Για μια νέα Ελευθερία-Είδαμε τη μυστική προβολή της ταινίας του Βασίλη Κεκάτου στο Άστορ

Πολλοί από εμάς έχουμε αισθανθεί απολύτως ξένοι απέναντι στις τόσες αθλητικές επιτυχίες που για κάποιους «τιμούν την Ελλάδα στο εξωτερικό», και ταυτοχρόνως δυσκολευόμαστε να συμμεριστούμε το εκβιαστικό αίτημα για υπερηφάνεια, το οποίο συχνά συνοδεύει τα εθνομελοδραματικά αυτά αφηγήματα. Στο ίδιο κλίμα, δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε ακούσει για τα φτωχά παιδιά που «χωρίς καμιά υποστήριξη από το κράτος» «σηκώνουν ψηλά την ελληνική σημαία», «κάνοντάς μας υπερήφανους» στο ανάκρουσμα του εθνικού μας ύμνου και τα λοιπά και τα λοιπά.

Ο εθνοποιητικός αυτός μηχανισμός είναι κάθε φορά έτοιμος να ιδιοποιηθεί και να κατασκευάσει για λογαριασμό του το αφήγημα μιας συγκινητικής εθνικής επιτυχίας με τέτοιο τρόπο, όμως, που να μην απειλεί τα «κανονικά» φρονήματα και τους στρέιτ τρόπους στράτευσης στην περηφάνια. Σε κανένα, λοιπόν, από τα δελτία ειδήσεων των μεγάλων καναλιών δεν ακούσαμε πως ο Βασίλης Κεκάτος στις Κάννες κέρδισε τον θεματικό «Queer Palm» (δηλαδή τον Φοίνικα για ταινίες με queer αισθητική ή θεματολογία), αν και σχεδόν παντού ανακοινώθηκε πως έλαβε τον Χρυσό Φοίνικα για την ίδια μικρού μήκους ταινία του με τίτλο Η Απόσταση Ανάμεσα στον Ουρανό κι Εμάς. Με τον τρόπο αυτό, η εθνική επιτυχία καθαρίστηκε από την επικίνδυνη «κηλίδα» και τοποθετήθηκε ασφαλώς στο βάθρο της λαμπρής ευδοκίμησης της χώρας μας στο εξωτερικό.

Γνωρίζω εδώ και χρόνια τη δουλειά του Βασίλη Κεκάτου, όπως και το σημαντικό φεστιβάλ «SeaNema», το οποίο διοργανώνει κάθε καλοκαίρι στην πατρίδα του την Κεφαλονιά (και το οποίο πέρυσι είχε ένα queer«παράρτημα» με προβολές σημαντικών ταινιών από την Ελλάδα και το εξωτερικό). Αυτό που χαρακτηρίζει την καλλιτεχνική ταυτότητα του Κεκάτου δεν είναι μόνο η σκληρή ρομαντική ευαισθησία των ταινιών του, αλλά και η ιδεαλιστική ευγένεια που συνολικά διαπνέει το έργο του. Πολύ συχνά ο θεατής στις ταινίες του έρχεται αντιμέτωπος με εικόνες ανθρώπινης αλληλεγγύης και ερωτικής αδελφικότητας, που αναδίδουν τη δύναμη μιας γλυκόπικρης τρυφερότητας της συνύπαρξης και μ’ έναν τρόπο λειτουργούν παρηγορητικά.

