«Ξέρω κάτι που μπορούσε Καίσαρ να σας σώσει…». Ενας στίχος που γράφτηκε από τον ποιητή Νίκο Καββαδία στις αρχες της δεκαετίας του 1930 και έγινε ευρέως γνωστός -όπως άλλωστε πολλά από τα δημιουργήματα του ποιητή της θάλασσας – μέσα από τη μελοποίησή του πολλά χρόνια αργότερα. Το συγκεκριμένο ποίημα δεν το «ανέδειξε» ο Θάνος Μικρούτσικος, αλλά έντυσε μουσικά και το ερμήνευσε ο Δημήτρης Ζερβουδάκης στα τέλη της δεκαετίας του ’80 καθώς το συμπεριέλαβε στο πρώτο του προσωπικό δίσκο, «Ακροβάτης» του 1989.
Πρόκειται για ένα ποίημα… απάντηση του Νίκου Καββαδία, σε έναν άλλον ποιητή, εκπρόσωπο της Γενιάς του ’20, και αποτέλεσε την αφορμή για μια μετέπειτα φιλία. Απευθύνεται, λοιπόν, στον ποιητή Καίσαρ Εμμανουήλ και ουσιαστικά φέρεται να απαντά στη φράση του Εμμανουήλ «Φαίνεται πια πως τίποτα – τίποτα δεν μας σώζει…» από το ποίημα του Taedium Vitae το οποίο όμως εκδόθηκε πολλά χρόνια αργότερα, αλλά θρυλείται πως είχε δημοσιευθεί σε κάποιο από τα καλλιτεχνικά περιοδικά της εποχής όπου και το είχε διαβάσει ο Νίκος Καββαδίας.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή, από τη στιγμή δηλαδή που ο νεαρός Νίκος Καββαδίας κάνει την εμφάνισή του στους ποιητικούς κύκλους της Ελλάδας του Μεσοπολέμου. Το 1932 θα κυκλοφορήσει το περιοδικό «Ρυθμός» και στο πρώτο του τεύχος, τον Σεπτέμβριο του 1932 -όπως μπορείτε να δείτε και στις σχετικές φωτογραφίες που αλιεύσαμε από το ΕΛΙΑ- φιλοξενεί το ποίημα του «Παράπονο». Μια δημιουργία του Καββαδία για την αδερφή του, που τα επόμενα χρόνια θα ξανακυκλοφορήσει με τον τίτλο «Mal du départ». Είναι το περίφημο «Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής...» που επίσης θα μελοποιηθεί πολλά χρόνια μετά και θα καθιερωθεί με τη φωνή του Κώστα Καράλη. Όπως σημειώνει ο Μιχάλης Γελασάκης, στο βιβλίο «Νίκος Καββαδίας – Ο αρμενιστής ποιητής», τον Δεκέμβρη του 1932, στο ίδιο περιοδικό δημοσιεύεται το ποίημα του Καίσαρα Εμμανουήλ «Taedium Vitae». Ενα πεσιμιστικό ποίημα που ξεκινά με τον στίχο «Φαίνεται πια πως τίποτα – τίποτα δε μας σώζει…».
Taedium Vitae
Φαίνεται πια πως τίποτα – τίποτα δε μας σώζει.
Του δωματίου σου η χλιδή, η ευωδιαστή ατμόσφαιρα, το σώμα σου, ένα αμάλγαμα από σμάλτο και κοράλλι, που ως τρόπαιο, ακόλαστη, όρθωσες μπροστά μου αχτινοβόλο, λυτή την άγρια αφήνοντας αγέλη των ιμέρων, όπλα σκληρά είναι που χτυπούν απελπισμένα απόψε τα σινικά της πλήξης μας τα τείχη!
Προς τη Σιωπή με τα πικρά και σφραγισμένα χείλη έχω, οδοιπόρος που η σκληρή θύελλα μαστίζει, στρέψει. Σ’ αυτή την επικίνδυνη και σκοτεινή καμπύλη, όταν ωραία θα φλέγεσαι, μαρμάρινη εσύ στήλη, μη με ζητήσεις: μια κλειστή θα κρούεις και ξένη πύλη!
