Μια μέρα σαν σήμερα, 10 Φεβρουαρίου του 1975 η θάλασσα χάνει μιαν ένταση από την αρμύρα της κι από τη γοητεία της: Πεθαίνει ξαφνικά ο ποιητής Νίκος Καββαδίας από εγκεφαλικό επεισόδιο.
Ο καλός συνάδελφος, δημοσιογράφος και βιβλιοκριτικός Γιώργος Βαϊλάκης έιχε γράψει στο «Έθνος»: «Κατά καιρούς τον έχουν αποκαλέσει ποιητή του ταξιδιού και της φυγής, του εξωτισμού και του κοσμοπολιτισμού, της θάλασσας και της περιπέτειας. Και, βέβαια, ο Νίκος Καββαδίας κατάφερε – όσο κανένας άλλος – να δημιουργήσει έναν σχεδόν παραισθητικό κόσμο γεμάτο με ανεμόσκαλες, καραβοφάναρα, πληρωμένους έρωτες, παράξενες ζωγραφιές κεντημένες στο κορμί, μεθύσια, καβγάδες, μαχαίρια, αρρώστιες τροπικές και βοτάνια για τον πυρετό, σμήνη πουλιών και λιμάνια σκοτεινά, μουσώνες, τρικυμίες, πληγές θανατερές, μπαρ του λιμανιού, καταγώγια και μπορντέλα.
Πίσω, όμως, από την κρούστα του εξωτισμού βρίσκεται μία εξαιρετικά προσεγμένη ποίηση με κρυμμένα νοήματα, με λέξεις αμφίσημες και αλληγορικές, με φωτοσκιάσεις εντάσεων και σιωπών η οποία οφείλει – ως ένα βαθμό – την αξία της στην αίσθηση του «χειροποίητου» που αφήνει στον αναγνώστη: ό,τι δηλαδή φαίνεται απλό και αυθόρμητο, εμπεριέχει την περισυλλογή, τη δοκιμασία και την προσπάθεια. Αλλά και ένα αξεδιάλυτο μυστήριο και μία σκοτεινή γοητεία που ναρκώνει. Σε κάθε περίπτωση, η προσωπικότητα του Καββαδία είναι εκείνη που πρωτίστως καθιστά την ποίησή του τόσο σαγηνευτική. Έτσι, η έμφυτη επιθυμία του για περιπλάνηση, μαζί με έναν αθεράπευτα συναισθηματικό ρομαντισμό και μία λεπτή διαπεραστική θλίψη, θα αποτυπωθούν -ήδη από τα πρώτα του ποιήματα- με μια ασυνήθιστη ωριμότητα. Η προστυχιά των λιμανιών, η ζαλιστική μυρωδιά των μπορντέλων, η βασανιστική υγρασία, οι σκοτεινές διαδρομές των περιθωριακών και καταδικασμένων, η ενοχή, η φθορά, η περιπλάνηση: Όλα αυτά θα αποτελούσαν για τον ονειροπόλο ασυρματιστή των καραβιών, τις βιωματικές και – κατ’ επέκτασιν – ποιητικές του πρώτες ύλες. Μόλις στα 23 του χρόνια, ο Καββαδίας θα εκδώσει την πρώτη ποιητική συλλογή του: «Μαραμπού». Η επιτυχία ήρθε χωρίς καθυστέρηση. Θα ακολουθήσει το «Πούσι», το μυθιστόρημά του «Βάρδια» και το τελευταίο βιβλίο με ποιήματά του, το «Τραβέρσο», που θα κυκλοφορήσει δύο μήνες μετά το θάνατό του.
Αξεδιάλυτο μείγμα εμπειριών
Η περίπτωση Καββαδία παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον, αφού η ζωή και το έργο του αποτελούν ένα αξεδιάλυτο μείγμα εμπειριών και επινοήσεων, με τις ναυτικές ιστορίες που παρατίθενται να αποδίδουν θαυμαστά τα ανθρώπινα ψυχικά τοπία σε συνθήκες τυχοδιωκτισμού, μέθης, πορνείας, σύφιλης και θανάτου.
Πίσω, ωστόσο, από την επίφαση της παρακμής και της φυγής, για τον Καββαδία υπάρχει ο άνθρωπος, η μεγάλη περιπέτεια της ύπαρξης. Και εδώ, ακριβώς, είναι που πρωτοτύπησε: Κατάφερε να σκιαγραφήσει – με αδρές γραμμές – μοναχικές ανθρώπινες μορφές σε ακραίες καταστάσεις απελπισίας, απομόνωσης, μελαγχολίας, παροξυσμού και -εν τέλει- ενός πάθους έξω από τα όρια του πολιτισμού, εκεί που κυριαρχούν οι φυσικές δυνάμεις και τα ένστικτα».
Ο Νίκος Καββαδίας είχε γεννηθεί στις 11 Ιανουαρίου του 1910 στο Χαρμπίν της Μαντζουρίας. Ο πατέρας του, Χαρίλαος, είχε τη ρωσική υπηκοότητα και διατηρούσε επιχείρηση εισαγωγών – εξαγωγών. Η μητέρα του, Δωροθέα, ήταν κεφαλλονίτικης καταγωγής. Σε ηλικία τεσσάρων ετών, η οικογένειά του επέστρεψε στην Κεφαλονιά και το 1921 μετακόμισε στον Πειραιά, όπου τελείωσε το Δημοτικό και το εξατάξιο Γυμνάσιο. Το 1928 έδωσε εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή, αλλά την ίδια χρονιά αρρώστησε βαριά ο πατέρας του και αναγκάστηκε να εργαστεί. Για μερικούς μήνες δούλεψε σε ναυτικό γραφείο, κρατώντας τα λογιστικά βιβλία, και τον επόμενο χρόνο, αμέσως μετά το θάνατο του πατέρα του, μπαρκάρει ναύτης σε φορτηγό.
Το 1939 παίρνει το δίπλωμα ασυρματιστή, αν και αρχικά ήθελε να γίνει καπετάνιος. Ακολουθεί ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, πηγαίνει στρατιώτης στην Αλβανία και στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής μένει ξέμπαρκος στην Αθήνα. Ξαναμπαρκάρει το 1944 και ταξιδεύει αδιάκοπα ως ασυρματιστής σ’ όλο τον κόσμο. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ. Μέσω του ΕΑΜ Λογοτεχνών γνωρίστηκε με πολλούς πνευματικούς ανθρώπους της εποχής. Το 1943 έγινε μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών. Σε αυτή την περίοδο αρχίζει τα γράφει τα αντιστασιακά του ποιήματα, τα οποία έχουν καθαρά πολιτικό περιεχόμενο.
Ο θάνατος που τον τρόμαζε…
Ο Νίκος Καββαδίας δεν γλύτωσε από αυτό που τον τρόμαζε περισσότερο: «Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες, θα ‘χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες»…
Όταν έπαθε το εγκεφαλικό επεισόδιο ανήμερα του Αγίου Χαραλάμπους το βράδυ πρόλαβε να πει στην αδερφή του; «Αυτό που φοβόμουνα έγινε, πεθαίνω στη στεριά ενώ ήθελα να πεθάνω στη θάλασσα και να με ρίξουν στο νερό»…
Ο άνεμος κλαίει. Σκυλί στα λυσσιακά του. Γειά χαρά, στεριά, κι αντίο, μαστέλο. Γλίστρησε η ψυχή μας από κάτου, έχει και στην κόλαση μπορντέλο.
Πηγή: ethnos.gr