Ένας από τους πλέον γνωστούς και χιλιοτραγουδισμένους ρυθμούς που γνωρίσαμε με την φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη, το θρυλικό κομμάτι «Μαντουμπάλα» (ή Μαντουβάλα) προσαρμόστηκε στα ελληνικά ήθη, παρά το γεγονός ότι στην αυθεντική εκτέλεσή του περιγράφει μια τραγική ιστορία που μας έρχεται από πολύ μακριά και συγκεκριμένα από την Ινδία.
Άλλωστε το όνομα Μαντουμπάλα στα ινδικά σημαίνει «γλυκό κορίτσι» και αυτό ακριβώς ήταν και η νεαρή ηθοποιός η οποία μεσουράνησε την δεκαετία του ’50 στα κινηματογραφικά δρώμενα αυτής της πολυπληθούς χώρας. Στην πραγματικότητα ίσως υπήρξε η πρώτη αληθινά μεγάλη σταρ αυτού που δεκαετίες αργότερα θα γινόταν ευρέως γνωστό ως Μπόλιγουντ και θα μετατρεπόταν σε μια «βαριά» βιομηχανία που σε οικονομικούς όρους ανταγωνίζεται ακόμη και την ίδια την «Μέκκα του σινεμά» στο Χόλιγουντ.
Ωστόσο όλη αυτή η φήμη, η δόξα και τα χρήματα αποτέλεσαν μόνο το ένα σκέλος της ιστορίας της ηθοποιού η οποία την ίδια ώρα αντιμετώπιζε ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα υγείας που είχε και μεγάλο αντίκτυπο και στην προσωπική της ζωή.
Για το ελληνικό κοινό η πρώτη γνωριμία με αυτόν τον χώρο έγινε το 1951 όταν και προβλήθηκε το φιλμ «Ο αλήτης της Βομβάης» το οποίο αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για πολλούς Έλληνες δημιουργούς. Ήταν η εποχή που κυριαρχούσαν τα κοινωνικά δράματα, με τους Ινδούς να αποδεικνύονται εξαιρετικοί σε αυτό το είδος και πολλές ταινίες τους να κάνουν θραύση, ειδικά σε χώρες της Μέσης Ανατολής, την Τουρκία αλλά και τα μέρη μας.
Όταν ο Στέλιος Καζαντζίδης είδε το έργο εντυπωσιάστηκε με πολλά πράγματα, αλλά κυρίως με τον ρυθμό ενός τραγουδιού που έλεγε η πρωταγωνίστριά του, η θρυλική Ναργκίς. Εμφανίστηκε, λοιπόν, μπροστά στην Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου προτείνοντάς της να δουλέψουν πάνω στον σκοπό για να κάνουν μια διασκευή. Η σπουδαία Ελληνίδα στιχουργός γνώριζε πολύ καλά το ινδικό σινεμά και μέσα της γεννήθηκε η ιδέα να προσαρμόσει αυτό που μόλις είχε ακούσει με την ιστορία της Μαντουμπάλα, της άλλης διάσημης ηθοποιού της εποχής.
Όπως έκανε πάντα βέβαια έβαλε μέσα και στοιχεία από την δικής της προσωπική διαδρομή και τα βάσανά της, συνδυάζοντας το στόρι με τον πρόωρο χαμό της κόρης της. Όταν λοιπόν ακούμε τον Στέλιο Καζαντζίδη να τραγουδά «Από τότε που σ’ έχασα λιώνω, τ’ όνομά σου φωνάζω με πόνο» μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι εκείνο που περιγράφει δεν είναι η τραγική ιστορία μιας Ινδής ηθοποιού, αλλά την σπαρακτική φωνή μιας Ελληνίδας μάνας που έχει χάσει άδικα το παιδί της.
Ωστόσο μέχρι να φτάσουμε στο σημείο να κυκλοφορήσει το κομμάτι στη γλώσσα μας χρειάστηκε πολλή δουλειά. Όταν η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου ετοίμασε τους στίχους διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν μικρές διαφορές με αποτέλεσμα να μην δένουν απόλυτα με τον ρυθμό. Τότε ο Καζαντζίδης μαζί με την Μαρινέλλα απευθύνθηκαν στον γνωστό μουσουργό και μαέστρο Θεόδωρο Δερβενιώτη ο οποίος δούλεψε πολύ προκειμένου να φέρει το μέτρο εκεί ακριβώς που χρειαζόταν.
Τελικά, μέσα στο 1959 όλα ήταν έτοιμα και το τραγούδι βγήκε στην κυκλοφορία και μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα έγινε ανάρπαστο. Το 45άρι δισκάκι δεν άργησε να ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 100.000 αντίτυπα, ενώ για τουλάχιστον μία δεκαετία συνέχισε να πουλιέται με αμείωτους ρυθμούς. Ο όρος «σουξέ» είναι μάλλον πολύ λίγος για να περιγράψει τον πανικό, ενώ αργότερα βρήκε τον δρόμο του και σε μια σειρά από LP, συλλογές κλπ.