Φαίνεται πια πως τίποτα – τίποτα δε μας σώζει.
Από μια κούραση βαθιά θανατωμένες πέφτουν, πέφτουν και σήπονται σωρό των στοχασμών οι αλκυόνες μες στου κρανίου μας τις βουβές και νυχτωμένες κόχες.
Κάτω απ’ αυτό το αχάτινο του πολυελαίου μας φέγγος (σα να θρηνεί στην οροφή μια τρυφερή σελήνη!) μες στην πυκνή κι ευωδιαστή της κοίτης σου ατμόσφαιρα, όπου η ηδονή σα θάνατος φενακισμένος έρπει, μια μέθη αλλόκοτη η θολή γεύεται απόψε σκέψη: πως ρόδα εβένινα ο ουρανός από ψηλά κυλώντας, μια πομπική, νεκρώσιμη μας ετοιμάζει στέψη!
«Κάτι που θα ’κανε γοργά να φύγει το κοράκι, που του γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά· να φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τα φτερά του, προς κάποιαν ακατοίκητη κοιλάδα του Νοτιά» η αναφορά στο κοράκι συνδέεται με τη μετάφραση που είχε κάνει ο Εμμανουήλ στο έργο του Εντγκαρ Αλαν Πόε
Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ
«Φαίνεται πια πως τίποτα – τίποτα δεν μας σώζει…» ΚΑΙΣΑΡ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ
Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει. Κάτι που πάντα βρίσκεται σ’ αιώνια εναλλαγή, κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων, και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατελείωτη γη.
Κάτι που θα ’κανε γοργά να φύγει το κοράκι, που του γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά· να φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τα φτερά του, προς κάποιαν ακατοίκητη κοιλάδα του Νοτιά.
Κάτι που θα ’κανε τα υγρά, παράδοξά σας μάτια, που αβρές μαθήτριες τ’ αγαπούν και σιωπηροί ποιηταί, χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουν με κάποιον τρόπο που, όπως λεν, δε γέλασαν ποτέ.
Γνωρίζω κάτι, που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει. Εγώ που δε σας γνώρισα ποτέ… Σκεφτείτε… Εγώ. Ένα καράβι… Να σας πάρει, Καίσαρ… Να μας πάρει… Ένα καράβι που πολύ μακριά θα τ’ οδηγώ.
Μια μέρα χειμωνιάτικη θα φεύγαμε. — Τα ρυμουλκά περνώντας θα σφυρίζαν, τα βρωμερά νερά η βροχή θα ράντιζε, κι οι γερανοί στους ντόκους θα γυρίζαν.
Οι πολιτείες οι ξένες θα μας δέχονταν, οι πολιτείες οι πιο απομακρυσμένες κι εγώ σ’ αυτές αβρά θα σας εσύσταινα σαν σε παλιές, θερμές μου αγαπημένες.
Τα βράδια, βάρδια κάνοντας, θα λέγαμε παράξενες στη γέφυρα ιστορίες, για τους αστερισμούς ή για τα κύματα, για τους καιρούς, τις άπνοιες, τις πορείες.
Όταν πυκνή η ομίχλη θα μας σκέπαζε, τους φάρους θε ν’ ακούγαμε να κλαίνε και τα καράβια αθέατα θα τ’ ακούγαμε, περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε.
Μακριά, πολύ μακριά να ταξιδεύουμε, κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει· εσείς τσιγάρα «Κάμελ» να καπνίζετε, κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουίσκυ.
Και μια γριά στο Αννάμ, κεντήστρα στίγματος —μια γριά σ’ ένα πολύβοο καφενείο— μια αιμάσσουσα καρδιά θα μου στιγμάτιζε, κι ένα γυμνό, στο στήθος σας, κρανίο.
