«Ίδρωνα να τους συμφιλιώσω. Βρε παιδιά, για σταθείτε. Τι έχετε να μοιράσετε; Οι καβγάδες των σεναρίων όμως συνεχίζονταν πάντα και έξω από το στούντιο. Θυμάμαι μάλιστα μια φορά που η Αλίκη μου έκανε δριμύτατα παράπονα για τον Παπαμιχαήλ, της είχα πει: «Ε, κάνε υπομονή να τελειώσει η ταινία. Σάμπως σου είπα να τον παντρευτείς; Πού να ήξερα…».
Η αναφορά ανήκει στον Αλέκο Σακελλάριο, τον άνθρωπο που μάλλον ξαφνιάστηκε περισσότερο από οποιονδήποτε όταν το φθινόπωρο του 1964 η Αλίκη Βουγιουκλάκη και ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ αποκάλυψαν ότι θα ενωθούν με τα δεσμά του γάμου.
Η συνύπαρξη και συνεργασία τους έως τότε στον κινηματογράφο ήταν άκρως προβληματική, όπως είχε διηγηθεί ο σπουδαίος σκηνοθέτης. Όλη η πιάτσα γνώριζε ότι οι δύο μεγάλοι πρωταγωνιστές τρώγονταν σαν τον σκύλο μες τη γάτα στα διαλείμματα των γυρισμάτων. Στις τρυφερές στιγμές που προέβλεπε το σενάριο, δέχονταν να αγγίζονται μόνο όταν τραβούσε η κάμερα…
Έτσι, προκάλεσε έκπληξη ακόμα και η ανακοίνωση της πρώτης θεατρικής συνεργασίας τους, το καλοκαίρι του 1964, στη σκηνή του θεάτρου «Κεντρικόν», για τη γαλλική κωμωδία «Κολόμπ».
Σε συνέχεια των εντάσεων και των προστριβών στις κινηματογραφικές παραγωγές, οι πρόβες στο «Κεντρικόν» είναι επεισοδιακές. «Η συνεργασία ήταν τόσο δύσκολη, που σκεφτόμουν να αποχωρήσω», έχει διηγηθεί η Αλίκη. Μετά την πρεμιέρα όμως κάτι αλλάζει. Προϊόντος του χρόνου οι καυγάδες δίνουν τη θέση τους στο φλερτ και η (δήθεν) αμοιβαία αντιπάθεια μετατρέπεται σε ακαταμάχητη έλξη. Τα πηγαδάκια των θεατρικών κύκλων συνηγορούν ότι τα φιλιά που ανταλλάζουν για τις ανάγκες του έργου είναι από τα πιο καυτά που έχουν δοθεί ποτέ σε θεατρική παράσταση.
Εκεί, ένα βράδυ πάνω στο σανίδι και ενώ η δράση έχει μεταφερθεί στο άλλο μισό της σκηνής, ο Παπαμιχαήλ αιφνιδιάζει την Αλίκη, φορώντας της ένα δαχτυλίδι και ζητώντας της να τον παντρευτεί.
Και πράγματι, στις 18 Ιανουαρίου του 1965 η ζωή αντιγράφει την 7η τέχνη στους Δελφούς, όπου μετά από τρεις κινηματογραφικούς γάμους, Παπαμιχαήλ και Βουγιουκλάκη παντρεύονται και πραγματικά.
Για το κοινό δεν υπάρχει φυσικά πιο ταιριαστό ζευγάρι. Η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική. Από το βράδυ του γάμου τους κιόλας ο Παπαμιχαήλ φέρεται να έκανε χρήση βίας. «Την έσυρε στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου και τη χαστούκισε», είχε πει ο αδελφός της Αλίκης, Τάκης Βουγιουκλάκης, επιβεβαιώνοντας τις φήμες. «Ένα μπατσάκι», το είχε περιγράψει η ίδια η Αλίκη στην Καίτη Λαμπροπούλου – όπως δήλωσε η τελευταία σε συνέντευξή της το 2006 – πιθανόν από ντροπή…
Ο Σακελάριος είχε πει ότι εκείνο το βράδυ κι ενώ τους περίμεναν στο γαμήλιο τραπέζι, καβγάδισαν τόσο πολύ ώστε ο Παπαμιχαήλ ήθελε να την πετάξει από το μπαλκόνι του δωματίου τους στο ξενοδοχείο…
Όπως διέρρευσε αργότερα, ο γαμπρός ήταν έξαλλος εξαιτίας της παρουσίας αμέτρητων φωτογράφων μέσα στο ναό, καθώς και του κόσμου, που έκανε την ατμόσφαιρα μέσα στην εκκλησία περισσότερο ασφυκτική παρά κατανυκτική. Οι Δελφοί είχαν επιλεχθεί για να αποφευχθεί τάχα η τέλεση του γεγονότος ενώπιον πλήθους.
