Είναι πιθανό κάποιος μελλοντικός μελετητής, που θα παρακολουθήσει με χρονική απόσταση το καλλιτεχνικό έργο του Κώστα Τσάκωνα, να εκφράσει αμφιβολίες για την αρτιότητα ή το ταλέντο του. Κακό του κεφαλιού του… Προφανώς θα πρόκειται για κάποιον με… κλασική περίπτωση εγκεφαλικής βλάβης που θα αδυνατεί να συλλάβει το λαϊκό μεγαλείο αυτού του σπουδαίου ηθοποιού ο οποίος προήλθε μέσα από τον ίδιο τον κόσμο και τελικά λατρεύτηκε –κυρίως- επειδή ποτέ δεν «πούλησε» οτιδήποτε άλλο εκτός από τον εαυτό του.
Ακριβώς για αυτό, ίσως, η επιτυχία ήρθε για αυτόν (ενδεχομένως και απρόσμενα για πολλούς) όταν υποδύθηκε την εκδοχή του… Κώστα Τσάκωνα, πριν αυτός ασχοληθεί με την υποκριτική. Την εποχή, δηλαδή, που έτρεχε δεξιά και αριστερά ως πολυτεχνίτης για να βγει το μεροκάματο, παίζοντας την ίδια την ζωή με τρόπο ανάλογο με εκείνον του θρυλικού μάστορα στην απόλυτη καλτ επιτυχία «Κλασική Περίπτωση Βλάβης».
Ο Τσάκωνας είχε την ατυχία (που εξελίχθηκε σε ευλογία) να μετατραπεί από ρολίστας σε πρωταγωνιστής την εποχή που το ελληνικό σινεμά αργοπέθαινε και όντας στην «εντατική», άφηνε την θέση του στις αμφιβόλου ποιότητας παραγωγές της βιντεοταινίας. Τότε που όλα γίνονταν βιαστικά, στο πόδι, θυμίζοντάς του το παρελθόν του και την αέναη μάχη του για επιβίωση.
Από μικρός στην βιοπάλη, ο Τσάκωνας αποτύπωνε στις εκφράσεις του προσώπου του όλα όσα είχε περάσει και διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα του. Την στωικότητα, την αισιοδοξία και το χιούμορ που έρεε αβίαστα και δεν επηρεάστηκε ποτέ από τις αναποδιές της ζωής. Γεννημένος στα Πετράλωνα και μεγαλωμένος στην Αργυρούπολη, πέρασε τα πρώτα χρόνια του ζώντας σε ένα σπίτι με την κουζίνα έξω από αυτό και τουαλέτα στο διπλανό ρέμα, όπως εξομολογήθηκε κάποτε…
Από τα 12 χρόνια του, κιόλας, βγήκε στην βιοπάλη. Έκανε κάθε μέρα τη διαδρομή Αργυρούπολη – Ασπρόπυργος με το ποδήλατο και παράλληλα πήγαινε σε νυχτερινό σχολείο. Τελικά κέρδισε το δικό του μεγάλο προσωπικό στοίχημα όταν μετά από χρόνια κατάφερε στον ίδιο χώρο να χτίσει ένα κανονικό σπίτι, φιλοξενώντας μάλιστα και τα δύο αδέλφια του τα οποία αντιμετώπιζαν πολύ σοβαρά προβλήματα υγείας. Οι ανάγκες τον έστειλαν δεξιά και αριστερά, ακόμη και μετανάστη στην Γερμανία για κάποια χρόνια, με τον νεαρό –ακόμα- Κώστα να παλεύει για τα πάντα. Κάθε βήμα, κάθε ανάσα του στην ζωή ερχόταν μετά από πολύ κόπο και ιδρώτα. Με τον αγώνα του κέρδισε, άλλωστε, την ζωή του.
Εκείνο που δεν γνωρίζουν όσοι τον έμαθαν μόνο μέσα από τις βιντεοκασέτες είναι ότι το παρελθόν του Τσάκωνα έχει ρίζες που φτάνουν μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’70. Τότε ήταν που ο συμμαθητής του, Κώστας Ζυρίνης, του ζήτησε να παίξει έναν μικρό ρόλο στο φιλμ «Ταράτσα». Εκείνος αρχικά αρνήθηκε, όμως η επιμονή του φίλου του τον έβγαλε τελικά στην μεγάλη οθόνη. Ο Θόδωρος Μαραγκός ο οποίος είχε αναλάβει το μοντάζ, θρυλείται ότι ήταν ο πρώτος που είδε αυτό το «κάτι» που σχεδόν 15-20 χρόνια αργότερα θα έβλεπε και ο υπόλοιπος κόσμος.
Τα επόμενα χρόνια θα συνεχίσει να συμμετέχει σε διάφορες ταινίες, χωρίς πάντως να βγάλει από την… κωλότσεπη τα κατσαβίδια ή άλλα εργαλεία και από το αυτί το μολύβι, όπως έκανε κάθε τυπικός «μαστροχαλαστής» κάθε εποχής.
Ουσιαστικά το φιλμ που έφερε την τεράστια αλλαγή ήταν το «Θανάση σφίξε κι άλλο το ζωνάρι» όπου έπαιξε στο πλευρό του τεράστιου Θανάση Βέγγου, κερδίζοντας με την ερμηνεία του το «διαβατήριο» που αργότερα θα του εξασφάλιζε σημαντικούς ρόλους σε φιλμ σαν το «Μάθε παιδί μου γράμματα» ή το «Τι έχουν να δουν τα μάτια μου», μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80, που σήμερα θεωρούνται κλασικά από τους λάτρεις του είδους.
