Γεννημένος στον Κοθρεά της Κεφαλονιάς, ο Παναγής Καββαδίας έμελλε να είναι ο αρχαιολόγος που συνέδεσε το όνομά του με την αποκάλυψη ενός από τα σημαντικότερα μνημεία του παγκόσμιου πολιτισμού.
Ο Καββαδίας γεννήθηκε το 1850 και σπούδασε φιλολογία το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο της Αθήνας και αρχαιολογία, με υποτροφία, στο πανεπιστήμιο του Μονάχου.
Δούλεψε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία από το 1879 στην οποία προσέφερε σημαντικό αρχαιολογικό αλλά και διοικητικό έργο.
Το 1881 θα καταφέρει να πάρει από την Ελληνική Αρχαιολογική Εταιρεία 800 μόνο δραχμές για να ξεκινήσει τις ανασκαφές για το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου.
Είχε ήδη προηγηθεί μία αποτυχημένη ανασκαφή Γάλλων αρχαιολόγων και συγκεκριμένα της Γαλλικής Αρχαιολογικής Επιστημονικής Επιτροπής του Μορέως, όμως ο επίμονος αλλά και δύστροπος Κεφαλονίτης αρχαιολόγος ήταν αποφασισμένος να προχωρήσει την έρευνά του για την «αρχαιολογική ανακάλυψη του αιώνα», με ευρήματα ανεκτίμητης αξίας.
Ο Καββαδίας ήταν αυτός που, ερευνώντας συστηματικά το ιερό του Ασκληπιού, θα αποκαλύψει στο Κυνάρτειο Όρος, κάτω από ένα πυκνό δάσος, το διάσημο θέατρο που ήταν έργο του Πολυκλείτου. Ένα θέατρο που δημιουργήθηκε τον 4ο αιώνα π.Χ., επεκτάθηκε τον 2ο, είχε χωρητικότητα 14.000 θεατών και σήμερα προστατεύεται από την Unesco αφού θεωρείται ένα πραγματικό ορόσημο αρχιτεκτονικής με τεράστια πολιτιστική και αρχαιολογική σημασία. Η συγκλονιστική ακουστική του θεάτρου, ειδικά για ένα χώρο αυτού του μεγέθους, εντυπωσιάζει ακόμη και σήμερα.
Ο δαιμόνιος αρχαιολόγος, έχοντας διαβάσει συστηματικά όλες τις αναφορές από τους αρχαίους συγγραφείς, και κυρίως από τον Παυσανία, κατάλαβε ότι η πλαγιά που δημιουργούσε μία ήπια κοιλότητα θα έκρυβε από κάτω το αρχαίο θέατρο.
Αποκάλυψε όλα τα σημαντικά μνημεία του περιβάλλοντα χώρου, όμως παράλληλα, πολύ αργότερα, κατηγορήθηκε ότι δεν τα πρόσεξε, με αποτέλεσμα να υποστούν σημαντικές φθορές. Το θέατρο όμως ήταν αυτός που το αποκάλυψε και φρόντισε για τις πρώτες αναστηλωτικές επεμβάσεις.
Λίγο καιρό αργότερα, το 1885 θα ξεκινήσει τις ανασκαφές στην Ακρόπολη, την οποία θα σκάψει απ’ άκρη σ’ άκρη, και θα ιδρύσει το πρώτο Μουσείο της Ακροπόλεως ενώ πολλές από τις ανακαλύψεις του κοσμούν και το σημερινό Νέο Μουσείο.
Μερίμνησε για τη δημιουργία πολλών μουσείων σε ολόκληρη την Ελλάδα, για την οργάνωση του Αρχαιολογικού Μουσείου και την ίδρυση του “Αρχαιολογικού δελτίου”.
Ο Καββαδίας είχε μια πολύ δύσκολη προσωπικότητα και κατηγορήθηκε πολλές φορές για αλαζονεία για την οποία και εκδιώχθηκε από την Αρχαιολογική Εταιρεία το 1909. Όπως αναφέρει ο δημοσιογράφος Βασίλης Καββαθάς στο βιβλίο του «H ανασκαφή στο ιερό. Στην αυλή των ονείρων και των θαυμάτων», «το πόσο αμφιλεγόμενος ήταν, προκύπτει και από τη διαμετρικά αντίθετη γνώμη που είχαν γι’ αυτόν δύο καθηγητές στους οποίους κάποια στιγμή ο βασιλιάς ζήτησε να εκφραστούν για τον Καββαδία. Ο ένας είπε “πρόκειται για τον σημαντικότερο καθηγητή του κόσμου”, και ο άλλος του απάντησε πως “είναι ο μεγαλύτερος ξυλοσχίστης της Ελλάδας”.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην αρχαιολογική υπηρεσία τον αποκαλούσαν τυρρανίσκο ενώ στα χρόνια που έμεινε στην Ελλάδα φρόντισε να αποκτήσει πολλούς φανατικούς εχθρούς. Έτσι αναγκάστηκε για ένα διάστημα να φύγει πάλι στο εξωτερικό, όμως αργότερα επέστρεψε, συνεχίζοντας, τόσο το έργο του, όσο και το να προκαλεί.
Όμως αυτός ακριβώς ο… «τύραννος» εμπνεύστηκε και καθιέρωσε τον πρώτο νόμο «περί αρχαιοτήτων», που εξασφάλιζε το αποκλειστικό δικαίωμα κυριότητας του κράτους σε όλα τα αρχαία που βρίσκονται στην Ελλάδα. Επίσης για πρώτη φορά θεσμοθέτησε υποτροφίες για σπουδές Αρχαιολογίας στο εξωτερικό. Είχε επίσης μεγάλο συγγραφικό έργο.
Τέλος, δεν θα πρέπει να λησμονούμε τις σημαντικές ανακαλύψεις του και στην Κεφαλονιά (Τάφοι στα Μαζαρακάτα κ.α.) αλλά και το γεγονός ότι πολλά από τα αντικείμενα που βρήκε στο νησί που γεννήθηκε, εκτέθηκαν στο πρώτο αρχαιολογικό μουσείο του Αργοστολίου, που είχε ιδρύσει ο Γερμανός Καλλιγάς και συστεγαζόταν με τη Δημόσια Βιβλιοθήκη Κεφαλληνίας.
Ήταν καθηγητής Ιστορίας της Αρχαίας Τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας από το 1904 έως το 1922 και αντεπιστέλλον μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας των Επιγραφών και της Φιλολογίας, ενώ ανήκε στα ιδρυτικά μέλη της Ακαδημίας Αθηνών το 1926. Ήταν επίσης μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας του Βελγίου και επίτιμος διδάκτωρ των Πανεπιστημίων της Κανταβριγίας και της Λειψίας.
Απεβίωσε στις 20 Ιουλίου 1928.
Πηγή: https://cognoscoteam.gr/