Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός
22-6-2019
Σπουδαίο πράγμα η μνήμη, η θύμηση των γεγονότων και η αξιοποίησή τους προς όφελος πολλών και καλών πραγμάτων. Μάλιστα όταν η θύμηση και η μνημόνευση στιγμών και γεγονότων, έρχεται μέσα από όμορφες εικόνες ζωής, για στιγμές καλές του παρελθόντος, αξίζει να τις μελετά κανείς προς τέρψη της ψυχής, προς τέρψη του εσώτερου κόσμου μας, προς καλή διδαχή λαού. Αυτή η μνημόνευση, δεν είναι φοβισμένη από άγχος ζωής, δεν είναι παρελθοντολογία, απεναντίας είναι η μνήμη του πλήθους, του ώριμου Νου και γίνεται εικόνα θεμέλιου και στηρίγματος, όταν πάθουμε μια δυστυχία, όταν καταλάβουμε πως κάτι δεν πάει καλά.
Πάνω από όλα η μνημόνευση εικόνων αξίας είναι πράξη πλατιάς ευγνωμοσύνης, που από τέτοια ιδιότητα σήμερα στερείται σε μεγάλο βαθμό η ευρύτερη ψυχοσύνθεση ανθρώπων και λαών.
Μια τέτοια εικόνα μνημόνευσης, μια τέτοια εικόνα σιωπηλής αξίας ζωής ήταν και η παλιά υφάντρα των Τρωιαννάτων, που ζει στην Αθήνα, Μαριέττα Γερασιμάτου. Δε θα γράψω για την τέχνη της υφάντρας, ούτε το πώς δούλευε σκυφτά έχοντας πάντα στο μυαλό το σχέδιο, τα μαθηματικά, το μέτρημα, τον ήχο της σαΐτας και του ποδιού το πάτημα στον αργαλειό της. Θα γράψω για τη Μαριέττα που γνώρισα, που με ανοιχτό μάτι διέκρινα την ταπεινότητα και τη σιωπή, που είναι πιο δυνατή πολλές φορές από τους «κραυγαλέους θορύβους των επωνύμων».
Η Μαριέττα καταγόταν από τα Δειλινάτα το γένος Πεφάνη. Παντρεύτηκε τον Αθανάσιο Γερασιμάτο και εγκαταστάθηκε μόνιμα στα Τρωιαννάτα. Απόκτησε οικογένεια την οποία και αγωνίστηκε για το μεγάλωμά της. Είχε έναν αργαλειό και ύφαινε μύρια πράγματα, κουρελούδες μεγάλες και μικρές, κουβέρτες, ταγάρια και διάφορα που της παράγγελναν. Καθόταν στον αργαλειό με τις ώρες και κάπου -κάπου έβγαινε στην πόρτα και κοιτούσε τους περαστικούς του χωριού, για να πει μια κουβέντα, για να ανταλλάξει δυο λόγια επικοινωνίας. Γύρω στα 2002 ήθελε να βγάλει μια άδεια να εμπορεύεται την όμορφη απασχόλησή της για να συμπληρώσει μια κουτσοσύνταξη που έπαιρνε. Βλέπεις, η Πολιτεία σ’ αυτό το θέμα είναι αμείλικτη και έτσι η άδεια ποτέ δεν έγινε, δεν ήρθε.. την έπιανε το παράπονο. Πέρασαν τα χρόνια, δεν σταμάτησε όμως να αγκαλιάζει τον αργαλειό της και να συνθέτει στις κλωστές του το δικό της σχέδιο.
Ήταν δοτική στους συνανθρώπους της, ήταν απλόχερη στις πράξεις της,
πόσα δώρα πλεκτικά του αργαλειού, των χεριών της κόποι, δεν έδωσε σε φίλους και χωριανούς της. Κάθε που γιόρτασε το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής στο Ξεριζωμένο, έφτιαχνε τα δικονάρια, τα ζύμωνε με τέχνη και μάθαινε τις υπόλοιπες γυναίκες του χωριού. Σήμερα δεν γίνονται μ’ αυτή την τέχνη τα δικονάρια στο Ξεριζωμένο. Η Μαριέττα ήταν παντού, στο πανηγύρι του Αϊ Δημήτρη, στης εκκλησιάς τις ανάγκες, στα βάγια, που τα έφτιαχνε με περίσσια υπομονή, στις συναντήσεις των χωριανών της.. Πάντα επικοινωνιακή, με μάτια έντονα, που σου υπαγόρευαν πως σ’ αυτή την απλή γυναίκα του λαού, υπάρχει δύναμη ψυχής και καταστάλαγμα ώριμων καλών πράξεων προσφοράς.