιίας της οικογένειας Αβαρόπουλου, δίπλα από το μέγαρο Στάιν και η μονάδα μεταφέρθηκε στα Λαδάδικα, κάτω από το ξενοδοχείο “Μινέρβα”.

Η υποδοχή των προσφύγων

Ο πατέρας της Ευστράτιος Αβαρόπουλος είχε γεννηθεί στην Αρετσού της Μικράς Ασίας και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1905, για να ανοίξει ένα παράρτημα του εργοστασίου ποτοποιίας, που διατηρούσε η οικογένεια στην Κωνσταντινούπολη. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή, η μητέρα της κατέβαινε κάθε μέρα στο λιμάνι και βοηθούσε τις οικογένειες που έφταναν στη Θεσσαλονίκη να εγκατασταθούν στα σπίτια που άφηναν πίσω τους οι Τούρκοι που εγκατέλειπαν την πόλη, ενώ είχε μετατρέψει τον πρώτο όροφο του δικού της σπιτιού σε ξενώνα προσφύγων. “Μία μέρα, μας είπε η μαμά μου, κατέβηκε μία μητέρα με ένα κοριτσάκι στη δική μου ηλικία και μία κοπελίτσα που σπούδαζε φαρμακοποιός, η οποία πάνω στην απελπισία της βούτηξε στη θάλασσα να πνιγεί. Αμέσως έτρεξαν και έβγαλαν την κοπέλα. Τους φιλοξενήσαμε έναν μήνα μέχρι να βρουν σπίτι. Η μαμά μου γνώριζε τον Πεντζίκη και στο φαρμακείο του έβαλε την κοπελίτσα να δουλέψει, και έτσι βολεύτηκαν”.

Φωτό: Αλεξία Καλαϊτζή

Ο πόλεμος και η Κατοχή

“Όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος, ο άντρας μου πήγε στο μέτωπο και γύρισε έπειτα από έξι μήνες. Μου έστελνε επιστολικά δελτάρια και κάθε φορά κοιτούσα στο χάρτη να δω πού βρισκόταν” θυμάται. H κυρία Βασιλική κατατάχτηκε στους “Φίλους του Στρατού” και γυρνούσε στις γειτονιές καταγράφοντας τις ανάγκες των οικογενειών που άφησαν πίσω τους οι φαντάροι που πολεμούσαν στην Αλβανία. Τις πρώτες ημέρες του πολέμου “ακούγαμε τα ιταλικά αεροπλάνα και τρέχαμε να κρυφτούμε σε ένα όρυγμα που είχαμε στον κήπο, τότε μέναμε στην Κηφισιά. Έπεσαν δύο βόμβες πολύ κοντά μας και τρομοκρατηθήκαμε”.
Ο σύζυγός της επέστρεψε από το μέτωπο και κρύφτηκε στα Κουφάλια, γιατί στο μεταξύ είχαν εισβάλει οι Γερμανοί στην πόλη, και ζήτησε από την οικογένειά του να του φέρει πολιτικά ρούχα, για να μην κινδυνέψει φορώντας τη στολή του στρατιώτη. “Το μαγαζί μας με τα εδώδιμα αποικιακά είχε αδειάσει, κάθε μέρα έπεφτε η αξία των χρημάτων, πήγαμε στην Αθήνα και φορτώσαμε σε καΐκι εμπορεύματα”.
Το σπίτι της στην εξοχή επιτάχθηκε από τους Γερμανούς για να χρησιμοποιηθεί ως αναρρωτήριο. Μια μέρα ήρθαν και την ειδοποίησαν ότι τη νύχτα κάποιοι έβγαλαν τις πόρτες και τα παράθυρα από το σπίτι, θύμωσε ο Γερμανός που ήταν υπεύθυνος και απειλούσε σε αντίποινα να ξεσπιτώσει όσους κατοικούσαν τριγύρω και θα σκότωνε τους δράστες. “Με παρακάλεσαν να μιλήσω στον Γερμανό. Έτρεμα από το φόβο αλλά τον παρακάλεσα, του είπα ότι είμαι η νοικοκυρά του σπιτιού και ότι ίσως ήθελαν να εκδικηθούν εμάς. Ο Θεός τον φώτισε και είπε ότι ‘τους συγχωρώ, έκαναν ζημιά και σε σας, ας μείνουν οι οικογένειες στα σπίτια τους’. Όταν βγήκα έξω με φιλούσαν”.
Για το Μαύρο Σάββατο του 1942, όταν οι Γερμανοί συγκέντρωσαν τους εβραίους της Θεσσαλονίκης στην πλατεία Ελευθερίας, τους βασάνισαν και τους εξευτέλισαν, η κ. Αθυρίδου θυμάται πως “βγήκαν στα μπαλκόνια απέναντι από την πλατεία αυτοί που συμπαθούσαν τους Γερμανούς και οι γυναίκες τους, και κορόιδευαν τους εβραίους”.

