Ναυάγιο Ηράκλειον των αδελφών Τυπάλδου: Το παρασκήνιο πίσω από τη σημαντικότερη ναυτική τραγωδία στην Ελλάδα

Είναι Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 1966, όταν οι κινηματογράφοι σε Αθήνα και Χανιά διαφημίζουν τις παροχές των πλοίων της εταιρίας Τυπάλδου ως τα «πολυτελέστερα, ανετότερα και, φυσικά, ασφαλέστερα».

Λίγες ώρες μετά, στις 02.06 το πρωί της 8ης Δεκεμβρίου, το αγωνιώδες SOS του «Ηράκλειον» σηματοδοτεί τη σημαντικότερη ναυτική τραγωδία της τελευταίας πεντηκονταετίας στην Ελλάδα, γνωστή ως ναυάγιο της Φαλκονέρας: «S.O.S από Ηράκλειον, στίγμα μας 36ο 52΄Β., 24ο 08 Α. Βυθιζόμαστε».

Ανταγωνισμός

Ολα ξεκινούν στις αρχές του 1965 όταν ο ανταγωνισμός στις κρητικές ακτοπλοϊκές γραμμές μεταξύ των εφοπλιστικών οικογενειών Τυπάλδου και Ευθυμιάδη φέρνει στην Ελλάδα για λογαριασμό της πρώτης το φορτηγό «Βαρβικσάιρ» που μέχρι τότε κάνει το δρομολόγιο Σαουθάμπτον-Μελβούρνη. Το πλοίο βαφτίζεται σε μια νύχτα «γιγάντιο φέρι μποτ», με δυνατότητα μεταφοράς άνω των χιλίων επιβατών και δεκάδων αυτοκινήτων και φορτηγών. Την καταπόνηση από τα συνεχή υπερατλαντικά ταξίδια του επιβαρύνουν οι δεκάδες βιαστικές αλλαγές: δεξαμενές μετατρέπονται σε γκαράζ που πάνω τους δημιουργούνται σαλόνια, καμπίνες, τραπεζαρίες και μπαρ για μεγιστοποίηση της εμπορικής εκμετάλλευσης εις βάρος της ασφάλειας.

Οι αρχικές αντιρρήσεις της Επιθεώρησης Εμπορικών Πλοίων (ΕΕΠ) κάμπτονται από τις διαβεβαιώσεις της πλοιοκτήτριας εταιρίας πως οι απαραίτητες παρεμβάσεις για την ασφάλεια του πλοίου θα γίνουν «εν καιρώ», με αποτέλεσμα το νεοβαφτισμένο «Ηράκλειον» να ξεκινήσει άμεσα, με τη βούλα της πολιτείας, την καθημερινή μεταφορά χιλιάδων ανθρώπων. Η κατάσταση επιβαρύνεται από συνεχή ατυχήματα σε σύντομο διάστημα. Τον Δεκέμβριο του 1965 συγκρούεται ελαφρά με το «Φαιστός» και επισκευάζεται πρόχειρα, ενώ λίγες ημέρες μετά, νέο ατύχημά του έχει ως αποτέλεσμα να μην κλείνει καλά η μπουκαπόρτα του. Η κλίση 25 μοιρών που παίρνει μέσα στο λιμάνι με μπουνάτσα, τον Αύγουστο του 1966, προκαλεί τριβές μεταξύ ΕΕΠ και πλοιοκτήτριας εταιρίας («Ατμοπλοΐα Αιγαίου»), με νικήτρια τη δεύτερη. Το «Ηράκλειον» παίρνει νέα παράταση νόμιμου ταξιδιού δέκα ακόμη ημερών. Από την 1η έως τη 10η Δεκεμβρίου 1966…

