Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός
Χαραγμένη για πάντα στο μυαλό μου και στη βλέψη μου στέκει η εικόνα του παλιού σταγκωματή ή γανωματή που έζησε για πολλά χρόνια στο Ληξούρι, του Μηνά Καίσαρη. Γύριζε με μια μεγάλη σακούλα από λινάτσα, ριγμένη στην πλάτη του, ανοιχτή στο επάνω μέρος, και μέσα είχε μαγειρικά σκεύη για επισκευή.
Έσερνε τη φωνή του και διαλαλούσε έτσι την παρουσία του και το πέρασμά του από τα στενά και τα καντούνια της πόλης του Ληξουριού και των χωριών της επαρχίας. Η δράση του είχε επεκταθεί και στο Αργοστόλι και στην Λειβαθώ, όπου ακόμη τον θυμούνται οι κάτοικοι, που περνούσε από τα καντούνια και άκουγαν το ηχητικό κάλεσμα της δουλειάς του.
«Στάγκωωωω, Πινιάτες για στάγκωμααααα ο Μηνάαααας»! Ήταν ένα ηχητικό κάλεσμα του δρόμου που καλούσε τις νοικοκυρές να δώσουν ότι χαλκωματένιο κατσαρολικό είχαν που είχε πάθει ζημιά για επισκευή. Ο Μηνάς το έπαιρνε και στο εργαστήρι του το επιδιόρθωνε και το επέστρεφε. Αυτή ήταν η δουλειά του Μηνά.
Ηπειρώτης στην καταγωγή, από το χωριό Κρυονέρι – Φηλιατών Θεσπρωτίας, γεννήθηκε το 1921 και το 1934 ήλθε στο Ληξούρι, όπου ήταν και ο πατέρας του, κι αυτό γανωματής του προσεισμικού Ληξουριού, και εργάστηκε έως το 1982, χρονιά που έφυγε οριστικά για το χωριό του. Εκεί ζούσε τα τελευταία χρόνια του με την οικογένειά του τα έξι παιδιά του και τα πολλά εγγόνια του. Είχε παντρευτεί σε μικρή ηλικία, δεκαεπτά χρόνων, αλλά η οικογένειά του έμενε στην Ήπειρο, και ο Μηνάς συχνά «ανέβαινε» γι’ αυτήν.
Πάντα αποζητούσε το Ληξούρι που τόσο αγάπησε και στις όποιες συζητήσεις του ήταν έκδηλη η αγάπη του για τον τόπο αυτόν.
Ο γανωματής, καλατζής, κασσιτερωτής ή σταγκωματής είναι ένα από τα παλιά επαγγέλματα που σήμερα έχουν σχεδόν χαθεί. Οι λόγοι που χάθηκαν οι γανωματές είναι, ότι άλλαξε η ζωή και τα μέσα εξυπηρέτησης και αγαθών είναι περισσότερο βιομηχανοποιημένα με αποτέλεσμα να έχουν παραγκωνίσει τα παλιά. Επί του προκειμένου για το επάγγελμα του σταγκωματή, μπορούμε να πούμε πως δικαιολογημένα χάθηκε, αφού δεν χρησιμοποιούμε χαλκωματένια μαγειρικά σκεύη, αλλά αλουμινένια και από άλλα ανοξείδωτα υλικά.
Ο σταγκωματής ήταν ο επισκευαστής των μαγειρικών σκευών. Η λέξη σταγκωματής είναι μια παραφθορά της ιταλική λέξη stagnatore, που είναι ο κασσιτερωτής ή γανωματής. Ο σταγκωματής ήταν ειδικός σε αυτήν τη δουλειά και δεν μπορούσε εύκολα να την κάνει άλλος. Θυμάμαι τον Μηνά που μάζευε τα κακάβια, τα τηγάνια, τις πινιάτες και τα καζάνια, γενικά τα μαγειρικά σκεύη από χαλκό και τα πήγαινε στο εργαστήριό του-σπίτι του, κοντά στον Άγιο Νικόλαο των Μηνιατών στο Ληξούρι και εκεί τα επιδιόρθωνε. Ο Μηνάς είχε σε μια γωνιά ένα καμίνι και δίπλα σ’ αυτό διάφορα υλικά όπως νέφτι, καλάι, μολύβι και παλιά σιδερικά για να βουλώνει τις τρύπες που είχαν τα σκεύη. Έτριβε το εσωτερικό και το εξωτερικό από τα σκεύη με άμμο ή άμμο από στουρναρόπετρα για να καθαρίσουν και να γυαλίσουν. Εάν ήταν μεγάλο καζάνι έριχνε μέσα την άμμο από στουρναρόπετρα, κρατιόταν καλά από τα χέρια, και δούλευαν τα πόδια του πατώντας την άμμο και με το τρίψιμο γυάλιζε το καζάνι. Έπειτα σκούπιζε καλά το σκεύος για να φύγουν οι σκόνες. Έβαζε και λίγο νέφτι στα μέρη που δεν είχαν γυαλίσει. Έλιωνε έπειτα τον κασσίτερο σε ένα μεγάλο σκεύος και το έριχνε μέσα στο καθαρισμένο σκεύος και το έκανε να λάμπει «σαν ασημένιο». Βέβαια, έστρωνε το υλικό του με ένα βαμβάκι κατάλληλο για αυτή τη δουλειά.. Το άφηνε να στεγνώσει και αν χρειαζόταν επαναλάμβανε και δεύτερη φορά την επαργύρωση. Χρησιμοποιούσε κι άλλα υλικά για να καθαρίσει τα σκεύη και να τα κάνει να γυαλίζουν.
