Δυσκοιλιότητα: Ανακαλύφθηκε άγνωστος μικροοργανισμός που την προκαλεί – Τι σημαίνει για τη θεραπεία

Επιστήμονες στο Ιατρικό Κέντρο Cedars-Sinai ανακάλυψαν ότι ένας μικροοργανισμός γνωστός ως «αρχαία» μπορεί να ευθύνεται για πεπτικά προβλήματα που προκαλούν δυσκοιλιότητα σε κάποιους ανθρώπους, ανοίγοντας το δρόμο για καλύτερες θεραπείες.

Η έρευνα, που περιλάμβανε 19 μελέτες και δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Clinical Gastroenterology and Hepatology τον περασμένο μήνα, αναφέρει δεδομένα από 1.500 και πλέον άτομα, και παρατήρησαν μια μεγάλη ανάπτυξη «αρχαίων» στο έντερο –έναν τύπο μικροοργανισμού που παράγει μεθάνιο, με αποτέλεσμα να έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να εμφανίσουν δυσκοιλιότητα.

«Όσοι έχουν υπερανάπτυξη εντερικού μεθανογόνου (IMO) – πάρα πολλά αρχαία στο έντερο – θα μπορούσαν να επωφεληθούν από ένα εξατομικευμένο σχέδιο θεραπείας για την αντιμετώπιση της βασικής αιτίας των συμπτωμάτων τους» αναφέρουν οι επιστήμονες στην έρευνα τους.

«Ο στόχος είναι να προχωρήσουμε στην ανάπτυξη ειδικών θεραπειών και εξατομικευμένης θεραπείας για την ομάδα ανθρώπων που αντιμετωπίζει δυσκοιλιότητα λόγω του ΙΜΟ», δήλωσε ο Δρ. Ali Rezaie, ιατρικός διευθυντής του προγράμματος Cedars-Sinai GI Motility και ένας από τους συγγραφείς της μελέτης.

Τα συμπτώματα της δυσκοιλιότητας

Η δυσκοιλιότητα είναι μια πολύ συχνή πάθηση που ταλαιπωρεί εκατομμύρια ανθρώπους ανά τον κόσμο, ενώ μόνο στις ΗΠΑ, επηρεάζει τη ζωή του 16% των ενηλίκων με 3 στους 10 να είναι άνω των 60 ετών.

Τα βασικά της συμπτώματα της δυσκοιλιότητας είναι φούσκωμα, κοιλιακό άλγος και δυσκολία στην κίνηση του εντέρου ενώ μπορεί να εμφανιστεί λόγο έλλειψης φυτικών ινών, καθιστική ζωή, παρενέργειες από φάρμακα, διαταραχή του ύπνου και άγχος.

Ένα υγιές μικροβίωμα του εντέρου, χαρακτηρίζεται από πλούτο και ποικιλία μικροοργανισμών – αλλά εάν ένα στέλεχος γίνει κυρίαρχο, αυτή η ανισορροπία μπορεί να οδηγήσει σε διαταραχή της πέψης και συμπτώματα όπως δυσκοιλιότητα ή διάρροια.

Η δυσκοιλιότητα αντιμετωπίζεται συνήθως με καθαρτικά, τα οποία αντιμετωπίζουν προσωρινά το πρόβλημα χωρίς να θεραπεύεται η βασική αιτία των πεπτικών προβλημάτων.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα καθαρτικά μπορεί να μην διευκολύνουν την κατάσταση και να επιδεινώσουν τα συμπτώματα, όπως η διάρροια και το φούσκωμα.

Η ανακάλυψη αυτή ωστόσο, μπορεί να οδηγήσει σε νέες θεραπευτικές επιλογές σε όσους η δυσκοιλιότητα σχετίζεται με την υπερανάπτυξη αρχαιοειδών στο μικροβίωμα του εντέρου.

«Η μελέτη μας διαπίστωσε ότι οι ασθενείς με ΙΜΟ είναι πιο πιθανό να έχουν ιδιαίτερα σοβαρή δυσκοιλιότητα, και λιγότερο πιθανό να έχουν αδιάκοπη διάρροια», είπε ο Rezaie. «Οι ασθενείς, ωστόσο, ανέφεραν επίσης πολλά άλλα συμπτώματα που σχετίζονται με το έντερο, όπως φούσκωμα σε ποσοστό 78%, κοιλιακό άλγος (65%) και μετεωρισμός(56%)» ενώ σπανιότερα παρουσίασαν διάρροια και ναυτία.

Πώς εντοπίζεται η ύπαρξη αρχαίων στο έντερο

«Η πάθηση θα μπορούσε να διαγνωστεί σχετικά εύκολα, με ένα απλό τεστ αναπνοής για τη μέτρηση του μεθανίου. Οι ασθενείς θα μπορούσαν στη συνέχεια να ακολουθήσουν ένα θεραπευτικό σχήμα για την καταστολή της ανάπτυξης αρχαιοειδών στο έντερο, με αντιβιοτικά και μια εξειδικευμένη δίαιτα αποφεύγοντας εντελώς τη χρήση καθαρτικών καθώς δεν είναι μέρος της αντιμετώπισης» υποστηρίζει ο Ρεζάι.

«Ιστορικά υπήρχε έλλειψη πληροφοριών σχετικά με τον ρόλο των αρχαίων στην υγεία και τις ασθένειες», δήλωσε ο Δρ Πίτερ Τσεν, προσωρινός πρόεδρος του Τμήματος Ιατρικής στο Cedars-Sinai,

Ο Thomas Idris Marquand, επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο του Cambridge που έχει μελετήσει τη διερεύνηση του μεθανίου στην αναπνοή μιλώντας στο Newsweek υποστηρίζει ότι «μέχρι σήμερα δεν είχαν εντοπιστεί τα αρχαία καθώς οι άνθρωποι που αναφέρουν γαστρεντερικά συμπτώματα μπορεί κάλλιστα να έχουν αυξημένο μεθάνιο στην αναπνοή τους χωρίς καν να το γνωρίζουν. Στην πραγματικότητα, φαίνεται ότι περίπου το 20 με 40% των ανθρώπων έχει αυτό το επιπλέον μεθάνιο στην αναπνοή τους».

«Είμαστε πλέον σίγουροι ότι όλα έχουν να κάνουν με το μικροβίωμα του εντέρου. Τα μεθανογόνα είναι αρχαία (όχι βακτήρια), που γνωρίζουμε ότι υπάρχουν στα έντερα ορισμένων ανθρώπων και όχι σε κάποιους άλλους.  Είναι πιθανό να τα κληρονομούμε από τους γονείς μας, με τον ίδιο τρόπο που αποκτούμε και το υπόλοιπο μικροβίωμα του εντέρου μας, την τροφή και το περιβάλλον» αναφέρει ο Marquand ο οποίος θεωρεί ότι η έρευνα γύρω από τ θέμα θα πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω.

πηγή oloygeia.gr