Υπόθεση «Καρολαϊν» από το μακρινό 1952… [ντοκουμέντα]

Μπορεί η υπόθεση της αποτρόπαιας δολοφονίας της άτυχης Καρολάιν, να χαρακτηρίζεται ως «μοναδική στα χρονικά», αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι.

Κάθε εποχή έχει τη δική της φρικτή ενδοοικογενειακή δολοφονία, με τις γυναίκες να είναι στη συντριπτική τους πλειονότητα τα συνηθέστερα θύματα και την κοινή γνώμη να παρακολουθεί άφωνη τις εξελίξεις, αρχικά της υπόθεσης και εν συνεχεία της δίκης. Τέτοια είναι η υπόθεση που εξελίσσεται στην πρωτεύουσα στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, την οποία θα παρακολουθήσουμε παρακάτω.

Αρχικά οι έρευνες για τη δολοφονία στρέφονται προς πάσα κατεύθυνση.

Είναι Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 1952 όταν στη γέφυρα της Νέας Φιλαδέλφειας στον Κηφισό -εποχή κατά την οποία ακόμα αυτός είναι ποτάμι- δύο μαθητές διακρίνουν στην κοίτη του ένα πτώμα γυναίκας σε ύπτια στάση ακριβώς κάτω από τη γέφυρα.

Οι αρχικές υποψίες για τον θύτη γίνονται σταδιακά βεβαιότητα

Στις έρευνες, που ξεκινά άμεσα το Αστυνομικό Τμήμα Νέας Ιωνίας, διαπιστώνονται κηλίδες αίματος για 25 μέτρα πάνω στη γέφυρα, κάτι που σημαίνει ότι το θύμα σύρθηκε μέχρι εκεί και εν συνέχεια ρίχτηκε στο κενό, αποκλείοντας έτσι την εκδοχή της αυτοκτονίας. Στη νεκροψία που ακολουθεί διαπιστώνονται κάταγμα στη βάση του κρανίου και ίχνη πάλης, κάτι που σημαίνει ότι η γυναίκα στραγγαλίστηκε αλλού, μεταφέρθηκε και ρίχτηκε εκεί, ώστε να θεωρηθεί αυτοκτονία και ενδιάμεσα ο/οι δράστης/ες να προλάβει/ουν να εξαλείψει/ουν τα τεκμήρια του εγκλήματος. Σε κάθε περίπτωση είναι βέβαιο ο θάνατος προήλθε από τον στραγγαλισμό και όχι από πτώση.

. Οταν η ανάκριση φτάνει σε κομβικό σημείο, η Εισαγγελία απαγορεύει κάθε δημοσίευμα για την υπόθεση.

Θύμα είναι η νιόπαντρη 24χρονη Αικατερίνη Παναγιώτου με τον συγχωριανό της τον 30χρονο Παναγιώτη Καραμήτσο, που θεωρείται ο βασικός ύποπτος, χωρίς όμως να μπορεί να τεκμηριωθεί η ενοχή του. Ο ίδιος απαντά ότι η σύζυγός του είχε φύγει από το σπίτι το μεσημέρι του Σαββάτου για να πάει σε μία φίλη της και όταν δεν επέστρεψε το απόγευμα άρχισε να την αναζητά μαζί με τα δύο αδέλφια της, χωρίς όμως να δίνει πειστικές απαντήσεις στο πού ήταν μεταξύ 10.30 και 12.30 το βράδυ, που είναι η ώρα του φόνου. Οταν, μάλιστα, πιέζεται από τον ανακριτή, απαντά αφήνοντας έναν συνδυασμό υπονοουμένων περί αυτοκτονίας, άλλου δράστη και συμβουλών στους αστυνομικούς: «Μην προσπαθείτε να με μπλέξετε. Δεν σκότωσα εγώ τη γυναίκα μου. Αλλος πρέπει να την έχει δολοφονήσει, αν πράγματι έχει δολοφονηθεί, και όχι εγώ. Στραφείτε, λοιπόν, προς τα εκεί, γιατί, όπως πάντα, χάνετε πολύτιμο χρόνο και δίνετε έτσι χρόνο στον πραγματικό δολοφόνο να διαφύγει».

