Ε. Λειβαδά: Τη νύχτα του Φλεβάρη του 1998 που οι Ληξουριώτες έκλεψαν τον καρνάβαλο από τσου Αργοστολιώτες

Πριν το μεγάλο απαράτο του ληξουριώτικου καρναβαλιού οι συζητήσεις και τα κουτσομπολιά ποστιάζονταν στο μυαλό των ληξουριωτών που σύχναζαν στους καφενέδες. Και δέκα μέρες μπριτού τη μεγάλη περαντζάδα του καρνάβαλου, μιας παρέας από δαύτες σε ένα καφενέ τση πλατέας, τση μπήκε η ιδέα να κλέψει το ‘’σιόρ καρνάβαλο’’ τ΄ Αργοστολιού. Έδιναν και έπαιρναν οι ιδέες από τότε στην παρέα αυτή κι έτσι οι μέρες περνούσαν! Φιναλμέντε, σε ένα κουτούκι μέσα, αποφάσισαν να καταστρώσουν το τελειωτικό σκέδιο και να μοιράσουν τσου ρόλους.
Οι ανοματαίοι -οχτώ άντρες και δυο κοπέλες- με τρία αυτοκίνητα -μπλε, άσπρο, μπεζ-, σύμφωνα με το σκέδιο, το βράδυ -κατά τσι 2 και μισή-τση παραμονής τση μεγάλης παράτας, αμολάρισαν για τ΄ Αργοστόλι. Μαζί τους είχαν τα σύνεργα και μεταξύ αυτών ήταν και …λιόπανα! Έφτακαν στη μεγάλη πρωτεύουσα τση νήσου, κοντά στο τόλ πίσω από το ΚΤΕΛ, και ετοιμάστηκαν να αναλάβουν τσου ρόλους τσου. Αφουγκράστηκαν τσου ήχους και τσου περαστικούς κι αφού σιγουρεύτηκαν, ένα αντρόγυνο από δαύτους καλού-κακού, έστεκε μισαγκαλιασμένο παρακεί παριστάνοντας τσου αμορόζους για να γλέπουν μήπως και φανεί … κάνας οχτρός! Οι άλλοι ανοματαίοι μαζί με τον ‘κοντό’ και τον ‘ψηλό’, προσπαθούσαν να ανοίξουν την πόρτα του τολ, ανοίγοντας μια τρούπα τσι λαμαρίνες. Αφού ανοίχτηκε η τρούπα οι άλλοι πέταξαν τον ‘κοντό’ μέσα κι ακούστηκε ένα …μπαμ! Τούτο γένηκε γιατί έσκασε με την καρκάλα του πάνω σε… μπογιές! Ο … μπογιατισμένος ‘κοντός’, δε μπορούσε να ορθώσει τσι λέξεις καλά κι έτσι είπε : « ε…ε…ε…ε…δώ είναι! Δω…δω…δώστε μου το γκόφτη (=κόφτης)». Αφού λοιπόν πήρε το …γκόφτη ξεκίνησε το …έργο του! Περνούσε όμως η ώρα κι οι απέξω άρχισαν να ανησυχούν. Μετά από πολύ …κόπο και … κάτι η ταραχή του, κάτι οι μπογιές που του θόλωσαν τα μάτια, κάτι το σκοτάδι που ήτανε πυκνό κι ο ‘κοντός’ αντίς να κόψει την αλυσίδα έκοψε το …λουκέτο και μάλιστα χτυπώντας το σαγόνι του!
Έτσι ανοίχτηκε η πόρτα του τολ και μπουκάρησαν όλοι μέσα. Την ώρα που είγδαν τον καρνάβαλο που κρατούσε ένα μπικερίνι στο χέρι και μπριτού προλάβει να τζου πει : « Καλώς τσου Ληξουριώτες. Πώς σας περίμενααααααα!», εφκείνοι άπλωσαν τα λιόπανα και τον κουκούλωσαν! Κι εφκειός … αφού του τάξανε πως θα ντονε γράψει η ιστορία, έκαμε τσίτο  μόκο) κι αφέθηκε να γένει ο πρωταγωνιστής του …κάζου! Αφόντες τελείωσε το κουκούλωμα και το δέσιμο των λιόπανων ολόγυρά του -μήπως και μείνει ολοτσίτσιδος καθ΄ οδόν-, κοτσάρησαν την πλατφόρμα του καρνάβαλου στο πίκολο μπλε αυτοκίνητο κι αμολάρησαν για Ληξούρι, δια μέσω Κουτάβου!