Η διάσωση των εβραίων

Ήταν αρχές Φθινοπώρου του 1944, λίγο πριν την αποχώρηση των Γερμανών. Η στάση των κατακτητών είχε σκληρύνει πολύ και απειλούσαν με άμεσο τουφεκισμό όποιον έκρυβε εβραίους. Στο σπίτι των Αθυρίδηδων φτάνει ένας εβραίος φίλος της οικογένειας και παρακαλεί να κρύψουν τα δυο του παιδιά. Η μητέρα της κυρίας Βασιλικής είπε “φέρε τα, κάτι θα κάνουμε”. Τα πήγε με το τραμ μέχρι το παλιό σχολείο της κόρης της, το Καλαμαρί και παρακάλεσε τις καλόγριες να κρύψουν τα παιδιά. Εκείνες έβαλαν τον όρο τα παιδιά να γίνουν καθολικά, αλλά δεν μπορούσε μόνη της να πάρει τέτοια απόφαση. Στη συνέχεια συνεννοήθηκε με κάποιον φίλο της οικογένειας, έναν γιατρό ονόματι Τζηρίτη, που έμενε στην Ερμού, ο οποίος έκρυψε τα δύο παιδιά, ώσπου να τελειώσει ο πόλεμος.
“Ένα βράδυ κατά τις 10 ακούμε να μας χτυπούν την πόρτα. Ήταν ο Μάρκος Ασσαέλ με το γιο του, τους ήξερε ο άντρας μου από την αγορά. Του λέει ‘κύριε Κώστα, σε παρακαλώ, μας πρόδωσαν στο σπίτι που κρυβόμασταν, τέσσερις ώρες περπατούμε στα χωράφια, αν μπορείτε να μας δεχτείτε. Βγήκα στο παράθυρο κι εγώ και είπα έλα, κύριε Μάρκο, πες στις γυναίκες να έρθουν. Ήταν πέντε άτομα σε ένα δωμάτιο, είχα και τους γονείς μου και τα παιδιά στο σπίτι. Ο γιος μου ο Γρηγόρης ήταν 10 χρόνων και φοβόμασταν ότι θα του ξέφευγε το μυστικό. Είπε ο άνδρας μου να μην πάει σχολείο, έβαλε τα κλάματα το παιδί και τελικά του είπαμε ότι είναι φίλοι μας, αλλά του κρύψαμε ότι ήταν εβραίοι. Αυτές τις 15 μέρες που έμειναν σε εμάς είχαμε μια αγωνία… Μία μέρα έρχεται χαρούμενος ο άνδρας μου με μία σαμπάνια, λέει ‘έλα, κύριε Μάρκο, να το γιορτάσουμε, ετοιμάσου για το σπίτι του. Μόλις το άκουσε έφυγε κατευθείαν, με τις παντόφλες στα πόδια, πήγε στο σπίτι του, αλλά το σπίτι το είχαν ‘επιτάξει’ κάποιοι και δεν έβγαιναν” θυμάται η κυρία Βασιλική.
Για αυτή τους την πράξη το Yad Vashem τίμησε τη Βασιλική Αθυρίδου και τον εκλιπόντα σύζυγό της Κωνσταντίνο με τον τίτλο “Δίκαιοι των Εθνών”. Η τελετή προγραμματίζεται να γίνει εντός του 2017.

