Πάσχα εκτός Αθήνας

dav

 Επειδή ούτε εξοχικό διαθέτω κι επειδή, μπορεί να ‘μαι από χωριό, αλλά ούτε σπίτι, ούτε χωράφι έχω στην κατοχή μου, το Πάσχα πάντοτε το κάνω εντός Αθήνας!

Φέτος όμως με πρωτοβουλία  της γυναίκας μου, είπα να το ρίξουμε στην τύχη! Μεγάλη Παρασκευή λοιπόν μπαίνουμε και οι πέντε (έχω δυο παιδιά και μια πεθερά) μέσα στο Φίατ 127 και κινήσαμε για τ’ άγνωστο!

-Μπαμπά, εγώ Θέλω να πάμε σ’ ένα ξενοδοχείο να ‘χει και ντίσκο, λέει η κόρη.

– Δεν έχουμε λεφτά για τέτοιες πολυτέλειες! Θα πάμε σ’ ένα χωριό, θα σταματήσουμε στη μέση της  πλατείας και μπορεί να  φιλοτιμηθεί κάποιος χριστιανός να μας φιλοξενήσει, είπα εγώ.

– Δηλαδή θα βγούμε στη ζητιανιά πατέρα; είπε ο γιός.

– Άμα ήτανε έτσι, εμένα καλύτερα να μ’ αφήνατε στην Αθήνα! Εγώ θέλω τραπεζομάντηλο και κρεβάτι οπωσδήποτε! είπε η πεθερά.

– Καλά σου λέει η μαμά Αντωνάκη μου, να πάμε κάπου να τα βρούμε κι εμείς έτοιμα μια φορά! είπε η γυναίκα μου.

– Μη γρουσουζεύετε ρε παιδιά, έχει ο Θεός! είπα εγώ.

Στην ανηφόρα του Μπράλου άναψε η μηχανή του 127 και παραλίγο να καεί! Κόντευε να σουρουπώσει όταν κρύωσε και ξεκινήσαμε!

Στην κατηφόρα κλατάρει το πισινό λάστιχο (από το μέρος που καθόταν η πεθερά) και παραλίγο να πέσουμε στο γκρεμό! Σταμάτησα! Κάνω να βάλω τη  ρεζέρβα, αλλά ήταν… ξεφούσκωτη!

– Φτου να πάρει! Και σας το έλεγα μη γρουσουζεύετε!

– Εδώ που μείναμε θα μας φάνε οι λύκοι! είπε η κόρη.

 -Και τα φίδια! ο γιος.

– Βρε αναποδιά! η γυναίκα μου.

– Όλος ο κόσμος τέτοια ώρα πάει στον Επιτάφιο κι εμείς είμαστε καταμεσής του λόγγου, γιατί ο γαμπρούλης μου ξέχασε να κοιτάξει τη ρεζέρβα του στην Αθήνα! η πεθερά.

– Εσένα έπρεπε να ξεχάσω! είπα μέσα απ’ τα δόντια.

– Τι είπες;

-Τίποτα μαμά, παράληψή μου!

  Στα ψηλώματα του Μπράλου χωρίς κουβέρτα όσο και να στριμώχνεσαι μέσα στο Φίατ 127, τρέμει το κατακλείδι σου σαν ψάρι, απ’ το κρύο! Και να ‘χεις τον ένα να φυσάει απ’ τη μια, την άλλη να βλαστημάει την τύχη της που ‘κανε ανάξιο γαμπρό, τη γυναίκα σου…

– Όλο φρουφρού κι αρώματα είσαι Αντωνάκη μου κι όλο στη λούμπα πέφτεις!

– Κάντε όρε άνθρωποι υπομονή, σε εφτά ώρες ξημερώνει! Που στο δαίμονα να βρω βουλκανιζατέρ στην ερημιά;

-‘Ωσπου να ξημερώσει θα μας βρουν κατεψυγμένους!