Ποια ήταν, όμως, η Μαντουμπάλα τον πόνο της οποίας εν μέρει μοιραζόμαστε όταν τραγουδάμε τους στίχους ή σφυρίζουμε τον σκοπό της; Γεννημένη την ημέρα των ερωτευμένων στο Δελχί του 1933 η Μουμτάζ Μπεγκούμ Τζεχάν Ντελάβι, όπως ήταν το πραγματικό όνομα της, ήταν το πέμπτο από τα συνολικά 11 παιδιά μιας φτωχής και συντηρητικής οικογένειας μουσουλμάνων. Με τέτοιο ξεκίνημα στην ζωή, το μέλλον της δεν προμηνυόταν ιδιαίτερα ευοίωνο. Ένας σούφι πάντως προέβλεψε για εκείνην πως μεγαλώνοντας θα γινόταν πλούσια και διάσημη, αλλά θα πέθαινε νέα και μέσα στην δυστυχία. Αποδείχτηκε ότι είχε δίκιο…
Χάνει τα 6 αδέλφια της, ενώ ο πατέρας της μένει χωρίς δουλειά και η οικογένεια προσπαθεί να μαζέψει τα κομμάτια της και να κάνει μια νέα αρχή στην Βομβάη. Εκεί η μικρούλα δείχνει την έφεσή της προς τις Τέχνες, ενώ παράλληλα μεγαλώνοντας γίνεται αντιληπτή από όλους η ξεχωριστή ομορφιά της. Μόλις στα 9 χρόνια της συμμετέχει στην πρώτη της ταινία, ενώ όσο είναι ακόμη στην εφηβεία μετατρέπεται από παιδί-θαύμα σε απόλυτη πρωταγωνίστρια και είδωλο της ινδικής κοινωνίας.
Είναι μόνο 16 ετών όταν με το φιλμ «Mahal» το 1949 κερδίζει το προσωνύμιο «Αφροδίτη της μεγάλης οθόνης», αλλά μόλις ένα χρόνο αργότερα έρχεται η είδηση που θα φέρει τα πάνω-κάτω στην ζωή της. Κάποιες ενοχλήσεις και πόνοι στην καρδιά την οδηγούν στο να κάνει εξετάσεις, με την διάγνωση των γιατρών να μην αφήνει πολλά περιθώρια για χαμόγελα. Η Μαντουμπάλα έχει μια ανωμαλία στην καρδιά από τη μέρα που γεννήθηκε, ενώ εκείνη την εποχή οι επεμβάσεις τέτοιου τύπου είναι λέξεις άγνωστες, ακόμη και για ένα αστέρι του δικού της μεγέθους. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και γιατροί στην Αγγλία όπου βρέθηκε δεν έπαιρναν το ρίσκο να την βάλουν στο χειρουργείο…
Παρά την κατάσταση της υγείας της η Μαντουμπάλα συνεχίζει να κυριαρχεί στο κινηματογραφικό στερέωμα και να πηγαίνει από επιτυχία σε επιτυχία, ενώ στην προσωπική της ζωή δείχνει να έχει βρει την ευτυχία στο πλευρό του επίσης ηθοποιού και συχνού συμπρωταγωνιστή της, Ντιλίπ Κουμάρ. Τα πράγματα όμως και εκεί δεν αργούν να πάρουν δυσάρεστη τροπή αφού αυτός ο θυελλώδης έρωτας έχει άσχημη κατάληξη στα δικαστήρια.
Ξαναβρίσκει την αγάπη δίπλα σε έναν άλλο ηθοποιό, τον Κισόρ Κουμάρ, με τον οποίο τελικά παντρεύονται το 1960 και αφού αυτός πρώτα παίρνει διαζύγιο από την προηγούμενη σύζυγό του. Η συντηρητική ινδική κοινωνία δεν βλέπει με καλό μάτι αυτές τις εξελίξεις, την ίδια περίοδο η Μαντουμπάλα αρνείται να δοκιμάσει τις δυνάμεις της στις Ηνωμένες Πολιτείες, παρά την πρόταση που της γίνεται, ενώ η κατάσταση της υγείας της δυσχεραίνει. Τελικά το 1969 –κι ενώ παραμένει ενεργή όλο αυτό το διάστημα- φεύγει από την ζωή, ελάχιστες ημέρες αφού έχει συμπληρώσει το 36ο έτος της ηλικίας της.
Εκείνος ο σούφι αποδείχτηκε ότι είχε δίκιο…
Πηγή: menshouse.gr