Η δίκη της υπόθεσης γίνεται έναν χρόνο αργότερα.

Παρότι η Αστυνομία θεωρεί ως δράστη τον σύζυγο, εξετάζει όλα τα ενδεχόμενα: Η άτυχη γυναίκα να δολοφονήθηκε από πιθανή σχέση της που προϋπήρχε του γάμου, από υποψήφιο βιαστή, από τον οδηγό που τη μετέφερε εκεί, για τον οποίο υπάρχουν φήμες ότι γνώριζε τον Καραμήτσο, ή από τρίτο δράστη. Φυσικά, απουσία του σημερινού καταιγισμού υπερπληροφόρησης, το τεράστιο ενδιαφέρον του κοινού για την υπόθεση μεταφέρεται στις εφημερίδες, που αφιερώνουν καθημερινά πολλές στήλες για κάθε καινούργια πληροφορία.

 «Βρέστε μου ένα δικαιολογητικό για να μη με κρεμάσουν…»

Οταν η Αστυνομία τον περνά από το σημείο όπου έχει ριχτεί η άτυχη κοπέλα, αυτός λιποθυμά και ανακτώντας τις αισθήσεις του ρωτά τι γνωρίζει η Αστυνομία: «Εδώ τη σκότωσαν ή έπεσε ενώ περνούσε τη γέφυρα;». Ο κατηγορούμενος, πιεζόμενος, αλλάζει συνεχώς υπερασπιστικές γραμμές. Αναφέρει πως το θύμα διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση πριν από τον γάμο και ίσως είναι αυτός ο ένοχος, μετά για συγχωριανούς του που θέλησαν να τον εκδικηθούν για την επαγγελματική του επιτυχία, καταλήγοντας πως συμμετείχε στη δολοφονία όχι όμως ως φυσικός αυτουργός, αλλά δίνοντας εντολή δολοφονίας σε δύο άλλους, τους οποίους όμως δεν κατονομάζει…

Ο Καραμήτσος εμφανίζεται στο ειδώλιο του κατηγορουμένου «κατάχλομος και αποφεύγει να κοιτάζει τον κόσμο».

Η ανάκριση παίρνει τραγελαφική μορφή όταν ο Καραμήτσος, αντιλαμβανόμενος το αδιέξοδο, ζητά από τους αστυνομικούς την άποψή τους για την υπερασπιστική του γραμμή: «Δεν μου λέτε, κύριε μοίραρχε, ένας που θα σκοτώσει πόσο μπορεί να δικαστεί; Με ποια αιτία τρώει τα λιγότερα; Τι λόγους να πω ότι τους έβαλα να κάνουν το έγκλημα; Να πούμε λόγους τιμής; Δεν θα με πιστέψουν, αφού, μάλιστα, σας έχω καταθέσει ότι η γυναίκα μου ήταν τίμια και δεν έχω κανένα παράπονο από αυτή. Βρέστε μου ένα δικαιολογητικό για να μη με κρεμάσουν. Να πω δηλαδή πως με απατούσε, πως την έπιασα με άλλον και τη σκότωσα; Τι να πω;».

Η εισαγγελική πρόταση για εκτελεστικό απόσπασμα δεν γίνεται δεκτή.

Ο Καραμήτσος, τελικά, ενώ καταθέτει ότι είναι αυτός ο θύτης, εν συνεχεία το αναιρεί λέγοντας ότι αποτελεί αποτέλεσμα βασανιστηρίων κατά τη διάρκεια της ανάκρισης. Η δίκη, που γίνεται έναν χρόνο μετά, ολοκληρώνεται με την ετυμηγορία των ενόρκων, που χαρακτηρίζει τον κατηγορούμενο ένοχο, αλλά όχι επικίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια, κάτι που μετατρέπει τη θανατική ποινή σε ισόβια. Εξι χρόνια μετά, μάλιστα, το Συμβούλιο Χαρίτων τη μειώνει σε 20ετή κάθειρξη…

Πηγή: eleftherostypos.gr