– Βγείτε έξω να κάνουμε γυμναστική!

– Σιγά μη βγούμε να μας φάνε τα ζούμπερα!

   Έριξα τα δυο λάστιχα σ’ ένα φορτηγό που ‘χε την καλοσύνη να σταματήσει το ξημέρωμα! Λαστιχάδικο βρήκαμε στα Τρίκαλα! Για το γυρισμό δε βρήκα  φορτηγό, βρήκα ταξί με τέσσερα χιλιάρικα (μισό αρνί). Με γύρισε στους δικούς μου. Αφού φορέσαμε τα λάστιχα στο 127, ξαναξεκινήσαμε!

Κόντευε απόγευμα του Μεγάλου Σαββάτου όταν στα δεξιά μας είδαμε ένα χωριό! Σταματάω στη μέση της πλατείας! Μόλις μας είδαν οι χωριανοί, μαζεύτηκαν γύρω μας χωρίς κανείς να μιλάει! Είχα την εντύπωση πως είμαστε όχι μέσα σε Φίατ 127, αλλά σ’ ένα καζάνι και γύρω μας χόρευαν… οι ιθαγενείς! Σε λίγο ο μάγος θα πρόσταζε: ‘Βάλτε φωτιά να τους βράσουμε!·

‘Ωσπου καταφθάνουν δυο χωροφύλακες! Δεν ξέρω αν μας πέρασαν για… κατασκόπους του Καντάφι, και μας έδωσαν τελεσίγραφο εντός μισός ώρας, θα κάναμε Ανάσταση στο… μπουντρούμι!

– Τι Θα κάνουμε τώρα;

– Πάμε καλέ μπαμπά σ’ ένα ξενοδοχείο, να ‘χει και ντίσκο!

– Πάμε να φύγουμε, ρε μπαμπά, μη μας περνάνε οι βλάχοι για ζήτουλες! ο γιος.

– Καλά σου λένε Αντωνάκη μου τα παιδιά! Από χτες νηστικά και άυπνα είναι! Πάμε κάπου να φάμε και να ξεκουραστούμε!

– Αν δεν σταματήσεις στο πρώτο μαγέρικό που θα συναντήσουμε, εμένα να μ’ αφήσεις στη στάση να πάρω το υπεραστικό για Αθήνα! η πεθερά.

– Πάμε να βρούμε μέρος ν’ απαγκιάσουμε κι ύστερα τρώμε!

  Αλλά ξενοδοχείο ούτε στα Τρίκαλα, ούτε στην Καλαμπάκα  βρήκαμε! Πήραμε το δρόμο για τη Λάρισα! ‘Οταν βαρούσανε οι καμπάνες και πέφτανε τα σμπάρα της Ανάστασης, εμείς μπαίναμε στα πρώτα σπίτια της πόλης!

– Όλος ο κόσμος ανάβει το κερί του, τσουγκρίζει το αυγό του, φιλά τους δικούς του, ρίχνει τη στάκα στρούκα του, κι εμείς έχουμε γίνει παστές σαρδέλες μέσα σε τούτο το κονσερβοκούτι! είπε η πεθερά.

Έδωσα τόπο στην οργή —Πάσχα ήταν— και δεν της απάντησα!

 Γυρίζαμε από ξενοδοχείο σε ξενοδοχείο αλλά όχι δωμάτιο δεν β6ρκαμε ούτε… διάδρομο! Μια ΕΒΓΑ βρήκαμε ανοιχτή και μπήκαμε! Κόντευε μεσημέρι Κυριακής!

  Ενώ πίναμε το γαλατάκι, ακούω μια φωνή πίσω μου να λέει:

– Βρασίδα, εγώ πάω στο στρατώνα για μάσα, είσαι;

– Δεν μπορώ γιατί θα φάω με τους συμπεθέρους μου! λέει ο Βρασίδας. Γυρίζω προς τη φωνή.

