Είναι πολλά τα παραδείγματα ιστοριών που επιβιώνουν διαστρεβλωμένες στον χρόνο.
Ειδικά σε θέματα ιστορίας (ή και μυθολογίας ακόμα) αναπαράγονται εκδοχές που συχνότατα δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα:
Είτε επειδή είναι πιο συμφέρουσες, είτε επειδή είναι πιο γοητευτικές, είτε επειδή πολύ απλά δεν μπήκε κανείς στη διαδικασία να τις ψάξει περισσότερο.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα λοιπόν αυτού του φαινομένου αποτελεί και η περιβόητη κατοικία του Διογένη…
Ο εκκεντρικός φιλόσοφος με το τραχύ χιούμορ και τα ευφυή λογοπαίγνια υπήρξε ένας πραγματικός… αναρχικός της αρχαιότητας.
Έχοντας φτάσει εξόριστος στην Αθήνα από την Κόρινθο (επειδή παραχάραξε το τοπικό νόμισμα μαζί με τον πατέρα του Ικεσία) απαντούσε στις σχετικές κατηγορίες ότι «εγώ τους καταδίκασα να μείνουν εκεί».
Και ως θεμελιωτής του κυνισμού (έπειτα από τη μαθητεία του δίπλα στον Αντισθένη), έχτισε μια επαναστατική διδασκαλία γεμάτη καυστικές ατάκες και ανέκδοτες ιστορίες.
Ενδεικτική είναι η εκτίμηση που του έτρεφε ο Πλάτων, ο οποίος τον είχε χαρακτηρίσει «έναν Σωκράτη μαινόμενο».
Ακόμα πιο ενδεικτικός ωστόσο της κοσμοθεωρίας του ήταν ο τρόπος που ζούσε.
Κριτίκαρε ανελέητα τον οποιονδήποτε, χλεύαζε χωρίς δισταγμό, αυνανιζόταν δημόσια, έκανε την ανάγκη του μπροστά σε όλους.
Γενικά ισοπέδωνε τους «καθωσπρεπισμούς» της κοινωνίας σε κάθε ευκαιρία.
Και εφάρμοζε στην πράξη τη θεωρία του πως ο άνθρωπος μόνος του δημιουργεί για τον εαυτό του πλήθος τεχνητών αναγκών και επιθυμιών, οι οποίες τελικά τον υποδουλώνουν.
Σε αυτό το πλαίσιο έχει μείνει ιστορικά η εντύπωση ότι ο Διογένης κατοικούσε μέσα σε ένα βαρέλι.
Η αλήθεια όμως δεν είναι ακριβώς έτσι.
Καταρχάς δεν θα μπορούσε να μένει σε ένα βαρέλι για τον απλούστατο λόγο ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν μπορούσαν να τα κατασκευάσουν.
Αυτό που ισχύει λοιπόν είναι πώς ζούσε σε έναν πύθιο – ένα μεγάλο πήλινο δοχείο, στο οποίο αποθήκευαν πετρέλαιο και κρασί.
Λέγεται μάλιστα ότι στην απόφαση να ζήσει μ’ αυτόν τον τρόπο επηρεάστηκε από ένα ποντίκι:
Το παρακολουθούσε, κατά τη σχετική παράδοση, να τριγυρνάει ελεύθερο χωρίς ν’ αναζητά κάποιο μέρος για να κοιμηθεί και κατάλαβε ότι είναι ικανό να προσαρμοστεί σε κάθε περίσταση.
Αυτή η προσαρμοστικότητα λοιπόν αποτέλεσε έμπνευση για τον Διογένη, που επιβεβαίωσε πώς δεν είχε την ανάγκη οποιασδήποτε πολυτέλειας.
Και αρνούμενος έστω ένα απλό σπίτι, αποδείκνυε εμπράκτως τη φιλοσοφία του πως η ευτυχία βασίζεται στην αυτάρκεια, τη λιτότητα και την αυτογνωσία.
Υπάρχει εξάλλου και μια ακόμα παράδοση που έχει συνδεθεί με τον Διογένη και διατηρείται στο πέρασμα των χρόνων:
Αυτή που τον θέλει να κυκλοφορεί στους δρόμους (ακόμα και με το φως της ημέρας) κρατώντας ένα αναμμένο φανάρι.
Όταν τον ρωτούσαν λοιπόν «γιατί κρατάς φανό», αυτός απαντούσε «αναζητώ άνθρωπο»:
Εννοώντας ότι έψαχνε ένα ανθρώπινο ον και συμπληρώνοντας πως έβλεπε μόνο κατεργάρηδες και αχρείους.
Η κορυφαία ιστορία ωστόσο με πρωταγωνιστή τον Διογένη (και πιθανότατα η πιο χαρακτηριστική της ιδιοσυγκρασίας του) είναι αυτή για τη συνάντησή του με τον Μέγα Αλέξανδρο.
Φέρεται λοιπόν κάποτε ο μεγάλος στρατηλάτης να εκδήλωσε ενδιαφέρον να τον γνωρίσει.
Και τότε κατάλαβε από πρώτο χέρι… τι εστί Διογένης!
Αρχικά απάντησε στον υπασπιστή του «εγώ δεν θέλω να τον δω. Αν θέλει αυτός, ας έρθει να με δει».
Όταν, δε, ο Αλέξανδρος πήγε πράγματι να τον συναντήσει, τον βρήκε να λιάζεται αδιάφορος, αδιαφορώντας για όλους τους άλλους που έτρεχαν πίσω από τον βασιλιά.
Ακολούθησε λοιπόν, κατά την παράδοση, ο ενδεικτικός διάλογος:
-Είμαι ο βασιλιάς Αλέξανδρος.
-Κι εγώ είμαι ο Διογένης ο Κύων.
-Δεν με φοβάσαι;
-Tι είσαι; Καλό ή κακό.
-Καλό.
– Τότε ποιος άνθρωπος φοβάται το καλό;
-Τι χάρη θέλεις να σου κάνω;
-Αποσκότισόν με…
Δηλαδή «σταμάτα να μου κρύβεις τον ήλιο» με κυριολεκτική σημασία (αφού στεκόταν μπροστά του) ή «βγάλε με από το σκοτάδι» με μεταφορική σημασία (εννοώντας να του δείξει την αλήθεια).
Ένα λογοπαίγνιο που ενθουσίασε τόσο πολύ τον βασιλιά (σε συνδυασμό και με την υπόλοιπη γνωριμία), ώστε φέρεται να ξεστόμισε την ιστορική φράση:
«Αν δεν ήμουν Αλέξανδρος, θα ήθελα να ήμουν Διογένης»…
πηγή: menshouse.gr