“Για μια δανεική ζωή…”

Για μια δανεική ζωή…
Εκείνος έκατσε στην πολυθρόνα με την ψηλή πλάτη. Πίσω του ένας μεγάλος πίνακας που απεικόνιζε τον Φάουστ όρθιο μπροστά σε ένα καθρέφτη, ενώ το αναμμένο φωτιστικό στο τραπεζάκι δίπλα, έπαιζε με τις σκιές, και το δαντελωτό του καπέλο σχημάτιζε εικόνες πάνω στην παλιά ξεθωριασμένη ταπετσαρία. Στο κέντρο του δωματίου ανάμεσα σε πεταμένα ρούχα στεκόταν η Μαργαρίτα. Γυμνή ακίνητη με τα χέρια ακουμπισμένα στους γοφούς. Κοκκαλωμένη σχεδόν προσπάθησε να ψελλίσει δύο λέξεις. Το στόμα άνοιγε μα η φωνή δεν έβγαινε. Σαν κάποιο αόρατο χέρι να την έπνιγε.
Θες να πεις κάτι; Την ρώτησε
Για λίγο έφυγε ό,τι την έπνιγε και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, παγωμένη από το φόβο,
Ποιος είσαι; Τον ρώτησε.
Εκείνος έσκυψε το κεφάλι, σήκωσε τα μάτια και χαμογελώντας ειρωνικά απάντησε.
Θες να μάθεις ποιος είμαι. Λοιπόν επέτρεψε μου να συστηθώ. Είμαι ένας άνθρωπος με πλούτη και φήμη. Περπάτησα δίπλα σου για μέρες, μήνες, χρόνια. Όσες φορές μου ζήτησες βοήθεια την έδωσα απλόχερα. Σου έδωσα ότι έχεις. Σου έδωσα ότι ζήλεψες, σου χάρισα ότι πόθησες. Ένα βήμα δίπλα σου, μια σκέψη πίσω σου, πάντα εκεί.
Περπάτησα τις μέρες και τις νύχτες σου δουλεύοντας για σένα, μα τώρα, τώρα ήρθε η στιγμή να εισπράξω.
Η Μαργαρίτα δεν καταλάβαινε. Μα η θερμοκρασία του δωματίου είχε ήδη αρχίσει να πέφτει. Τώρα έβγαινε αχνός από την ανάσα της, και ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί της.
Στο μυαλό της γύριζαν τα τελευταία λεπτά, οι τελευταίες ώρες. Δεν ήξερε πως βρέθηκε σε αυτή τη θέση, και κυρίως ποιος ήταν αυτός; Τι ήθελε από εκείνη.
Δεν χρωστάω σε κανένα σκέφτηκε.
Εκείνος με μια απότομη κίνησε σηκώθηκε από την πολυθρόνα, για λίγο το φως τρεμόπαιξε, ίσα για να διακρίνει με την άκρη του ματιού της τον πίνακα πίσω του να αλλάζει, και τον Φάουστ να χαμογελάει.
Δεν χρωστάς σε κανέναν; Φώναξε με μανία. Στάθηκε για λίγο όρθιος, το πρόσωπό του απότομα άλλαξε.
Δεν ήθελε να τον θυμώσει, μα πώς είναι δυνατόν να ξέρει τι σκέφτηκα; Αναρωτήθηκε.
Εκείνος σήκωσε το βλέμμα, με αργό βήμα την πλησίασε σήκωσε το χέρι και της χάιδεψε το πρόσωπο. Έριξε τα μαλλιά της πίσω από τον ώμο, ήρθε η ώρα να γίνεις η νύφη μου ψιθύρισε και το βλέμμα της πάγωσε ξανά.
Οι εφημερίδες έγραψαν για τη μεγάλη ηθοποιό που χάθηκε από τον δημόσιο βίο.
Αφιερώματα για την πολυτάραχη ζωή της, πλημμύρισαν τα κανάλια και τα περιοδικά.
Πως κατάφερε να ξεγελάσει το θάνατο στα 18 της όντας η μόνη επιζήσασα από μεγάλο και πολύνεκρο αυτοκινητιστικό. Πως κέρδισε τεράστια συμβόλαια με μεγάλα θέατρα και ταινίες. Όλα μέσα σε μόλις λίγα χρόνια.
Κι έτσι οι μήνες περνούσαν και η Μαργαρίτα άρχισε σιγά σιγά να χάνεται.
Κανείς δεν τη θυμόταν πια, κανείς δεν μίλαγε για εκείνη.
Κι εκείνο το δωμάτιο, στο παλιό αρχοντικό, κραυγές ακούγονταν συχνά από εκεί μέσα. Κανείς δεν πλησίαζε όμως πια.
Εκείνη η μέρα ήταν σκοτεινή, σύννεφα πυκνά σκέπαζαν απαλά τον ουρανό και η βαριά ατμόσφαιρα μύριζε μπόρα. Κάποιες λίγες ψιχάλες έπεφταν από ψηλά, κι ένα αλαφρό αεράκι χτυπούσε τα παλιά ξύλινα παραθυρόφυλλα. Μια κουρτίνα ανέμιζε έξω από το παράθυρο με μανία σαν να ήθελε να φύγει και να πετάξει ψηλά.
Ήταν τότε που ξαφνικά η πόρτα του αρχοντικού άνοιξε, μια ανάμνηση διέσχισε την πόρτα και πέρασε ανάλαφρα την είσοδο. Στάθηκε για λίγο στον προθάλαμο μπροστά από παλιές φωτογραφίες. Στη συνέχεια διέσχισε την ξύλινη σκάλα, και πλησίασε προς την κρεβατοκάμαρα. Η πόρτα άνοιξε τρίζοντας ελαφρά, το φωτιστικό με το δαντελωτό καπέλο τρεμόπαιξε, φωτίζοντας ξανά την παλιά εκείνη ταπετσαρία. Τα ρούχα ακόμα ανάκατα στο πάτωμα κι εκεί πίσω από την ψηλή πολυθρόνα, δέσποζε αγέρωχος ο πίνακας. Ο Φάουστ στεκόταν ακόμη όρθιος μπροστά σε εκείνο τον καθρέφτη. Και δίπλα του Εκείνη με λευκό ματωμένο νυφικό να στέκεται, χωρίς είδωλο στον καθρέφτη.
Και κάπως έτσι πέρασαν πολλές εποχές, μα κάπου εκεί στο γύρισμα του χρόνου, ο πίνακας άλλαξε ξανά. Το κεφάλι του γύρισε εκατόν ογδόντα μοίρες. Κοίταξε προς το δωμάτιο χαμογελώντας μακάβρια. Το παραθυρόφυλλο χτύπαγε ακόμα δυνατά. Το φως τρεμόπαιζε και μια φωνή, απόκοσμη βαθιά.
Επέτρεψε μου να συστηθώ ψιθύρισε…