Η εννέα λεπτών ταινία του Βασίλη Κεκάτου Η Απόσταση Ανάμεσα στον Ουρανό κι Εμάς σε σενάριο του ιδίου (σύμβουλος σεναρίου: Ηλέκτρα Ελληνικώτη) και καθαρή ρομαντική φωτογραφία-χρωματογραφία του Γιώργο Βαλσαμή δεν ξέρω αν είναι ακριβώς ένα love story, αφηγείται, όμως, σίγουρα την ιστορία δυο αγνώστων που συναντιούνται κάποιο βράδυ σ’ ένα ξεχασμένο βενζινάδικο-κοινωνική ατοπία κοντά σε κάποια Εθνική Οδό. Ο ένας έχει σταματήσει για να βάλει βενζίνη στη μηχανή του και ο Άλλος (σαν ξεπεσμένος άγγελος) έχει ξεμείνει εκεί, επειδή του λείπουν 22.50 ευρώ για να επιστρέψει στο σπίτι του. Ο Άλλος (Ιώκο Ιωάννης Κοτίδης) που στην αρχή «ψωνιζόταν» αδιάφορα στο Grindr, βγάζει να πουλήσει δυο χάρτινα οριγκάμι παπαγαλάκια (love-birds) στον άγνωστο μηχανόβιο (Νικολάκης Ζεγκίνογλου), ο οποίος στο τέλος τον παίρνει στην αγκαλιά του για να φύγουν μαζί. Το παιχνίδι της σαγήνης είχε ήδη συντελεστεί με επιτυχία σ’ ένα βάθος παραβολικής ασυγκινησίας των φωνών, το οποίο πίσω από την χαλαρή κουβέντα της «αλητείας» υπέκρυπτε την απροσχημάτιστη επιθυμίαγια ένα κοινό «μαζί» των ανθρώπων. Με την ελπίδα αυτή, ο Άλλος έγινε ένας άγιος Μάρτυρας που πείνασε και του έδωσαν να φάει, που δίψασε και του έδωσαν νερό, που ήταν ξένος και τον φιλοξένησαν, που ήταν γυμνός και του πρόσφεραν ένα ρούχο, που ήταν ασθενής και τον επισκέφτηκαν, και που ήταν στη φυλακή και ήρθαν να τον δουν, συντάσσοντας έτσι ο Άλλος με το σώμα του ένα νέο ευαγγέλιο της συμπαράστασης και της συνύπαρξης.

Ο έξοχος ουμανισμός των αποσυνάγωγων

Η Απόσταση Ανάμεσα στον Ουρανό κι Εμάς είναι ένα αλήτικο ρομάντζο που αποφεύγει τις weird και βίαιες εικόνες του «τυπικού» νέου queer σινεμά (όπως και τη δηλητηριώδη και υπονομευτική camp-ειρωνεία του), επιστρέφοντας σε μια ευαισθησία ειρωνικού ρομαντισμού και ερωτικής παραβολικότητας. Με λίγα λόγια, ο Κεκάτος δεν θέλει να είναι ούτε κάτι σαν Γιάνναρης ούτε κάτι σαν Κούτρας, αλλά ενιδρύει μια νέα οντολογία της ερωτοτροπίας στο σινεμά του ως αίτημα για ανθρώπινη αλληλεγγύη. Επιπλέον, αυτός ο άλλος ανθρωπισμός αποκηρύσσει την παλιά υπαρξιακή αγριότητα των νεοελληνικών γκέι αφηγήσεων του τύπου «να πέσω με κατάνυξη στα πόδια σου για να μάθεις πια να μην κλωτσάς» προς όφελος μιας πιο ανθρώπινης συν-αδελφοσύνης. Ταυτόχρονα, το «φιλάνθρωπο» βενζινάδικο της ταινίας, μεταμορφώνει την παλιά γκέι τοπιογραφία (των αφιλόξενων πάρκων και των τάφων-πορνοσινεμά) σε μια ουτοπία των αποσυνάγωγων, που υπερασπίζει κάθε νέα δυνατότητα και προοπτική της ερωτικής ύπαρξης.

Η Απόσταση Ανάμεσα στον Ουρανό κι Εμάς είναι ένα νέο ερωτικό άσμα (που συνομιλεί με τη ταινία των Ζενέ-Παπατάκη Un Chant d’amour), όχι επειδή παίζει με τις μνημειώδεις σκηνές της ανταλλαγής καπνών και τσιγάρων μέσα σε μια «φυλακή», αλλά επειδή ως άσμα του έρωτα υπερασπίζει την απελευθέρωση της επιθυμίας σε τελικές εικόνες απλής ευτυχίας, οι οποίες κατακλύζονται από τρυφερό ομοερωτικό αισθησιασμό. Ταυτόχρονα, ο Κεκάτος απομακρύνεται από τη βεβαρυμμένη αισθητική του γκέι φαντασιακού και της μεγεθυσμένης αρρενωπότητας (που αποθεώνονται στην ταινία του Ζενέ), γειώνοντας τις κινηματογραφικές αφηγήσεις του σε προσωπογραφίες αγγελικής αλητείας και ελευθερίας του δρόμου.

Το φινάλε της ταινίας (δεν θα κάνω σπόιλερ) είναι η πιο ηρωική κατάληξημιας queer παραβολής για την ανθρώπινη επιθυμία που θέλει να τρέχει ελεύθερη με ρομαντική ταχύτητα προς τη νέα Αγάπη. Και ταχύτητα, φυσικά, είναι ο ρυθμός μεταβολής της θέσης ενός σώματος σε σχέση με τον χρόνο μετακίνησής του, για μια νέα θέση στον ελληνικό χώρο μεταβολής των πραγμάτων.

Πηγή: athensvoice.gr