Μια θύμηση για τον Νικόλα Βαλσαμάκη Βουτσινά
(1925 -2016)
Ο λατινιέρης της Σάμης
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό «Kefalonitis magazin” το 2010)
Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός
Η σημερινή εξέλιξη και πρόοδο της τεχνολογίας παραμέρισε ορισμένα από τα επαγγέλματα, ιδίως τα παραδοσιακά, και σήμερα πολλά από αυτά έχουν περάσει στο μουσειακό είδος της παράδοσης. Ένα τέτοιο που “ακόμη αντιστέκεται” είναι και το επάγγελμα του λατινιέρη. Σε άλλα μέρη το επάγγελμα αυτό ταυτίζεται με τις ονομασίες τενεκετζής και φαρναρζτής.
Ένας από τους παλιούς λατινιέρηδες της Κεφαλονιάς ήταν ο Νικόλας Βαλσαμάκη Βουτσινάς, που έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του στη Σάμη.
Ο πατέρας του Νικόλα, Βαλσαμάκης Κωνσταντίνου Βουτσινάς (1893-1983), καταγόμενος από τα Πουλάτα ασχολήθηκε αρχικά με το εμπόριο, αλλά επειδή η δουλειά του δεν απέδιδε αρκετά, πήγε στην Πάτρα όπου και έμαθε την τέχνη του λατινιέρη. Έπειτα, γύρισε στη Σάμη, όπου και εγκαταστάθηκε μόνιμα, δημιούργησε οικογένεια και ασχολήθηκε με το επάγγελμα που έμαθε. Το λατινιέρικό του ήταν προσεισμικά στο κέντρο της Σάμης, δίπλα στο μεγάλο κτίριο του Σπαθή.
Στην εποχή του Βαλσαμάκη, προσεισμικά, υπήρχαν και άλλοι δυο λατινιέρηδες στη Σάμη, (ο Μαλιφούτσης) Γεράσιμος Κοσμάτος και ένας Κεφαλονίτης που επέστρεψε από την Αμερική, ο οποίος ασχολήθηκε για λίγο καιρό με το επάγγελμα του λατινιέρη και μετά το εγκατάλειψε.
Ο Νικόλας Βουτσινάς (1925-2016) από μικρός μαθήτευσε κοντά στον πατέρα του την τέχνη του λατινιέρη και στην πορεία βλέποντας ότι δεν του προσφέρει τα απαραίτητα, έγινε ο υδραυλικός της περιοχής του.
Δεν υπήρχε νοικοκυριό πριν λίγες δεκαετίες που να μην είχε τενεκεδένια αντικείμενα για την καθημερινή χρήση. Ιδίως στην ύπαιθρο, όπου οι ασχολίες των κατοίκων ήταν δυσκολότερες. Κουβάδες, σίκλους για να βγάζουν νερό από τα πηγάδια, σικλάκια για το γάλα, μπουριά για τις σόμπες, λεκάνες, βρυσούλες, ποτιστήρια, καζάνια για να πλένουν τα ρούχα και λεκάνες μπάνιου, χωνιά, μαστραπάδες, ροΐ λαδιού, λαδοφάναρα, κλεφτοφάναρα, φανάρια φαγητού, λαδολύχναρα, γκαζοκάντηλα, φανάρια θυέλλης, και τόσα άλλα κατασκευασμένα όλα από τον λατινιέρη. Ήταν ένα επάγγελμα επικερδές, αρκεί στην περιοχή να μην ήταν πολλοί που να ασχολούνται με αυτό, για να υπάρχει στους λίγους μεγάλη ζήτηση.
Μπαίνοντας στο εργαστήρι του Νικόλα Βουτσινά στη Σάμη, δίπλα στο σπίτι του, γιόμισαν τα μάτια σου από ένα πλήθος, μικροπραγμάτων, εργαλείων, λαμαρίνες, βρυσούλες, τενεκεδένια αντικείμενα και τόσα άλλα κατασκευασμένα από αυτόν, παραταγμένα σε ράφια, που λίγο πολύ, όλοι μας τα έχουμε χρησιμοποιήσει και μας είναι γνώριμα.
Τα υλικά, ο Νικόλας και πιο παλιά ο πατέρας του, τα αγόραζαν από την Πάτρα, από τα καταστήματα του Πραπόπουλου και του Γαλανόπουλου.
Ο λατινιέρης χρησιμοποιούσε λαμαρίνα γαλβανισμένη, η οποία είχε τσίγκο και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για σκεύη νερού και αγαλβάνιστη, που με αυτή έκανε ταψιά φούρνου-(τσερέπες φωτιάς). Επίσης τενεκέ, (λαμαρίνα που έχει κασσίτερο) και τη χρησιμοποιούσε για πιθάρια λαδιού και ρογιά. Παλαιότερα οι λατινιέρηδες περνούσαν από τις γειτονιές και διόρθωναν τα τενεκεδένια ή άλλα μεταλλικά σκεύη και αντικείμενα, που είχαν τρυπήσει ή σπάσει.