Και μια βραδιά στη Μπούρμα ή στη Μπατάβια στα μάτια μιας Ινδής που θα χορέψει γυμνή στα δεκαεφτά στιλέτα ανάμεσα, θα δείτε –ίσως– τη Γκρέτα να επιστρέψει.
Καίσαρ, από ένα θάνατο σε κάμαρα, κι από ένα χωματένιο πεζό μνήμα, δε θα ’ναι ποιητικότερο και πι’ όμορφο, ο διάφεγγος βυθός και τ’ άγριο κύμα;
Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ανεκτέλεστα, λόγια κοινά, κενά, «καπνός κι αθάλη», που ίσως διαβάζοντάς τα να με οικτίρετε, γελώντας και κουνώντας το κεφάλι.
Η μόνη μου παράκληση όμως θα ’τανε, τους στίχους μου να μην ειρωνευθείτε. Κι όπως εγώ για έν’ αδερφό εδεήθηκα, για έναν τρελόν εσείς προσευχηθείτε.
Ποιος ήταν ο Καίσαρ Εμμανουήλ
Σε αντίθεση με τον Νίκο Καββαδία, εκείνη την χρονική περίοδο ο Καίσαρ Εμμανουήλ, γεννημένος στις αρχές του αιώνα με καταγωγή από την Πάτρα, ήταν γνωστός στους κύκλους των γραμμάτων. Είχε συνεργαστεί με πολλά περιοδικά, το 1929 είχε εκδώσει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Ο παράφωνος αυλός» και θεωρούνταν ως ένα εκπρόσωπος του νεορομαντισμού. Θεωρούταν ως ένα από τα νεαρά μέλη της Γενιάς του ’20, που ήταν ποιητές χαμηλών τόνων με την απαισιοδοξία και τη μελαγχολία να σκιαγραφείται πλήρως από τα ποιήματά τους. Κορυφαίες της Γενιάς ήταν ο Κώστας Καρυωτάκης και ο Κώστας Ουράνης, ενώ ανάμεσά τους συγκαταλέγονται και καλλιτέχνες όπως η Μαρία Πολυδούρη, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης και ο Τέλος Άγρας.
Στη συνέχεια της διαδρομής του ο Καίσαρ Εμμανουήλ κυκλοφόρησε τρεις ακόμη ποιητικές συλλογές, ασχολήθηκε με τις μεταφράσεις ξεχωρίζοντας τη δουλειά που έκανε πάνω στα ποιήματα του Εντγκαρ Αλαν Πόε ενώ θεωρείται πως στην πορεία της διαδρομής του στα γράμματα επηρεάστηκε από το ρεύμα του συμβολισμού και τα έργα των Γάλλων Σαρλ Μπωντλαίρ, Στεφάν Μαλαρμέ, Πωλ Βαλερύ.
Υπήρξε ακόμη, διερμηνέας στα χρόνια της κατοχής και είχε ρόλο εκπαιδευτικού. Μετά από το τέλος του πολέμου, επέστρεψε στην Ελλάδα και ασχολήθηκε ως το τέλος της ζωής του με τις μεταφράσεις. Πέθανε στις 24 Απριλίου του 1970 στο Δημοτικό Νοσοκομείο Αθηνών «χτυπημένος» από σακχαρώδη διαβήτη.
Η απάντηση του Νίκου Καββαδία και η αλληλογραφία
Ο Καββαδίας διάβασε το ποίημα του Εμμανουήλ και δημοσιεύει -και πάλι στον ρυθμό- την… απάντησή του. Πρόκειται για το ποίημα «Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ» που συμπεριλήφθηκε κάποια χρόνια αργότερα στη συλλογή «Μαραμπού».