Το βράδυ της 7ης Δεκεμβρίου στα Χανιά υπάρχει έντονη κακοκαιρία, ενώ στο λιμάνι της Σούδας ο πλοίαρχος Εμμανουήλ Βερνίκος καθυστερεί τον απόπλου του «Ηράκλειον» περιμένοντας ένα φορτηγό βάρους 5 τόνων με πορτοκάλια. Παρά τις αντιρρήσεις του λιμενάρχη Χανίων, το φορτηγό φορτώνεται βιαστικά και το πλοίο αποπλέει με ευθύνη του πλοιάρχου στις 8 το βράδυ. Λίγο μετά την αναχώρησή του φτάνει στο λιμεναρχείο Χανίων απαγορευτικό απόπλου, που αναφέρεται σε ανέμους που θα ξεπεράσουν τα 9 μποφόρ. Βγαίνοντας το «Ηράκλειον» στην ανοιχτή φουρτουνιασμένη θάλασσα αναδεικνύει όλες τις ανεπάρκειές του.

Οι πρώτοι μεγάλοι κλυδωνισμοί ξεκινούν λίγο μετά τα μεσάνυχτα, με βαρέλια να κτυπούν στα πλευρικά τοιχώματα του γκαράζ. Το ίδιο συμβαίνει με τα αμάξια, ενώ στη 01.45 ακούγεται ένας ανατριχιαστικός θόρυβος: Το φορτηγό με τα πορτοκάλια, που τοποθετήθηκε πρόχειρα τελευταίο μπροστά στην μπουκαπόρτα, πέφτει με δύναμη πάνω της και σπάζοντάς τη ρίχνεται πρώτο στη θάλασσα, δημιουργώντας ρήγμα 17 τ.μ. στο πλοίο. Τα νερά εισβάλλουν βίαια μέσα στο κλυδωνιζόμενο πλοίο, οι μηχανές σβήνουν άμεσα, ενώ μοναδική πηγή ενέργειας είναι οι ηλεκτρογεννήτριες ασφαλείας. Οσοι ακούν το καμπανάκι κινδύνου τρέχουν προσπαθώντας ν’ αποφύγουν νερά και μεταφερόμενα αντικείμενα, ενώ πολλοί τραυματίζονται θανάσιμα από τα συνεχή κτυπήματα. Η φρίκη κρατάει περίπου 15 λεπτά. Το πρώτο SOS στις 02.02 δίνει το πλαίσιο της εξελισσόμενης τραγωδίας: «Λόγω σφοδράς θαλασσοταραχής απωλέσαμεν τη δεξιά πόρτα. Εισέρχονται ύδατα», ενώ το τελευταίο στις 2.06 οριοθετεί ότι τα γεγονότα εξελίσσονται στο Μυρτώο πέλαγος, κοντά στη βραχονησίδα Φαλκονέρα.

Μέσα σε ελάχιστα λεπτά το «Ηράκλειον» παίρνει μαζί του στον βυθό άγνωστο αριθμό θυμάτων. Τα επίσημα στοιχεία αναφέρουν 217 άτομα, αλλά σίγουρα ο πραγματικός αριθμός είναι πολύ μεγαλύτερος, αφού όλοι γνωρίζουν ότι στο γκαράζ υπάρχουν άνω των εκατό Τσιγγάνων χωρίς εισιτήριο, άλλοι ταξιδεύουν με βουλευτικά έγγραφα, ενώ πολλοί βγάζουν εισιτήρια μέσα στο πλοίο. Για όσους δεν πνίγονται τα πρώτα λεπτά, ακολουθεί μια δεύτερη, υδάτινη, κόλαση, αφού για να επιζήσουν χρειάζεται να παλέψουν στην παγωμένη θάλασσα με τα κύματα για πάνω από 12 ώρες.

