Νέα μελέτη αναδεικνύει έναν συσχετισμό της νόσου με ένα συγκεκριμένο όργανο του σώματος, αποκαλύπτοντας τις δυσλειτουργίες που ενδέχεται να αποτελούν προγνωστικό δείκτη
Η νόσος Αλτσχάιμερ, η πιο κοινή μορφή άνοιας, είναι συνώνυμη με μια σειρά από τρομερά, εξουθενωτικά συμπτώματα, όπως η μακροπρόθεσμη απώλεια μνήμης, η λήθη, ο αποπροσανατολισμός και, τελικά, η αδυναμία ανεξάρτητης λειτουργίας σε καθημερινή βάση. Τώρα, μια νέα έρευνα που δημοσιεύεται στο The Lancet Neurology, εφιστά την προσοχή σε ένα περιθωριοποιημένο πρώιμο σύμπτωμα: Την ατροφία του οπίσθιου φλοιού (PCA).
Πρόκειται για ένα σύνολο οπτικοχωρικών συμπτωμάτων, το οποίο, σύμφωνα με την πρώτη μελέτη μεγάλης κλίμακας από την επιστημονική ομάδα του UC San Francisco, εμφανίζονται σε έως και το 10% των ασθενών με τη νόσο Αλτσχάιμερ.
Η εν λόγω μελέτη συμπεριέλαβε τα δεδομένα περισσότερων από 1.000 ασθενών από 16 χώρες. Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα αποτελέσματα μαρτυρούν ότι η ατροφία του οπίσθιου φλοιού (PCA) προβλέπει σε συντριπτικό βαθμό τη νόσο Αλτσχάιμερ. Ειδικότερα, το 94% των ασθενών με την πάθηση εμφάνιζαν επίσης παθολογία της νευροεκφυλιστικής νόσου, ενώ το υπόλοιπο 6% είχε παθήσεις όπως η άνοια με σωμάτια Lewy και η μετωποκροταφική άνοια. Μερικά από τα χαρακτηριστικότερα συμπτώματα της ατροφίας οπίσθιου φλοιού είναι η δυσκολία των ασθενών να υπολογίσουν αποστάσεις, να διακρίνουν τα κινητά από τα ακίνητα αντικείμενα και να ολοκληρώσουν δραστηριότητες όπως το γράψιμο ή το μάζεμα ενός αντικειμένου που έχει πέσει στο πάτωμα.
Περιέργως, παρά τα προβλήματα όρασης, οι περισσότεροι άνθρωποι με ατροφία οπίσθιου φλοιού μπορεί να υποβληθούν σε οφθαλμολογικό έλεγχο με επιτυχία, χωρίς να αποκαλυφθεί το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν, επισημαίνει η Marianne Chapleau, Ph.D., από το Τμήμα Νευρολογίας του UCSF. Παράλληλα, η πλειονότητα των ασθενών εμφανίζει αρχικά φυσιολογική εγκεφαλική λειτουργία, αλλά περίπου τέσσερα χρόνια μετά την έναρξη των συμπτωμάτων ατροφίας του οπίσθιου φλοιού, η ήπια ή μέτρια άνοια είναι εμφανής (συμπτώματα απώλειας μνήμης, προβλήματα στις εκτελεστικές λειτουργίες, τη συμπεριφορά και την ομιλία).
Κατά τη στιγμή της διάγνωσης, το 61% εμφανίζει «κατασκευαστική δυσπραξία» (αδυναμία αντιγραφής ή κατασκευής βασικών διαγραμμάτων ή σχημάτων), το 49% πρόβλημα αντίληψης του χώρου ή δυσκολίες στον προσδιορισμό της θέσης των αντικειμένων και το 48% είχε ταυτόχρονη διαγνωστικότητα, δηλαδή αδυναμία οπτικής αντίληψης περισσότερων από ένα αντικειμένων ταυτόχρονα. Ένα άλλο 47% αντιμετώπιζε προκλήσεις αναφορικά με βασικούς μαθηματικούς υπολογισμούς και το 43% ανέφερε προβλήματα ανάγνωσης.
«Πολλοί οπτομέτρες ή οφθαλμίατροι ενδέχεται να μην γνωρίζουν την πάθηση. Χρειαζόμαστε καλύτερα εργαλεία στα κλινικά περιβάλλοντα για να εντοπίζουμε αυτούς τους ασθενείς νωρίς και να τους παρέχουμε θεραπεία», υπογράμμισε η δρ. Chapleau.
Σημειώνεται ότι η μέση ηλικία εμφάνισης των συμπτωμάτων ατροφίας οπίσθιου φλοιού είναι τα 59 έτη, μια ηλικία αρκετά μικρότερη από τη μέση ηλικία διάγνωσης της νόσου Αλτσχάιμερ. Αυτός είναι άλλος ένας παράγοντας που συμβάλλει στη δυσκολία έγκαιρου εντοπισμού των παθήσεων και του μεταξύ τους συσχετισμού.
Ο ερευνητής Renaud La Joie, Ph.D., από το Τμήμα Νευρολογίας του UCSF και το Κέντρο Μνήμης και Γήρανσης, τονίζει ότι ο έγκαιρος εντοπισμός της ατροφίας οπίσθιου φλοιού μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στη θεραπεία της νόσου Αλτσχάιμερ.
Η πληρέστερη κατανόηση αυτής της πάθησης είναι «ζωτικής σημασίας, τόσο για την προώθηση της φροντίδας των ασθενών, όσο και για την κατανόηση των διαδικασιών που οδηγούν στη νόσο Αλτσχάιμερ», καταλήγει ο επικεφαλής συγγραφέας Gil Rabinovici, M.D., διευθυντής του Ερευνητικού Κέντρου για τη νόσο Αλτσχάιμερ του UCSF. «Είναι ζωτικής σημασίας οι γιατροί να μάθουν να αναγνωρίζουν το σύνδρομο, ώστε οι ασθενείς να λαμβάνουν τη σωστή διάγνωση, συμβουλευτική και φροντίδα».
«Από επιστημονικής άποψης, πρέπει πραγματικά να κατανοήσουμε γιατί η νόσος Αλτσχάιμερ στοχεύει ειδικά τις οπτικές και όχι τις μνημονικές περιοχές του εγκεφάλου. Η μελέτη διαπίστωσε, επίσης, ότι το 60% των ασθενών με ατροφία οπίσθιου φλοιού είναι γυναίκες. Η καλύτερη κατανόηση του γιατί φαίνεται να είναι πιο επιρρεπείς είναι ένας σημαντικός τομέας της μελλοντικής έρευνας», καταλήγει.
πηγή: ygeiamou.gr