Για εργαλεία χρησιμοποιούσε ο λατινιέρης, τα ψαλίδια, μαστόλα (ξύλινα σφυριά), τανάλιες, κατσαβίδια, μέτρο, κολλητήρια διαφόρων τύπων, μικρά και μεγάλα, φυσερά, τα παλαιότερα ήταν με κάρβουνα και μετά το ’50 λειτουργούσαν με βενζίνα, άλλα τοποθετημένα πάνω στον πάγκο εργασίας και άλλα πάνω σε ράφια.
Επίσης, νισαντήρι, που είναι πέτρα για να γανώνει το κολλητήρι, καλάι(κασσίτερος) και μολύβι για να κάνει τη μολυβδοκόλληση. Σε γυάλινα δοχεία είχε το σπίρτο του άλατος ή υδροχλωρικό οξύ, όπως λέγεται. Για την κόλληση της λαμαρίνας ήθελε άσβεστο σπίρτο του άλατος, που με το πινέλο άλειψε τη λαμαρίνα πριν τη κόλληση.
Όταν έβαζε τσίγκο μέσα στο υδροχλωρικό οξύ, έσβηνε και γινόταν ελαφρύ, δηλαδή άσπρο και δεν χάλαγε τον τενεκέ.
Ο Νικόλας Βαλσαμάκη Βουτσινάς, πάλεψε με τη λαμαρίνα και τον τενεκέ, έδινε στα υλικά του το σχήμα που ήθελε ο κάθε πελάτης του και όσο ήταν στη ζωή μιλούσε με πολλή αγάπη για τη δουλειά του. Το 1961 έφτιαξε το λατινιέρικό του στη θέση Καμίνια της Σάμης, δίπλα στην οικία του.
Βασικοί πελάτες του ήταν οι τυροκόμοι, που χρησιμοποιούσαν δοχεία κατασκευασμένα από τον λατινιέρη, όπως δοχεία με λαμαρίνα γαλβανισμένη για να αντέχει στο νερό και να μη σκουριάζει. Καθώς και στις «μπούκλες του γαλατά», στις καρδάρες και στα καζάνια που έβραζαν το γάλα ήταν από τενεκέ (λαμαρίνα που έχει κασσίτερο).
Σήμερα οι λαμαρίνες είναι από αλουμίνιο, υπάρχει όμως και η ανοξείδωτη σε τρία είδη, που έχει πρόβλημα στο κόλλημα, λόγω που έχει νικέλιο και δεν πιάνει εύκολα το καλάι. Σε αυτήν την περίπτωση θέλει πολύ καλό καθάρισμα για να πιάσει η κόλληση.
Ήλθαν και έρχονται καθημερινά όλο και νέα προϊόντα της τεχνολογικής εποχή μας, ιδίως το νάιλον και το πλαστικό, το οποίο εκτόπισε τη λαμαρίνα.
Ανοικτομάτης και εργατικός στο χαραχτήρα του ο Νικόλας Βουτσινάς, κατάλαβε νωρίς πως η δουλειά του λατινιέρη περνάει κρίση και στράφηκε παράλληλα στο επάγγελμα του υδραυλικού. Βέβαια, ποτέ δεν εγκατέλειψε την αρχική του εργασία που τόσο αγάπησε και όταν είχε κάποια παραγγελία ασχολείτο με αγάπη περισσή για να δημιουργήσουν τα χέρια του το καλό αποτέλεσμα.
Στη Σάμη και στη περιοχή της Πυλάρου, ασχολήθηκε ως υδραυλικός για να μπορέσει να ζήσει την οικογένειά του. Το 1974 τοποθέτησε στα Ζερβάτα τα υδρόμετρα (τα ρολόγια νερού), κερδίζοντας το δημόσιο διαγωνισμό για το έργο.
Χαιρόταν όταν μιλούσε για το λατινιέρικό του, για το στέκι του, που όλα εκεί μέσα ήταν τακτοποιημένα, παρακολουθούσε την επικαιρότητα και ενημερωνόταν για τις εξελίξεις της τεχνολογίας.
Έκρυβε μέσα του το ανήσυχο και το ερευνητικό στοιχείο, αγαπούσε το θέατρο και γενικά του άρεσε να μαθαίνει καθημερινά. Στην αυλή του, μια μέρα του 2010, πριν ο ήλιος προφθάσει και μας δει, μιλήσαμε για όλα αυτά. Συντροφιά με τη σύζυγό του, την κα Πόπη, χάρηκα τη φιλοξενία, το κέρασμα, το χιούμορ, και συζητήσαμε γενικά για τη ζωή στη Σάμη.
Ο Νικόλας Βουτσινάς έφυγε από τη ζωή το 2016 αφήνοντας μια δυνατή καλή θύμηση σε όσους τον γνώρισαν και συνεργάστηκαν μαζί του. Μαζί με την γυναίκα του, την αγαπητή σε όλους μας Πόπη, συμμετείχαν με τον τρόπο τους στα κοινά της πόλης τους. Ήταν άνθρωποι του λαού, του μεροκάματου, οικογενειάρχες, της δουλειάς, του κόπου, πλημμυρισμένοι με αγάπη που σε κερδίζουν με την απλότητα και την ανοικτοσύνη τους, κι αυτό, γιατί έχουν κάτι να πούνε οι πράξεις τους και η καρδιά του, κάτι αληθινό και εγκάρδιο.