Αιτία των ελάχιστων επιζώντων είναι τα ανύπαρκτα δίκτυα οργάνωσης (δημιουργούνται μετά το ναυάγιο…). Το «Φαιστός», που πλέει στην ίδια ρότα, δεν λαμβάνει το σήμα κινδύνου γιατί έχει χαλασμένο ασύρματο, ενώ το «Μίνως» που ακολουθεί δεν το λαμβάνει ποτέ. Από τα τρία διανυκτερεύοντα ναυτικά φυλάκια όπου φτάνει το SOS κινητοποιούνται τα δύο, γιατί στο τρίτο ο ναύτης δεν ειδοποιεί τον ανώτερό του λόγω εντολής να μην τον ξυπνήσει πριν απ’ τις 6 το πρωί… Τα λιμεναρχεία Πειραιά, Κρήτης και Σύρου ενημερώνονται, αλλά δεν διαθέτουν κανένα μέσο διάσωσης. Η εφιαλτική είδηση ταξιδεύει σε όλη τη χώρα χωρίς όμως κανένας να μπορεί να βρει ναυάγιο ή διασωθέντες. Στις 4.30 τα ξημερώματα ενημερώνονται οι αρμόδιοι υπουργοί, στις 5.30 ο πρωθυπουργός Στέφανος Στεφανόπουλος και στις 6.30 ο βασιλιάς Κωνσταντίνος. Το πλοίο «Χανιά», που προσεγγίζει το σημείο του ναυαγίου, τηλεγραφεί: «Αναζητούμε ματαίως ίχνη του “Ηράκλειον”. Ουδέν ίχνος του πλοίου. Ουδέν σημείον ζωής ναυαγών».

Φρίκη χωρίς τέλος

Η επόμενη μέρα βρίσκει τις εφημερίδες να κυκλοφορούν το πρωί με έκτακτες εκδόσεις, το ραδιόφωνο να «ντύνει» την τραγωδία με κλασική μουσική και δελτία ειδήσεων, ενώ όσο περνά η ώρα τόσο περισσότερος κόσμος συγκεντρώνεται στα γραφεία της εταιρίας Τυπάλδου σε Πειραιά και Χανιά, αναζητώντας απελπισμένα κάποια πληροφορία. Το πρώτο εύρημα του ναυαγίου έρχεται στις 10 το πρωί και η τραγική ειρωνεία θέλει να είναι το επίμαχο φορτηγό με τα πορτοκάλια που προκάλεσε το ναυάγιο.

Η πρώτη σχεδία ναυαγού που βρίσκεται στις 10.30 αναπτερώνει τις ελπίδες για επιζώντες. Οι διασωθέντες που επιβιβάζονται σε ελληνικά, φινλανδικά, αγγλικά και ρωσικά πλοία που προστρέχουν στην περιοχή, έχουν στο πρόσωπό τους τη μάσκα του τρόμου, ενώ άλλοι, με χαμένα τα λογικά απ’ όσα είδαν και βίωσαν, δαγκώνουν τους διασώστες. Κόλαση… Ακόμα και έτσι όμως, αυτοί οι 47 διασωθέντες θεωρούνται οι τυχεροί που βρίσκονται ακόμα στη ζωή, αφού ο πραγματικός αριθμός των θυμάτων παραμένει άγνωστος, ενώ μόνο 25 οικογένειες μπορούν να κηδέψουν τους νεκρούς τους, αφού οι υπόλοιπες σοροί δεν βρίσκονται ποτέ στον υδάτινο τάφο.

Στη δίκη του ναυαγίου, που ξεκινά στις 19 Φεβρουαρίου 1968, στο Κακουργιοδικείο Πειραιά, επισημαίνονται οι ευθύνες της πλοιοκτήτριας εταιρίας για τις τεράστιες παραλείψεις σε θέματα ασφάλειας, καθώς και εκείνες του υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας που έχει χορηγήσει άδεια αξιοπλοΐας με πλαστά έγγραφα. Παρά τα συντριπτικά στοιχεία, οι κατηγορούμενοι καταδικάζονται σε ποινές φυλάκισης μόλις 5-7 ετών, προκαλώντας την οργή των συγγενών των θυμάτων. Οι Κρητικοί «τιμωρούν» την εταιρία αγνοώντας πλέον τα δρομολόγιά της, οδηγώντας έτσι στην απαξίωσή της, ενώ ένας εκ των ιδιοκτητών του μοιραίου «Ηράκλειον», ο Χαράλαμπος Τυπάλδος, βρίσκει φρικτό τέλος το 1986 πέφτοντας θύμα της «εταιρίας δολοφόνων» του Χρήστου Παπαδόπουλου.

Πηγή: eleftherostypos.gr