Μπορεί να μην ακούσατε ποτέ για τα Δαμουλιανάτα, κοντά στο Ληξούρι της Κεφαλλονιάς, ούτε εμείς άλλωστε, έως τη μέρα που επισκεφτήκαμε το νησί και η Σοφία με τον Παναγή μας πήραν στο ταβερνάκι «Λαδόκολλα στην πλαγιά».
Έχοντας ταξιδέψει αρχικά με το ferry από την πρωτεύουσα το Αργοστόλι στο Ληξούρι, στη συνέχεια με το αυτοκίνητο διασχίσαμε το χωριό, ελαιώνες και εξοχικά σπίτια, χαμένα μες στο πράσινο και στις ροζ βουκεμβίλιες και ροδοδάφνες, ώσπου φτάσαμε στο ομώνυμο ταβερνάκι που δεσπόζει σαν φάρος στην πλαγιά του λόφου πάνω από τη δυτική ακτή του νησιού.
Εδώ νιώθεις πως μπήκες σ’ ένα σπίτι όπου έχουν γιορτή ή σ’ αυτό των παιδικών μας χρόνων, όπου οι μεγάλοι σε περιτριγυρίζουν με αγάπη και φροντίδα. Η κυρία Κατερίνα Δερέ και ο άντρας της Παναγής-Νικόλας Δερές μαγείρευαν και έψηναν με μεράκι όπως θα το έκαναν για την οικογένειά τους. Γεύσεις θεσπέσιες με μπαχάρια και αγνά υλικά.
Τα υφαντά κουρτινάκια ανέμιζαν στα παράθυρα και στις πόρτες, φωτογραφίες και χειρόγραφες επιγραφές και στίχοι στον μαυροπίνακα, ανέμιζε κι η ψυχή μας με το κρασί και την εξαιρετική μουσική και παρέα, εκεί στην πλαγιά ενός ελληνικού νησιού το κατακαλόκαιρο, όπου όλα μύριζαν Ελλάδα.
Την πραγματική Ελλάδα που έχει χαθεί σε νησιά που βουλιάζουν από τον πολύ τουρισμό και την άναρχη δόμηση, με fusion, κυριλέ κουζίνα, διάσημους d.j., σαμπάνιες και περιστασιακούς σερβιτόρους.
Τουλάχιστον βέβαια όλοι μιλάνε ελληνικά εν αντιθέσει με την απαράδεχτη κυπριακή νοοτροπία, που σου λένε συχνά εκνευρισμένοι οι σερβιτόροι “English please!” αν τολμήσεις να παραγγείλεις στη γλώσσα σου.
Εκείνη τη μέρα μας σέρβιρε και περιποιήθηκε ο κοινωνιολόγος και δάσκαλος στο επάγγελμα Χρήστος, ο οποίος τα καλοκαίρια με το που κλείνουν τα σχολεία βοηθά στην ταβέρνα των γονιών του, όπως έκανε ανέκαθεν με τον δίδυμο αδελφό του Σπύρο που είναι ψυχολόγος στην Αθήνα.
Κατεβαίνει στο νησί τον Αύγουστο, σερβίρουν μαζί, πιάνουν κουβέντα με τους πελάτες και όταν ο ήλιος πάει να γύρει μέσα στο πέλαγος, μόνο τότε τα δυο αδέλφια και οι γονείς τους σταματούν, για ένα μισάωρο, να σερβίρουν ή να παίρνουν παραγγελίες.
Είναι μια ώρα ιερή, στιγμή κατά την οποία όλοι, θαμώνες και ιδιοκτήτες στέκονται σε στάση προσοχής ή κατ’ ακρίβεια κάθονται, αράζουν ανάμεσα στους πελάτες, τσουγκρίζουν τα ποτήρια, κάνοντας σπονδές στον ήλιο, νιώθοντας ευλογημένοι για τη μέρα που πέρασε και την ιεροτελεστία στην οποία συμμετέχουν.
Ένα ηλιοβασίλεμα που σε χρόνους αρχέγονους αποτελούσε μυστήριο και θαύμα μαζί, όταν ο άνθρωπος λάτρευε τον θεό ήλιο, εναποθέτοντας σ’ αυτόν τις ελπίδες και τις προσδοκίες του όπως και σε άλλα ουράνια σώματα, το φεγγάρι και τα άστρα που φώτιζαν τις ασέληνες νύχτες του.
Τότε που ο άνθρωπος είχε ως ορόσημο της μέρας και των δραστηριοτήτων του την ανατολή και τη δύση του ήλιου, αποτραβιόταν στην εστία του για να ξεκουραστεί και να αρχίσει πάλι με το χάραμα.
Ένας χρόνος που σε μας τους σύγχρονους ανθρώπους της τεχνολογίας και του ψηφιακού κόσμου φαντάζει σαν λίθινη εποχή. Όλοι μας θυμόμαστε ή λίγοι από μας θέλουν να θυμούνται, πως είχαμε ένα παππού και μια γιαγιά σε ένα χωριό της υπαίθρου ή στην πόλη, που τις καλοκαιρινές ζεστές νύχτες κοιμόντουσαν κάτω από τ’ αστέρια βγάζοντας τα παπλώματα τους στο δώμα ή ακόμη και τα κρεβάτια τους κάτω από τη συκιά ή το δέντρο της αυλής.
Στην Κεφαλλονιά διασχίσαμε αμέτρητα χωριά και εκκλησίες, ανεβήκαμε έως το μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου που δεσπόζει στους πρόποδες του βουνού Αίνου. Πολλοί κάτοικοι του νησιού έχουν το όνομα του πολιούχου αγίου τους, με το χαϊδευτικό Μεμάς ή Μέμα. Το βουνό, όπου τα άγρια άλογα καλπάζουν ελεύθερα, είναι κατάφυτο από την «κεφαλληνιακή ελάτη». Οι κάτοικοί του, έχοντας κληρονομήσει την αθυροστομία και το χιούμορ του κεφαλλονίτη Ανδρέα Λασκαράτου, συγγραφέα του βιβλίου «Τα μυστήρια της Κεφαλλονιάς», βρίζουν τον άγιο, ενώ ταυτόχρονα σταυροκοπιούνται, ανάβοντάς του λαμπάδες κι εκπληρώνοντας τάματα στη χάρη του.
Σήμερα η φίλη η Μαρία, εικαστικός μα και γαστρονόμος, έφτιαξε και μας έφερε ζεστές-ζεστές κεφαλλονίτικες μπακαλιαρόπιτες και κρεατόπιτες. Οι συνταγές της κυρίας Κωνσταντίνας, μητέρας της Σοφίας που μας έκανε το τραπέζι εκείνη τη μέρα στη «Λαδόκολλα στην πλαγιά», όπου τα φαγητά δεν σερβίρονται στη λαδόκολλα όπως παραπλανεί το όνομα αλλά σ’ αυτήν γράφει ένα ποίημα ή γνωμικό ο Χρήστος, το οποίο μας δίνει αποχαιρετώντας μας. Το κρατάμε σαν φυλακτό, όπως και τις όμορφες καλοκαιρινές κεφαλλονίτικες μέρες και γεύσεις.
Καλό φθινόπωρο με ωραίες συνταγές, γεύσεις και στιγμές!
dena.toumazi@gmail.com
πηγή: https://www.philenews.com/