Η ζωή στην παλιά Θεσσαλονίκη

“Η Θεσσαλονίκη ήταν πολύ όμορφη. Θυμάμαι τους μιναρέδες στην πόλη όπου ανέβαιναν οι Τούρκοι κι έλεγαν προσευχές. Είχε και πολλές συναγωγές” λέει. Η κυρία Βασιλική έχει πολλές εικόνες από την πόλη.

 

Φωτο: Αλεξία Καλαϊτζή
“Πιο κάτω από τον Λευκό Πύργο είχε σκαλοπάτια, νοίκιαζε βαρκούλες ο μπαμπάς μας να μας γυρίζει παντού. Πηγαίναμε στα καφενεδάκια του Καραμπουρνού για καφέ, λουκούμια και βανίλιες”.
“Για μπάνιο υπήρχε το Μπεχτσινάρ, όπου υπήρχε και ένας ωραιότατος κήπος, είχε χώρο για ιππασία για τις κυρίες από τα προξενεία, και τι δεν είχε! Για να κάνουμε μπάνιο υπήρχαν από εδώ παραγκούλες για τις γυναίκες, πιο μακριά για τους άντρες και στη μέση μία βάρκα με έναν ναύτη να σφυρίζει αν κάποιος πήγαινε προς την ‘απαγορευμένη’ πλευρά. Δεν ήταν μιξ το μπάνιο, αλλά καμιά φορά οι τολμηροί πήγαιναν στην πλευρά των κοριτσιών”.
“Στην Αριστοτέλους, εκεί που ήταν η σχολή Αλιάνζ και σήμερα το ξενοδοχείο ‘Ηλέκτρα’, το 1932 είχε 4-5 κινηματογράφους είχε και χώρο για πατινάζ, ήταν πολύ ωραία. Στη Φλέμιγκ υπήρχε ένας πολύ μεγάλος χώρος για θερινό θέατρο και βλέπαμε την Γκόλφω, τη Μέλπω και δεν ξέρω τι άλλο. Εκεί είδα και τη Μαρίκα Νεζερ”. Πηγαίναμε και στο θέατρο του Λευκού Πύργου. Μια φορά, πριν από τη δικτατορία, ήμουν με τον άνδρα μου στη Ροτόντα, τότε δεν είχε γίνει εκκλησία και βλέπαμε θέατρο. Πετιέται ένας κύριος και λέει ‘ντροπή σας στο άγιο αυτό μέρος κάνετε θέατρο; Να διαλυθείτε. Η παράσταση συνεχίστηκε βέβαια, αλλά ντροπιαστήκαμε”.
“Εγώ είμαι πολύ του χορού και του τραγουδιού, έπαιζα και πιάνο. Ευτυχώς αγαπούσε αυτή τη ζωή και ο άντρας μου, αγαπούσε τα ταξίδια, τους χορούς, τις συντροφιές. Πηγαίναμε σε μεγάλους χορούς, στο “Μεντιτερανέ”, στη Λέσχη Συντακτών, στο “Σπλέντιτ πάλας” στην Εθνικής Αμύνης. Ήμασταν όλοι μαζί, τι θα πει χριστιανός και εβραίος; Κάθε Πέμπτη είχε jour fixe στο Λουξεμβούργο, η Τζίλντα έπαιζε το βιολί. Εκεί κι αν δεν χόρεψα βαλς!”
Μία εφημερίδα της εποχής έκανε μία διαφήμιση για την ποτοποιία Αβαρόπουλου, του πάτερα της κυρίας Βασιλικής. Η οδός Καλαποθάκη, όπου βρίσκεται το Μέγαρο Στάιν και τότε βρισκόταν το εργοστάσιό της οικογένειας Άβαροπουλου, τότε λεγόταν Βουλγαροκτόνου. Έλεγε λοιπόν η ρεκλάμα “Στην οδό Βουλγαροκτόνου και στου Στάιν τη σειρά, στους Αφούς Αβαροπούλου, πήγατε καμιά φορά; Κι αν δεν πήγατε, να πάτε, γιατί τρέχουν οι πελάται, σαν τη μέλισσα στο μέλι. Κι αν απ’ τα κρασιά τους πιείτε, έναν αιώνα θε να ζείτε”. Τελικά η κόρη του ποτοποιού απέδειξε ότι η διαφήμιση δεν ήταν καθόλου υπερβολική.

https://sofistories.com/