Κάποιος από εφκειούς τσου ανοματαίους, πήρε τελέφωνο την Αστενομία του Αργοστολιού και είπε στον αστενόμο τση βάρδιας :
– Βωρέ, τι έχει να πάθει ο καρνάβαλός σας απόψεεεε! .
Κιο, ο αστενόμος νόμισε πως ήτανε πλάκα και …τού ΄κλεισε το τελέφωνο.
Ξεκίνησε λοιπόν η …μπομπή για το Ληξούρι!
Μετά το Δράπανο κι εκεί που ο δρόμος ήταν γιομάτος πεύκα, ο όγκος του καρνάβαλου έγγιαζε τσι άκριες των πεύκονε κι έπεφταν τα κουκουνάρια μέσα στην κασέλα του πίσω αυτοκίνητου. Εφκείνοι εφτού, οι δράστες του κάζου, ενομίζανε πως ξυπνήσανε οι Αργοστολιώτες και τσου πετάγανε … μαρόκες. Κοντά να φτάσουνε στα Φάρισα αντιληφθήκανε ξωπίσω τους τα φώτα ενός αυτοκινήτου. Αυτοί νόμισαν πως τσου καταλάβανε για δεύτερη φορά οι Αργοστολιώτες και εμπόδιζαν το διάβα του. Μόλις όμως τ΄ αυτοκίνητο έβαλε μπροστά τη σειρήνα -γιατί είχε από δαύτη- και είδανε και τσι πινακίδες του, κατάλαβαν πως πρόκειται για κάποιο έκτακτο περιστατικό, έκαμαν στην ..πάντα κι άφησαν το βιαστικό οδηγό να περάσει.
Η διαδρομή κύλησε ευτυχώς ομαλά, παρόλο που τον καρνάβαλο τον έπαιρνε ο …ύπνος στο δρόμο κι έκανε … μπρός μυτιές! Τη μεγαλύτερη μυτησιά την έδωκε καθώς κατέβαιναν το Σκαβδολίτη κοντά στα πεύκα, στο μέρος που λέγεται πως βγαίνουν τα δαιμονικά! Τότε όλοι κατάλαβαν πως εφκειός ο Αργοστολιώτης Διόνυσος βρήκε τσου ομοϊδεάτες του και τσού ΄καμε΄… βαθύ χαιρετισμό!
Περνώντας τη γέφυρα, κοντά στην πλάκα τση Ελένης -έτσι λέγεται το μέρος εκείνο του Λιβαδιού-, σταμάτησε αυτή η παράξενη κομπανία για να …ξαποστάσει. Πλεύρισαν στο στρατί, βγήκαν όλοι έξω από τα αυτοκίνητα, ασπάστηκαν χιαστί και σταυρωτά ο ένας τον άλλο κι ένας από δαύτους φίλησε τα Άγια Χώματα τση Παλλικής ευχαριστώντας το ντόπιο θεό για την προστασία Του! Μετά από αυτό το τελετουργικό , έφυγε πρώτο το μπεζ αυτοκίνητο με κείνο τον ξεμωραμένο ασπρομάλλη με τα πολύ κοντά μαλλιά, και κατευθύνθηκε σε ένα κοντινό χωρίο. Ήθελε να ζητήσει τη βοήθεια από ένα φίλο που εγνώριζε από …ρόδες, για να φέρουν εις πέρας ολόκληρο το …κάζο! Καθώς έμπαινε ο ξεμωραμένος ασπρομάλλης στο Ληξούρι μαζί με το ..συνεργείο βουλκανιζατέρ, είδε ξαφνικά τον ‘’Βραχονησίδα’’ ή Καμπόη (=αστενόμος του Ληξουρίου) που έτρεχε με το ‘’100’’ πάνω – κάτω και νόμισε πως πάει να τζου κάμει ‘’κακό’’. Τότε ακολουθήσανε το ‘’Βραχονησίδα’’ ή ‘’Καμπόη’’ αλλά αυτός αδιαφόρησε γιατί ενόμισε πως εκειό που αντίκρυσε ήταν η …συμμετοχή άρματος τση Πυλάρου! Κατά τσι 6 παρά 10 πέρναγαν από τη ΒΕΣ και επειδή το καλώδιο τση ΔΕΗΣ -εκεί κοντά στο σπίτι του Γαλανού-, ήτανε χαμηλό, ένας από δαύτους, με ένα μεγάλο αντριστέλι (=ξύλο ψηλό), σήκωσε το καλώδιο και πέρασε κάτωθέ του, ο Αργοστολιώτης άρχοντας.