– Πατριώτη, μια που δεν έρχεται ο Βρασίδας γίνεται να ‘ρθουμε εμείς;

Όταν το βραδάκι, ύστερα από τόσο φαγοπότι και τόσο γλέντι, κινήσαμε για την επιστροφή στην Αθήνα, όλοι είχαμε ξεχάσει τις τόσες μας ταλαιπωρίες κι όλοι συμφωνούσαμε πως καλύτερο Πάσχα από το φετεινό δεν είχαμε κάνει!

-Έτσι μητέρα;

-Και τι μερίδες βρε παιδί μου!

-Μόνο που δεν είχε ντίσκο! η κόρη.

-Κι ούτε που μας περάσανε για ζήτουλες! ο γιος.

– Του χρόνου, πρώτα ο Θεός, θα πάμε κατευθείαν στο στρατώνα, γιατί σε χωριό μπορεί πάλι να μας περάσουνε για κατασκόπους του Καντάφι και να μας διώξουν άρον άρον οι χωροφύλακες! η γυναίκα μου.

-Μόνο που δεν θα ξαναγρουσουζέψετε ούτε θα ξαναπείτε κονσερβοκούτι το φιατάκι, γιατί θα σας αφήσω αμανάτι στην Αθήνα! είπα εγώ.

– Ναι γαμπρέ μου!

– Ναι μπαμπά!

– Ναι Αντωνάκη μου!

Είπανε με τη σειρά οι υπόλοιποι!

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΦΛΩΡΑΤΟΣ  ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ  ‘’ΟΥ ΜΟΙΧΕΥΣΕΙΣ’’

………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

ΟΙ ΙΟΥΔΕΣ

          Την ίδια μέρα όπου έσιασε ο Θεός του Αδάμο – εφκειό το καημένο το αθρωπάκι όπου ετράβαε των παθών του τάραχο αφ’ Εύα – την    ίδια   ημέρα έσιασε κι ο διάουλος του Κάϊν, παναπεί τον  Ιούδα!

   Από τότενες, όσο οι άθρωποι αυγαταίνανε, άλλο τόσο και οι  Ιούδες επολιστεύανε, σε σημείο όπου τσι ημέρες μας νάχει γιομίσει ο κόσμος από δαύτους!

Κοντεύει, όπως στο Εθνικό Λαχείο, οι δύο τσου τρεις κερδαίνουνε, να γένει το ίδιο και με τσου αθρώπους.

Οι δύο τσου τρεις νάναι Ισκαριώτες. Το κάκαρδο    είναι που οι  σημερνοί Ιούδες δεν έχουνε τα κότσια να κρεμαστούνε στη συκιά, μήτε να πάρουνε το μπροστογιομί  κι αφού  βάνουνε το

κατακλείδι  τσου στη μπούκα του να πατήσουνε τον κόκορα!

  Μήτε ακόμη, οι εφιάρτες να τσου κυνηγούνε ωσά κόρακες ίσα να βγει η ψυχή τσου.

Οι σημερνοί Ιούδες έχουνε το πρώτο λόγο στο αλισβερίσι!

Για να βγάνουνε μέσαθε αφ’ το στόμα τσου ακόμη κι ένα “τσι’’  πρέπει να τσου τάξεις τον ουρανό, όγιεσκε μόνε με τ’ άστρα, παρί και με το φεγγάρι!

Έτσι κάνεις πως τσου αγριεύεις μουλαρώνουνε και βάνουνε καδινάτσο στο στόμα τσου.

Οι σημερνοί Ιούδες νια ζωή ψευτό Γκουλιώνες και Γομορίδες.

Θέλουνε ούλους τσου Άσους στα χέρια τσου κι η παποδέλοιπη κοινωνία να τση μένουνε τα εφτάρια!

