Είναι ωραία τα κλισέ, εμπεριέχουν δύναμη συμπύκνωσης, βρίσκουν ανταπόκριση. Μεταφέρουν επίσης νόημα και καταστάσεις με γρήγορο τρόπο. Το αυτό ισχύει και για το «όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, κάποιον Έλληνα θα βρεις». Προφανώς και δεν είναι έτσι. Αλλά έχει δόση αλήθειας και κυρίως εμφανίζονται περιπτώσεις που λες «ε μα ναι, τελικά είμαστε παντού!».
Αφορμή για αυτόν τον… πατριωτικό – να το ομολογήσουμε – πρόλογο είναι ότι ο θεωρούμενος εθνικός ποιητής και συγγραφέας της Ιαπωνίας έχει ελληνικές ρίζες! Καταγόταν συγκεκριμένα από τη Λευκάδα. Αυτή είναι η σύνοψη του ταραχώδους βίου του Λευκάδιου Χερν. ‘Η Γιακούμο Κοϊζούμι επί το ιαπωνικότερο, ήτοι «εκεί όπου γεννιούνται τα σύννεφα»,
Ενός πολίτη του κόσμου, ενός επίμονου και γεμάτου τόλμη και φαντασία ανθρώπου που μετέτρεψε τις εμπειρίες του, θετικές και αρνητικές, σε λέξεις, μιλώντας απευθείας στην καρδιά των ανθρώπων. Μια δύναμη που έχουν λίγοι. Εκλεκτοί.
Η ζωή του θα μπορούσε να είναι η ίδια μυθιστόρημα. Γεννήθηκε το 1850 στη Λευκάδα, από Ιρλανδό πατέρα (αξιωματικό του βρετανικού στρατού) και Ελληνίδα μητέρα, ονόματι Ρόζα Κασιμάτη (με καταγωγή από τα Κύθηρα). Βαφτίστηκε Λευκάδιος Πατρίκιος.
Δεν είχε ευτυχισμένη παιδική ηλικία. Κάθε άλλο. Οι γονείς του, στην ουσία, τον παράτησαν. Η μητέρα του δεν άντεξε τη ξενιτιά και το μουντό κλίμα της Βρετανίας, όπου μετακόμισαν όταν ο Λευκάδιος ήταν 2 ετών. Κυρίως όμως το ότι ήταν ανεπιθύμητη από τους συγγενείς του άνδρα της, ο οποίος λίγο μετά μετατέθηκε στις δυτικές Ινδίες, αφήνοντάς την μόνη σε αφιλόξενο περιβάλλον.
Το παιδί της ήταν τεσσάρων χρόνων όταν εκείνη το εγκατέλειψε για να γυρίσει στην Ελλάδα με τα πρώτα σημάδια της ψυχικής νόσου να έχουν κάνει την εμφάνισή τους πάνω της – χρόνια αργότερα, θα πέθαινε ως τρόφιμος σε ψυχιατρείο.
O πατέρας του παντρεύτηκε άλλη γυναίκα και αποτέλεσμα αυτού ήταν ο Λευκάδιος να μεγαλώσει στο Δουβλίνο υπό την κηδεμονία της εξουσιαστικής και άκρως συντηρητικής θείας του, Σάρα Μπρέναν. Σύμφωνα με τις καταγεγραμμένες μαρτυρίες του, τού έκανε το βίο αβίωτο με την αυστηρότητά της και με τις τιμωρίες που του επέβαλε.
Έλαβε καθολική εκπαίδευση – κάτι που ποτέ δεν αποδέχτηκε ως τρόπο διδασκαλίας – και μεγάλωσε μέσα στις φοβίες και τα συμπλέγματα. Το μοναδικό ίσως κέρδος του ήταν ότι καρπώθηκε ευρεία μόρφωση, επίσης πως έμαθε άπταιστα γαλλικά. Ο σπόρος μιας γενικότερης φιλομάθειας που τον ακολούθησε στη μετέπειτα διαδρομή του, ανελλιπώς.
Σε ηλικία 16 ετών είχε μια μεγάλη ατυχία. Χτύπησε το αριστερό του μάτι στην αυλή του σχολείου του και έχασε την όρασή του. Για το υπόλοιπο της ζωής του, πόζαρε πάντα δεξί προφίλ όταν έβγαινε φωτογραφίες, ώστε να μη φαίνεται το λαβωμένο του μάτι. Ήταν κάτι που τον έκανε να νιώθει μειονεκτικά.
Στα 19 του, μετανάστευσε στην Αμερική. Αναγκάστηκε να ζήσει σε συνθήκες μεγάλης φτώχειας, μέχρι που βρήκε δουλειά στην εφημερίδα του Σινσινάτι, Daily Enquirer. Λίγο μετά παντρεύτηκε, όμως έκανε το «έγκλημα» για την εποχή να επιλέξει για σύντροφό του μια μαύρη γυναίκα, δείγμα του πόσο προοδευτικός και αντισυμβατικός ήταν. Αυτό ήταν κάτι που απαγορευόταν, υπήρχε νόμος περί επιμειξίας. Συνέπεια αυτού ήταν να απολυθεί και να βρεθεί ξανά στο μηδέν.
Δεν το έβαλε κάτω. Η συνέχεια της διαδρομής του τον βρίσκει σε διάφορα μέρη: Νέα Ορλεάνη επί μια 10ετία (την αγάπησε αυτήν την εξωτική πόλη), Μαρτινίκα, Νέα Υόρκη. Παγιώνεται ως ένας από τους πρώτους, και πιο αξιοσέβαστους, μεταφραστές γαλλικής λογοτεχνίας στις ΗΠΑ, δημοσιεύει έργα που βρίσκουν απήχηση και κερδίζουν αναγνώριση. Το πνεύμα της περιπέτειας ωστόσο δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Ήθελε να δει κι άλλα πράγματα, να γνωρίσει το διαφορετικό. Γι’ αυτό και με τη βοήθεια φίλων του που είχαν προσβάσεις, αποφάσισε να κινήσει για την Ιαπωνία, το 1890.