Η συγκεκριμένη δημοσίευση δεν πέρασε απαρατήρητη από τον Εμμανουήλ. Οπως σημειώνεται στο βιβλίο «Νίκος Καββαδίας – Ο αρμενιστής ποιητής» (εκδόσεις Άγρα – συγγρ. Μιχάλης Γελασάκης) «η εκτίμηση του Καββαδία προς τον Εμμανουήλ είναι μεγάλη (…). Ο Εμμανουήλ διαβάζει την ποιητική απάντηση του Καββαδία και του στέλνει ένα γράμμα όπου του προτείνει να συναντηθούν από κοντά». Το γράμμα που φιλοξενείται στο βιβλίο έχει ημερομηνία 4/3/1933, τον προσφωνεί «Αγαπητέ μου φίλε» και ουσιαστικά του ζητά να συναντηθούν από κοντά. «Γράψε μου πότε μπορείς να έλθεις να με δεις, ή, αν έχεις ενδοιασμούς ως προς τούτο, δώσε μου ένα ραντεβού σ’ ένα καράβι – στη γέφυρα ενός καραβιού το οποίον υποτίθεται, βέβαια, ότι… δεν θα φύγει τόσο απότομα, το βράδυ εκείνο. Θα μιλήσουμε για πολλά πράγματα, και ίσως -αν ο καιρός είναι καλός και το ουίσκυ σου αρκετά δυνατό…- αποφασίσουμε να φύγουμε κι οι δυο μας κρυφά, αφού το θέλεις τόσο πολύ» σημειώνεται μεταξύ άλλων.
Συνάντηση στο «Μαραμπού»
Η πρώτη ποιητική συλλογή του Νίκου Καββαδία θα κυκλοφορήσει για πρώτη φορά το 1933 από το περιοδικό Ο Κύκλος στου οποίου το περιβάλλον ανήκε ο Καίσαρ Εμμανουήλ και είναι αφιερωμένο στον Μεμά Γαλιατσάτο, φίλο του ποιητή. Στα 22 ποιήματα που περιλαμβάνονται κάποια είναι αφιερωμένα σε άλλους ποιητές. Ενα από αυτά είναι και το «Γράμμα στὸν ποιητὴ Καίσαρα Ἐμμανουήλ». Ο ίδιος ο Εμμανουήλ εκτός από τη συγκεκριμένη αναφορά έχει και άλλη «παρουσία» στη συλλογή, καθώς θα γράψει και το κριτικό εισαγωγικό σημείωμα ως πρόλογο της!
Η μελοποίηση του ποιήματος από τον Ζερβουδάκη
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 το ποίημα του Νίκου Καββαδία αποκτά μια δεύτερη ζωή. Ο δημιουργός Δημήτρης Ζερβουδάκης λίγο πριν αποχωρήσει από το σχήμα «Νέοι Επιβάτες» στη Θεσσαλονίκη και σε μια δύσκολη περίοδο για το συγκρότημα, πέφτει πάνω στο συγκεκριμένο ποίημα. «Ηταν αυτή η ελπίδα που με κινητοποίησε και ξαφνικά λες και υπήρχε η μουσική μέσα στις λέξεις του. Ετσι λειτουργώ πάντα, δηλαδή, αν δεν υπάρχει κάτι να με κινητοποιήσει δεν το προσεγγίζω. Γι’ αυτό και όλα αυτά τα χρόνια δεν έχω κάνει κάποιο άλλο τραγούδι σε ποίηση είτε του Καββαδία είτε άλλου ποιητή» έχει αποκαλύψει ο ίδιος στο παρελθόν.
Η συγκεκριμένη μελοποίηση είχε δημιουργήσει, ωστόσο αντιδράσεις, καθώς ο Ζερβουδάκης είχε αφαιρέσει αρκετές στροφές, τροποποίησε κάποιους στίχους, έχει μετατρέψει τον πληθυντικό ευγενείας του Καββαδία σε ενικό. Το αποτέλεσμα όμως δικαίωσε τον δημιουργό κάτι που φαίνεται άλλωστε και από την αποδοχή που έχει το τραγούδι τρεις και πλέον δεκαετίες μετά από την κυκλοφορία του.