Άμε τώρανε εσύ, αυτός, εγώ, όπου πηαίνουμε με το σταυρό στο χέρι να δούμε Θεού πρόσωπο, εφκειό δε θα γένει ποτές των ποτώνε. Άμα ο διάσονας δεν έβγει εφ’ τη ρίζα του, τόσο θα μας πίνει το αίμα ! Άμα δίνεις μάχαιρα, μάχαιρα πρέπει να λαβαίνεις.

Τα μπουντρούμα για φκειές τσι περίστασες εσιαχτήκανε! Τα ειδικά μονοκρέβατα, ευάερα   και ευήλια διαμερίσματα, με τσι  χρωματιστές τηλεβιζιόνες, τα ράδια, τσου εμαγιέ νιφτήρες και τσου απόπατους πολυτελείας είναι για τσου κλεφτοκοτάδες!

Δεν είναι για τσου εκτελεστάδες. Τρίζουνε τα κόκκαλα όσωνε   εδιάβηκε η ζωή  τσου ανάμεσο στη προσφορά και στην αγάπη για τον συνάνθρωπο!

Τρίζουνε τα κόκαλα ούλων εφκείνωνε που θυσιαστήκανε για…   ιδανικά με τα σημερνά γενόμενα!

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΦΛΩΡΑΤΟΣ  ΚΕΦΑΛΟΝΙΤΙΚΑ 100% ΤΟΜΟΣ Β’ 2006

………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

 

ΜΠΕΖΙΝΟΠΩΛΗΣ

   Τούτηνε την εποχή  ήθελα να ‘χα ένα μαγαζί και να πούλαα μπεζίνα και πετρέλαιο, να το κράταα ένα χρόνο κι ύστερις κοπιάστε γνωστοί μου κι άγνωστοι να με βρείτε.

  Χαμένος όμως θα πάει ο κόπος σας γιατί εγώ θα κάνω τη περατζάδα μου αφ’ τη ναι  ίσαμε την άλλη άκρια του κόσμου. Θα μου ειπεί κάποιος: “Εδώ ο άλλος έχει δέκα και

βγαίνει και δε βγαίνει το καρβέλι τω παιδιώνε του και θα γένεις Ωνάσης μέσα σ’ ένα χρόνο εσύ;”

  Θα του πω: ‘Εφκειό εγενότουνε τα παλιά τα χρόνια. Σήμερα εβρήκανε μερικοί φωστήρες τον τρόπο να ανεβοκατεβάζουνε τη τιμή του πετρελαίου και μ’ εφκειό το τρόπο κονομάνε του κόσμου τη μονέδα”.

Λένε οι  Σεΐχηδες : “Ας τσου ανεβάσουμε για πλάκα ένα δολάριο το Βαρέλι”. “Ενα δολάριο το βαρέλι εσείς, μισό δολάριο το λίτρο εμείς”, λένε σι ξύπνιοι οι… εδώ!

‘Ενα δολάριο σήμερα, δύο δολάρια αύριο κοντεύουμε να τινάξουμε τα μυαλά μας.

Σάματις είμαστε κι άθρωποι να βάνουμε νια φωνή, να κάμουμε νια στάση, να κλειδώσουμε τα κάρα μας νια βδομάδα και να πηαίνουμε με τα ποδάρια στη στραβομάρα μας; Σάματις αφ’ τη τόση αγανάχτιση είπαμε νια βδομάδα θα πέφτουμε απ’ τσι οκτώ στη κουκέτα και δε θα ματανάβουμε διόλου καλοριφέρι;

Άμα τα εκάναμε ούλα εφκείνα τότενες δε θα εβάνανε ούτε δύο λεφτά απάνου τσου. Τέτοια “μπαίγνια” που ‘μαστε όμως καλά μας κάνουνε.

Σου λένε εφκείνοι:

“Ο,τι και να τσου κάμεις θα τα καβαλούνε, όσο και να τα ακριβαίνεις εφκείνοι θα τ’ ανάβουνε. Άλλαξέ τσου το λοιπό, τον Ανανία στην ακρίβεια να σου κάνουμε και ·τεμενάδες από πάνου”.