Εκεί ο Χερν θα βρει τον προορισμό του. Ένιωσε αμέσως πως ήταν φτιαγμένος για να ριζώσει σε αυτά τα μαγικά στα μάτια του μέρη. Προϊόντος του χρόνου, ασπάστηκε το βουδισμό, παντρεύτηκε τη Σετζουσόκο Κοϊζούμι, η οποία ήταν κόρη Σαμουράι και άλλαξε το όνομά του σε Γιάκουμο Κοϊζούμι. Μαζί της έκανε τέσσερα παιδιά. Πήρε την υπηκοότητα για να είναι σίγουρος για το μέλλον της οικογένειας του: «Έτσι, όταν πεθάνω, ο πρόξενος δεν θα μπορεί ν’ αγγίξει αυτά που ανήκουν στους δικούς μου ανθρώπους. Τα υπόλοιπα είναι σιωπή…», όπως είχε πει.
Εργάστηκε απόλυτα επιτυχημένα ως καθηγητής Αγγλικών, δημοσιογράφος και συγγραφέας, μέχρι το θάνατό του από έμφραγμα, σε ηλικία μόλις 54 χρονών.
Με μελάνι και χαρτί, αφηγήθηκε παραδοσιακές ιστορίες, σκοτεινούς μύθους, αλλόκοτες δοξασίες, παγερές νύχτες με φαντάσματα, νεαρούς Σαμουράι και ματωμένα ξίφη. Άφησε λογοτεχνική προίκα 4.000 σελίδων και έναν πολυπολιτισμικό μύθο. Στο έργο του, μεταξύ άλλων, είναι εμφανής ο πόνος για τη χαμένη παιδικότητα. Για τον ξεριζωμό από τη Λευκάδα, για τον αποχωρισμό από τη μητέρα του σε πολύ τρυφερή ηλικία.
Την Ελλάδα την κουβαλούσε πάντα μέσα του κι ας ήταν μια πρώιμη ανάμνηση κλειδωμένη κατά βάση στο υποσυνείδητο του. Φαίνεται από το ότι από τα δύο ονόματά του κράτησε μόνο το Λευκάδιος, απαρνούμενος το ιρλανδικό Πάτρικ, που του θύμιζε μια περίοδο της ζωής του που προτιμούσε να ξεχάσει.
Με ένα θαρρείς μαγικό τρόπο, πέτυχε να γεφυρώσει καλλιτεχνικά και πολιτισμικά την απόσταση ανάμεσα στη Δύση και στην Ανατολή. Έδωσε στους Ιάπωνες τους μύθους τους. Ανέδειξε τη ψυχή τους – ένας ξένος που έγινε δικός τους. Τον αγκάλιασαν ως έναν από τους σπουδαιότερους συγγραφείς τους, ενώ διέσωσε την προφορική παράδοση αιώνων της χώρας, γι’ αυτό και τα βιβλία του είναι περιζήτητα.
Έγραψε πολλά μυθιστορήματα και ταξιδιωτικά διηγήματα, μέσω των οποίων γνώρισε στη Δύση τον πολιτισμό της Ανατολής. Στα ελληνικά κυκλοφορούν: Το αγόρι που ζωγράφιζε γάτες και άλλες ιστορίες (εκδόσεις Εστία), Εντός του Κύκλου των Ψυχών (εκδόσεις Ίνδικτος), Η Χώρα των Χρυσανθέμων (εκδόσεις Κέδρος), Ιαπωνικοί Θρύλοι (εκδόσεις Σιδέρη), Κείμενα από την Ιαπωνία (εκδόσεις Ίνδικτος).
Τα κείμενα της πρώιμης συγγραφικής περιόδου του εκδίδονται σε βιβλίο το 1894, με τίτλο “Glimpses of Unfamiliar Japan”, το οποίο θεωρήθηκε αργότερα κλασικό στην Ιαπωνία και άρχισε να διδάσκεται στα σχολεία.
Σήμερα στη Λευκάδα λειτουργεί μουσείο για τον Χερν. Εγκαινιάσθηκε στις 4 Ιουλίου 2014 – στην Ιαπωνία υπάρχουν τρία (στο Ματσούε, στο Κουμαμότο και το Γιαϊζού). Εκεί ο επισκέπτης μπορεί να βρει πρώτες εκδόσεις, σπάνια βιβλία και ιαπωνικά συλλεκτικά αντικείμενα, ενώ μπορεί να περιηγηθεί στις σημαντικές στιγμές της πολυεπίπεδης ζωής του.
Στην πλάκα που έστησαν οι φοιτητές του στον τάφο του υπήρχε το εξής κείμενο: «Στον Λευκάδιο Χερν, του οποίου η πένα υπήρξε πιο ισχυρή ακόμα και από τη ρομφαία του ένδοξου έθνους που αγάπησε, έθνους που πιο μεγάλη τιμή του υπήρξε ότι τον δέχτηκε στις αγκάλες του ως πολίτη και του πρόσφερε, αλίμονο, τον τάφο». Μια βαθιά ένδειξη τιμής σε έναν σπουδαίο άνδρα που έζησε σαν ορφανός, παρότι και οι δυο γονείς του ήταν εν ζωή, χωρίς αυτό να τον κάνει να πάψει να αναζητά την αγάπη και το νόημα στις ανθρώπινες σχέσεις και στις λέξεις.
πηγή: menshouse.gr