Αυτό βέβαια ελάχιστη σημασία έχει, καθώς όπως φάνηκε στην εξέλιξη της έγγαμης ζωής τους δεν χρειαζόταν κάποιος ιδιαίτερος λόγος για να στηθεί ένας ομηρικός καυγάς. Η σχέση ήταν «νοσηρή», γεμάτη αντιπαραθέσεις, που σε αρκετές περιπτώσεις πήρε τη μορφή σωματικής βίας.
Με κάποιο (υπερβατικό) τρόπο ο γάμος κράτησε εννιά χρόνια και οι τίτλοι τέλους έπεσαν στις 23 Φεβρουαρίου 1974. Τότε, που σύμφωνα με την αίτηση διαζυγίου της Αλίκης, ο Παπαμιχαήλ της έδωσε «το πιο γερό ξύλο», με αποτέλεσμα να μείνει στο κρεβάτι! Έκτοτε το ζευγάρι ζούσε σε διάσταση, ωστόσο συνέχισε την καλλιτεχνική του συνεργασία στο θέατρο «Αλίκη» στο πλαίσιο της παράστασης «Ωραία μου κυρία», σε σκηνοθεσία του Παπαμιχαήλ.
Ακόμα και αν υπήρχαν κάποιες πιθανότητες να τα ξαναβρούν, εξανεμίστηκαν οριστικά στις 20 Ιουλίου του ’74, την ημέρα απόβασης των Τούρκων στην Κύπρο. Καθώς είχε εκδοθεί από την ελληνική κυβέρνηση απόφαση για γενική επιστράτευση, ο Παπαμιχαήλ μετέβη στο εξοχικό του ζευγαριού στο Θεολόγο για να πάρει το γιο τους και εν συνεχεία κατευθύνθηκε προς το διαμέρισμα της Αλίκης, στην οδό Στησιχόρου.
Σύμφωνα με την καταγγελία της ηθοποιού, «εις τα καλά καθούμενα» ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ τη γρονθοκόπησε, την κλώτσησε και επιχείρησε να τη στραγγαλίσει παρουσία του «ολολύζοντος» γιου τους, όμως σώθηκε χάρη στην επέμβαση της μαγείρισσας της, Θεώνης! Όπως αναφέρθηκε στην αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που κατέθεσε, η ηθοποιός βγήκε στο διάδρομο της πολυκατοικίας ζητώντας βοήθεια και τελικά συνοδεύτηκε από κάποιους ενοίκους σε διαμέρισμα του πρώτου ορόφου.
Παράλληλα ειδοποιήθηκε η αστυνομία, η οποία έσπευσε όμως δεν συνέλαβε τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, λόγω της επιστράτευσης. Καθώς εκείνος αρνείτο να φύγει από το διαμέρισμα, συνόδευσαν την Αλίκη στο σπίτι της μητέρας της, ενώ αργότερα – το ίδιο βράδυ – η ηθοποιός επισκέφτηκε τον ιατροδικαστή, ο οποίος επιβεβαίωσε με την γνωμάτευση του ότι είχε υποστεί ξυλοδαρμό και ελαφρές σωματικές βλάβες. Μιλώντας στους δημοσιογράφους την ημέρα που συζητήθηκαν τα ασφαλιστικά μέτρα (30.07.1974) σημείωσε ότι «δεν υπάρχει περίπτωση συμβιβασμού μας, διότι κατ’ επανάληψη ο εν διαστάσει σύζυγός μου έχει φερθεί κακώς και βαναύσως».
Στη δικιά του ανταίτηση προς το δικαστήριο, ο Παπαμιχαήλ κατηγορούσε με τη σειρά του τη Βουγιουκλάκη για σειρά φραστικών επιθέσεων, με υποτιμητικές, υβριστικές ή προσβλητικές για τον ανδρισμό του εκφράσεις, ισχυριζόμενος ότι μια τέτοια προκάλεσε το ξέσπασμά του. Σύμφωνα με τον Παπαμιχαήλ, η Αλίκη μιλούσε στο τηλέφωνο και την ώρα που ο ίδιος μπήκε στο σπίτι την άκουσε να λέει «κλείσε τώρα γιατί ήρθε αυτό το γιογιό…».
Το συμβάν δεν έμεινε κρυφό από τον Τύπο κι έτσι τον Ιούλιο του 1974 οι πρώτες σελίδες των εφημερίδων αφιέρωναν το μισό χώρο στην πτώση της χούντας και την εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο και το άλλο μισό στο τέλος του πιο πολυσυζητημένου γάμου στην ιστορία της ελληνικής showbiz…
Πηγή: menshouse.gr