Τέλος, …η μπομπή .. προσάραξε στο πόρτο τση Χωροπούλας, πίσω από τη στάτουα του σιόρ Αντρία του Λασκαράτου. Εφκειός ο ποέτας τσου καλοσώρισε και τσου ρώτησε τι κουβαλούνε σκεπασμένο στον τόπο τους. Του απάντησαν :
– Σιορ Αντρία μου, στο ένα χέρι σου κρατάς το βιβλίο και στο άλλο το καπέλο. Σε γλέπουμε από καιρό οπ΄ όχεις φαγούρα και επειδής δεν έχεις χέρι να ξυστείς, εφέραμε τούτον εδώ για να σε ξύσει!
Ξεσπεπάσανε και ποστιάσανε τον Αργοστολιώτη άρχοντα με γυρισμένη την πλάτη του προς τη γενέτηρά του, πίσω από τη στάτουα. Έπειτα ανέβηκε ένας από δαύτους κρατώντας ένα κομμάτι χοντρό σκοινί και το πέρασε γύρω από το λαιμό του καρνάβαλου. Το άλλο άκρο του σκοινιού, το έδωσαν να το κρατά ο σιορ … Αντρίας. – Βωρές, φέρτε μου τε το εδώ μην αμολάρει και φύγει ο καρνάβαλος τσου!
Το .. πρόχειρο συνεργείο βουλκανιζατέρ έβγαλε τσι ρόδες από την πλατφόρμα του καρνάβαλου και τονε πίθωσε κάτου.
Το πρωί, σα βγήκε για τα καλά ο ήλιος του Ληξουρίου, έπεσε μήνυμα από το Αργοστόλι για την …αναζήτηση του καρνάβαλου. Ο Δήμαρχος δεν ήξερε τίποτσι! Μ΄ αφού έμαθε τι λογής …ζωντανό πάει περίπατο ο σιορ Αντρίας, προσπάθησε να καλμάρει την ένταση και το θυμό των Αργοστολιωτών που έφαγαν τα λυσσιακά τσου για να μάθουνε τι γένηκε τη νυχτιά που πέρασε και τσου στέρησε το καρναβαλικό τους δημιούργημα! Λιποθυμίες, ζαλάδες, κατάρες, φωνές…. Ω! μπα γιέ , μπα γιέ…τι γένηκε!
Μετά από διαπραγματεύσεις των δυο … χωρών, τοιμάστηκαν τα πιστρόφια του … γαμπρού τ΄ Αργοστολιού με το Φέρυ. Αφού διορθώθηκαν οι ρόδες της πλατφόρμας, φορτώθηκε ο άρκοντας στο Φέρυ και πήρε το δρόμο του γυρισμού.
Μόλις αριβάρισε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τον περίμεναν οι δικοί του! Πάνω στο μόλο, ήτανε συμπτωματικά ο Βαγγέλης Αραβαντινός, ο γνωστός Ληξουριώτης, και τόμου είγδε εφκειό το κάζο, σήκωσε τα δυο του χέρια κι άρχισε την … ψαλτική:
– Αφέντη μουουουου, τι σου εκάμανε εφκείνοι; Πού σε πήγανε; Τι σου κάμανε βωρέ;
Κι ο καρνάβαλος μισοσκασμένος από τα γέλια, πήγε να ετοιμαστεί για να πρωτοστατήσει στην μπομπή του τ΄ Αργοστολίου και γύρω του οι … σπαβενταρισμένοι από την απαγωγή δικοί του, υπόσχεση έδωκαν μυστική, το κακό να ανταποδώσουν!

Γερασιμάκης ο Αλαφιασμένος
Για την ιστορία:
Τώρα που πέρασαν ήδη γεμάτα 20 χρόνια, μπορώ να αποκαλύψω πώς πίσω από το «Γερασιμάκης ο Αλαφιασμένος» ήμουν εγώ, χωρίς να έχω καμμιά ανάμειξη με την απίστευτη παρέα από το Ληξούρι που συνέλαβε την κλοπή του Αργοστολιώτικου καρνάβαλου, μια ευρηματική ιδέα που την έγραψε πλέον η ιστορία και που τα πρωτεία κρατά το σπιρτόζικο πνεύμα του Ληξουριώτικου καρναβαλιού. Την περιγραφή είχα από ένα μέλος από την παρέα. Η φωτογραφία είναι της Μαρίας ΝτεΡοζάριο.
Ευρυδίκη Λειβαδά