Ο Μηνάς μέσα στο εργαστήριό του είχε διακοσμήσει τους τοίχους με ταψιά, σκανταλέτα και τηγάνια χαλκωματένια κι όλα αυτά συνέθεταν μια όμορφη εικόνα
στο χώρο αυτόν. Επίσης, έφτιαχνε λύχνους και μπρίκια του καφέ χαλκωματένια, που σήμερα κι αυτά έχουν κατά πολύ παραγκωνιστεί από τα νέα αγαθά και τις ευκολίες.
Όταν ήταν έτοιμα τα σκεύη, άρχιζε τη γύρα ο Μηνάς και επέστρεφε τα σκεύη καθαρισμένα και μπορούσες να καθρεπτιστείς. Φαντάζομαι τη χαρά που θα έκαναν οι σπιτονοικοκυρές βλέποντας τα αντικείμενά τους να επιστρέφουν από το χέρι του Μηνά και να είναι αστραφτερά. Γύρω στο 1970 ο Μηνάς Καίσαρης αγόρασε ένα τρίκυκλο και γύριζε με αυτό προστατευμένος έτσι από τις καιρικές συνθήκες.
Ο Μηνάς ακολούθησε την παράδοση που είχαν οι Ηπειρώτες και με αυτή πορεύτηκε και μεγάλωσε την οικογένειά του. Ο γανωματής του Ληξουρίου, ναι μεν έβγαινε στη γύρα για να πάρει και να δώσει τα σκεύη, είχε όμως σταθερό χώρο για την εργασία του. Υπήρχαν γανωματήδες σε άλλα μέρη που ήταν εντελώς περιπλανώμενοι και έκαναν τη δουλειά τους στο δρόμο, απ’ έξω από το σπίτι απ’ που έπαιρναν το σκεύος.
Μέσα στη θύμησή μου διατηρείται η εικόνα, που ο Μηνάς κάνοντας την εργασία του, άκουγε ηπειρώτικα τραγούδια. Είχε ένα ράδιο και άκουγε τα τραγούδια της Ηπείρου, της ιδιαίτερης πατρίδας του και χαιρόταν η ψυχή του.
Αγαπητός σ’ όλους ο Μηνάς, άνθρωπος ανενόχλητος και φιγούρα μοναδική, άφησε τη εικόνα του και τη στάμπα του στο Ληξούρι γράφοντας μια σελίδα της λαογραφίας σε ένα παλιό επάγγελμα που ήταν κατεξοχήν Ηπειρώτικο. Δυστυχώς δε σώθηκαν φωτογραφίες από την εδώ ασχολία του και το πέρασμά του στα δρομάκια του Ληξουρίου.
Είναι αλήθεια πως περάσαμε άρδην σε βιαστικές εικόνες εξέλιξης σαν να είναι η ζωή μας κινηματογραφική ταινία που τρέχουν γρήγορα τα πλάνα, κι αδιαφορήσαμε για αυτά που μας στήριξαν και έδιναν το διαφορετικό στη ζωή μας.
Ο Μηνάς Καίσαρης από την Ήπειρο, έζησε στο Ληξούρι και εργάστηκε ως σταγκωματής συνεχίζοντας το επάγγελμα του πατέρα του στον τόπο αυτόν. Αθέλητα και θελημένα, ίσως παιχνίδι της μοίρας του, να μην ήταν το Ληξούρι του˙ τυχαία πόλη γι’ αυτόν.
Από το 1982 ζούσε στο Κρυονέρι της Θεσπρωτίας μαζί με τα εγγόνια του και τη σύζυγό του Σοφία . Έφυγε από τη ζωή το 2004 γαληνεμένος απ’ όλο του το διάβα.
Πιστεύω, πως, όσοι διαβάσουν τούτες τις δυο γραμμές και θυμούνται τον Μηνά θα συμφωνήσουν μαζί μου, ότι η παρουσία του στο Ληξούρι και στην επαρχία της Παλικής ήταν μια πινελιά ιδιαίτερη από έναν καλόν άνθρωπο και τεχνίτη. Ας μείνει στη μνήμη μας ζωντανός και αγαπητός όπως ήταν.!
* Το κείμενο είχε δημοσιευτεί και παλαιότερα. Η τωρινή δημοσίευση (29-7-2019) ζητήθηκε από φίλους παλιούς Ληξουριώτες.