Νόμος Παπαθεμελή: Τα 2 παραθυράκια που βρήκαν οι ιδιοκτήτες μπουζουκιών για να νικήσουν την απαγόρευση

Η εποχή που η αθηναϊκή νύχτα γέμισε με τσιλιαδόρους και «αυτοφωράκηδες»

Οι παραλίες, ο αρχαίος πολιτισμός (της), οι Ολυμπιακούς Αγώνες και η… κρίση χρέους είναι οι τέσσερις βασικοί λόγοι για τους οποίους η Ελλάδα είναι ξακουστή διεθνώς. Υπάρχει βέβαια και ένας πέμπτος, που έχει το δικό του μερίδιο στην ανάδειξη της τουριστικής υπόστασης της χώρας. Είναι η κουλτούρα στη διασκέδαση και η νυχτερινή ζωή, που ειδικά για πολίτες χωρών με ψυχρό κλίμα αποτελεί attraction, ενίοτε και πρωτόγνωρη εμπειρία.

Για αυτό και ένας από τους νόμους που προξένησαν τεράστια εντύπωση στην ελληνική κοινή γνώμη από καταβολής Συντάγματος ήταν αυτός που απαγόρευε τη λειτουργία των νυχτερινών καταστημάτων μετά τις 2 τα ξημερώματα. Ο περίφημος νόμος Παπαθεμελή που (παραδόξως) υπερψηφίστηκε από τη Βουλή το Φεβρουάριο του 1994, θέσπιζε νέο ωράριο λειτουργίας για τα νυχτερινά κέντρα, υποχρεώνοντας τους ιδιοκτήτες τους να κλείνουν τη μουσική όταν το ρολόι έδειχνε 2. Η υπουργική απόφαση ήταν κοινή των υπουργών Δημόσιας Τάξης, Στέλιου Παπαθεμελή και Εργασίας, Ευάγγελου Γιαννόπουλου. Με στόχο επισήμως να περιοριστεί η ηχορύπανση στον αστικό χώρο και οι πολίτες να ξεκουράζονται περισσότερο και να είναι πιο παραγωγικοί. Ανεπισήμως, το κίνητρο ήταν να επέλθει πλήγμα στη μαύρη εργασία, την παραοικονομία και το ξέπλυμα χρήματος.

123169_1.jpg
Eurokinissi

Έφοδοι και οι αντιδράσεις

Τους ελέγχους στα μαγαζιά ανέλαβε η αστυνομία, συνοδευόμενη από κάποια στελέχη του υγειονομικού. Τα κλιμάκια έκαναν έφοδο σε μπαρ, κλαμπ και μπουζούκια, μοιράζοντας πρόστιμα στους ιδιοκτήτες αυτών που συνέχιζαν το μουσικό πρόγραμμα μετά την προβλεπόμενη ώρα.

Οι αντιδράσεις βέβαια για το μέτρο ήταν τεράστιες, σε μια εποχή που ο Έλληνας είχε κάνει βουτιά στο νεοπλουτισμό, οι τράπεζες χορηγούσαν ακόμα και διακοποδάνειο και το «πρώτο τραπέζι πίστα» ήταν πιστοποιητικό κοινωνικού status. Οι ιδιοκτήτες των μαγαζιών – κυρίως των μπουζουκιών που είχαν τη μεγαλύτερη απώλεια εσόδων – οργάνωσαν μια μικρή λαϊκή εξέγερση, έχοντας στο πλευρό του τους απανταχού αγανακτισμένους γλεντζέδες, που απαιτούσαν να τους επιστραφούν οι… χαμένες νύκτες τους.

Ο πιο αποτελεσματικός σε επίπεδο απήχησης τρόπος για να ενώσουν τις φωνές τους ήταν οι καθημερινές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας και… γλεντιού στην πλατεία Συντάγματος. Social media δεν υπήρχαν τότε, αλλά το ραντεβού μετά τις 2 στην πιο κεντρική πλατεία της χώρας ήταν πιο δεδομένο και απ’ το ότι ο ήλιος θα βγει από την ανατολή. Έξω από τη Βουλή στηνόταν ένα τεράστιο υπαίθριο πάρτι, με εκατοντάδες κόσμου, ηχεία, ποτά, ζεϊμπέκικα και τσιφτετέλια.

Το σύνθημα είχαν δώσει οι ιδιοκτήτες των νυχτερινών κέντρων και των υπαλλήλων τους, που λίγες ημέρες μετά την εφαρμογή του μέτρου έκλεισαν το δρόμο μπροστά από το Σύνταγμα, έστησαν ηχεία και διασκέδασαν, χορεύοντας ενώπιον του Άγνωστου Στρατιώτη και των έκπληκτων Ευζώνων. Έκτοτε, δεν χρειαζόταν να προηγούνται ειδοποιήσεις, όλοι οι ενδιαφερόμενοι ήξεραν ότι μετά το κλείσιμο των μαγαζιών είχαν την επιλογή να διαμαρτυρηθούν… ξεφαντώνοντας στην πλατεία Συντάγματος.