Από αυτά τα φιλμ έχουν μείνει ιστορικές ατάκες και μονόλογοι που μνημονεύονται ακόμη και σήμερα, ενώ από τις βιντεοταινίες που ακολούθησαν, όπως η «Κλασική περίπτωση βλάβης» ή το σίκουέλ της «Μεγάλη Απόφραξη», έμεινε για πάντα συνυφασμένος με την εικόνα του «πολυτεχνίτη» που ταλαιπωρείται από τους πάντες και τα πάντα και την ίδια ώρα ταλαιπωρεί δίχως έλεος και μέχρι σπαρταριστών… δακρύων τον «αιώνιο» βοηθό του, σε ρόλο «φερερέ», Τάσο Κωστή!
Την ίδια εποχή, έχοντας γίνει πλέον ευρύτερα γνωστός, μεσουρανεί και στην επιθεώρηση όπου αποδεικνύει ότι είναι γεννημένος για το σανίδι. Δεν έχει σημασία καν τι λέει ή τι ατάκες θα γραφτούν για αυτόν. Πολλές φορές η είσοδός του και μόνο, ένα βλέμμα ή ένας μορφασμός είναι στοιχεία αρκετά για να ξεσπάσει το κοινό σε γέλια. Αυτό το «μουτσούνι», όπως τον είχαν αποκαλέσει, δείχνει να έχει μια πρωτοφανή σύνδεση με τους θεατές, με μια ξεκάθαρη απλότητα που παραπέμπει στην γνήσια αθωότητα της παιδικής ηλικίας όπου το χιούμορ είναι μια διαδικασία αβίαστη και οδηγεί σε λύτρωση και ανάταση ψυχής.
Παρά την μεγάλη επιτυχία του ο Τσάκωνας θα αντιμετωπίσει αργότερα έντονα οικονομικά προβλήματα. Παράλληλα γίνεται και προστάτης για τα δύο αδέλφια του (με νοητική υστέρηση και κρίσεις επιληψίας, αντίστοιχα) και ουσιαστικά πλέον ζει για αυτά, προσπαθώντας να καλύψει τα δεδομένα κενά που αφήνει ένα κράτος που μόνο πρόνοιας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί.
«Δίνω τα πάντα για να μπορούν τα αδέλφια μου να ζουν άνετα, να μην τους λείπει τίποτα. Είναι η ψυχή μου, το αίμα μου. Όσο ζω και υπάρχω θα φροντίζω για τα αδέλφια μου. Παρ’ όλη τη ζημιά που έπαθα το 2004, προσπαθούσα να κάνω τα πάντα, οποιαδήποτε δουλειά για να μπορέσω να ανταπεξέλθω στα προβλήματα», είχε πει αργότερα όταν πλέον δεν έβρισκε εργασία ως ηθοποιός αλλά διατηρούσε την επαφή του με τον κόσμο που τον λάτρεψε ακόμη και λέγοντας απλά ανέκδοτα…
Τον Σεπτέμβριο του 2004 την ώρα που ο Κώστας Τσάκωνας, περνούσε με τη βέσπα του από τη λεωφόρο Βουλιαγμένης, όπου εκτελούνταν έργα διαμόρφωσης χώρων του δήμου Αθηναίων, συνέβη κάτι που έμελλε να αλλάξει τη ζωή του. Ένα θηριώδες δέντρο, ύψους 15 μέτρων, του οποίου οι ρίζες είχαν κοπεί, έπεσε στο κεφάλι του με αποτέλεσμα να τραυματιστεί σοβαρά.
Ο ίδιος περιέγραψε στην Espresso όσα συνέβησαν εκείνη τη μέρα: «Έκλεισε όλη η Βουλιαγμένης. Τέτοιο ύψος είχε το δέντρο. Εγώ ζαλίστηκα και έπεσα κάτω. Ευτυχώς που φορούσα κράνος, γιατί αλλιώς θα ήμουν νεκρός. Με συνέφεραν οι περαστικοί. Αμέσως μετά πήγα στο πλησιέστερο ΙΚΑ και με παρέπεμψαν στο Ασκληπιείο. Έκανα εγκεφαλογράφημα και η διάγνωση ήταν απώλεια πρόσφατης μνήμη. Η διάγνωση μιλούσε για έντονη σημειολογία μετακακωσικού συνδρόμου με ζάλη, κεφαλαλγία, αστάθεια, διαταραχές στην πρόσφατη μνήμη και στην ικανότητα συγκέντρωσης. Αμέσως κυκλοφόρησε η βρόμα στο θέατρο ότι ξεχνάω τα λόγια μου. Κι ενώ είχα συμφωνήσει να ακολουθήσω τον θίασο στον οποίο συμμετείχα τον χειμώνα ως πρωταγωνιστής για ογδόντα τέσσερις παραστάσεις με το ποσό των 700 ευρώ για κάθε παράσταση, έμεινα κλινήρης χάνοντας 58.800 ευρώ».
Ελάχιστα χρόνια αργότερα υπέστη εγκεφαλικό και στο τέλος χτυπήθηκε και από καρκίνο στην ουροδόχο κύστη. Έχοντας ζήσει τον βίο που έζησε και παρά τις χημειοθεραπείες και τους φρικτούς πόνους, δεν φοβήθηκε τον θάνατο. Έκανε πλάκα ακόμη και σε αυτόν. Άλλωστε, όπως χαρακτηριστικά έλεγε με εκείνο το κλασικό χαμόγελο, «τον θάνατο και την εφορία δεν τα αποφεύγει κανείς»….
Πηγή: menshouse.gr