Στα τηλεοπτικά παράθυρα των δελτίων ειδήσεων εναλλάσσονταν οι ιδιοκτήτες των κέντρων, ενώ τα ρεπορτάζ των καναλιών από την πλατεία Συντάγματος μετέδιδαν τακτικά τον παλμό της νέας «αρρώστιας» των… καταπιεσμένων Ελλήνων, ονόματι «ξενυχτίαση». Το τραγούδι που είχε την τιμητική του ήταν «το Παπαθεμελή, Παπαθεμελή, απόψε ένας ναύτης το κορμί μου αμελεί», που είχε γράψει ο Λάκης Λαζόπουλος για τους «Δέκα μικρούς Μήτσους» και έγινε το σουξέ εκείνης της περιόδου τόσο στα clubs, όσο και στο Σύνταγμα.

Ο μηχανισμός «άμυνας» των επιχειρηματιών

Για λίγο καιρό ο Στέλιος Παπαθεμελής δεν ενέδιδε στις πιέσεις. Ήταν αμετακίνητος και διατράνωνε ότι δέχεται συγχαρητήρια απ’ όλη την Ελλάδα. Ο Ευάγγελος Γιαννόπουλος όμως, που αν και αρχικά υπερασπίστηκε το νέο νόμο, άρχισε σιγά-σιγά να κλείνει στο μάτι στους επιχειρηματίες, παραπέμποντάς τους στον συνάδελφό του.

Ο αιφνιδιασμός των τελευταίων ήταν απόλυτος. Στα μπουζούκια, το μεγάλο όνομα έβγαινε στη 1:30 και σε μερικά μπαρ οι πόρτες άνοιγαν στις 12.00. Το ελληνικό επιχειρηματικό… δαιμόνιο έπρεπε να ενεργοποιηθεί. Η αθηναϊκή νύχτα γέμισε με τσιλιαδόρους, που είχαν αναλάβει να ειδοποιούν έγκαιρα για το «ντου» της αστυνομίας ώστε να κλείνουν πόρτες και μουσική (πολλές φορές οι πελάτες έμεναν κανονικά μέσα μέχρι να περάσει ο… κίνδυνος). Ήταν παράλληλα η εποχή που γεννήθηκε ο όρος του «αυτοφωράκια». Δηλαδή οι υπάλληλοι που συλλαμβάνονταν (με το αζημίωτο) ως υπεύθυνοι του καταστήματος, προκειμένου να περνούν αυτοί τις νύχτες στο κρατητήριο αντί του ιδιοκτήτη.

Υπήρξαν και πιο… ευφάνταστες λύσεις για να παρακαμφθεί ο νόμος, όπως αυτή που διέδωσε σε άλλα κέντρα τέτοιου τύπου ένα μπουζουκτσίδικο στο Κολωνάκι. Μόλις «έπεφτε σύρμα» για έλεγχο της αστυνομίας, η ορχήστρα σταματούσε να παίζει και όλοι οι μουσικοί κάθονταν στα τραπέζια ως πελάτες. Ήταν η στιγμή του «κόκκινου» συναγερμού για τους σερβιτόρους, που σε λίγα λεπτά θα έπρεπε να μετατρέψουν το μαγαζί σε «εστιατόριο». Οι πόρτες από τη κουζίνα άνοιγαν και ξαφνικά έβγαιναν κατά συρροή πιάτα με μακαρονάδες, με προορισμό τα τραπέζια των θαμώνων. Ήταν μάλλον η εικόνα του πιο σουρεάλ μενού σε ελληνικό μαγαζί. Στεγνή μακαρονάδα (πού χρόνος για σάλτσα κ.λ.π.) ανάμεσα σε μπουκάλια, ξηρούς καρπούς, λουλούδια και παγοθήκες…

Ο Στέλιος Παπαθεμελής έδωσε για αρκετό καιρό τη μάχη του, συγκρουόμενος ακόμα και με πολλά στελέχη της παράταξης του, αλλά η «ήττα» ήταν αναπόφευκτη. «Δεν πολέμησα τη νύχτα, πολέμησα τους νονούς της νύχτας. Είχα πάρει ολόκληρα τσουβάλια από γράμματα, τηλεγραφήματα και φαξ ανθρώπων που εργάζονταν στη νύχτα και με ευχαριστούσαν ευγνωμόνως», είχε δηλώσει.

Όπως είθισται βέβαια να συμβαίνει στην Ελλάδα, οι «δεδικαιωμένοι» ήταν στο τέλος αυτοί που έκαναν τη μεγαλύτερη φασαρία. Η νυχτερινή ζωή θα έμπαινε ξανά σε ξέφρενους ρυθμούς, έως ότου έρθει αναδρομικά -για μία ακόμα φορά- η λυπητερή, εκείνη περίπου την περίοδο που καταργήθηκε το παγκόσμιας πρωτοτυπίας επάγγελμα της «λουλουδούς»

Πηγή: ethnos.gr