Κάποια ώρα οι Σεΐχηδες  αφού εχορτάσανε το γέλιο λένε:

“Ας τσου το κατεβάσουμε τέσσερα δολάρια το βαρέλι”.

Λένε οι… εδώ μέσω τση τηλεόρασης:

“Απ τα μεσάνυχτα νια διαδρομή κάτου η μπεζίνα και τρεις το  πετρέλαιο”.

  Λες κι εσύ: “Ρε συ, οι άθρωποι αρκινήσανε να σκέφτουνται ανθρώπινα” και λες μπονόρα, μπονόρα να γιομίζεις το ντεπόζιτο ή το  μπετόνι σου αλλά γλέπεις τη τιμή να ‘ναι ίδια και κάνεις μεταβολή.

  Εφκειό το βιολί συνεχάει κάθε μέρα, με τη διαφορά ότι εσύ  είτε  πέφτει, είτε αξαίνει μόνε στο αξαίνει είσαι στο… πέφτει  ποτές.

Να περκέ ήθελα τούτονε το καιρό να ‘μουνε μπεζινοπώλης!

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΦΛΩΡΑΤΟΣ  ΚΕΦΑΛΟΝΙΤΙΚΑ 100% ΤΟΜΟΣ Β’ 2006

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Η ΜΠΕΖΙΝΑ

Κι έλεα, είναι δυνατό ένανε ολάκαιρο μήνα κι η μπεζίνα να μη πάρει ούτε   τσετζέσιμο απάνου τση;

 Κι απάνου που το ‘λεα, να ‘σου η κατραπακιά τω δέκα λεφτώνε.

Είναι μπορετό να ‘ναι ούλα τση μαύρης λύσσας κι εφκείνη να μένει κατακαθισμένη τσι  διακόσιες σαράντα; Των

αδυνάτωνε αδύνατο!

Ε… όγιεσκε ωρέ κολέα να ‘χεις τη κουρσάρα των είκοσι εκατομμυρίωνε   για την αφεντιά σου.

Να ‘χει τη «μπε- μπε» τση η  γυναίκα σου.

Να ‘χει το «κόρσα» τση η θυγατέρα σου. Να ‘χει το 4Χ4 ο γιος σου για να πιένετε τσι τσάρκες σας κι αηπάνουθε να γυρεύετε και τζάμπα τη μπεζίνα!

Στο ύστερο, πώς θα πάει εφκειό το ευλοημένο το κράτος ομπροστά;

– Σάματι δε πλερώνω σήματα, δεν τ’ ακουμπάω στα διόδια;

– ‘Αμα έχεις ολάκερη αντιπροσωπία αυτοκινήτωνε για τα πέραδώθενέ σου πρέπει να πλερώνεις!

Να πλερώνεις, ειδαλλιώς πήαινε με τα ποδάρια σου, παρεχτός κι έχεις την απαίτηση να σού ‘χει «μπιστιού» το κράτος συγκοινωνίες να σουλατσάρεις!

Πού να τα βρει κι εφκειό το φτωχό!

Δε σώνει που ταΐζει Αρβανούς, Πακιστανούς, Ρούσσους, Βούργαρους, Φιλιππινέζους!

Δε σώνει που βάνει στα καλύτερα πόστα τσου Κύπριους ;

Πρέπει να ‘χει αποπάνου κι εμάς να του ρουφούμε το αίμα;

– Εμείς του το ρουφούμε ή εφκειό;

– Κι εφκειό να μας το ρουφάει, δεν έχει σημασία!

-Ημπορεί να μην έχει για σένανε, για μένανε έχει!

-Και τι δηλαδής, θέλεις να ‘σαι Έλληνας;

Θέλεις να κοκορεύεσαι πως οι πρόγονοί σου δώκανε το πολιτισμό στο κόσμο κι η αφεντιά σου να ‘ναι αλάργα αφ’ τσου φόρους;

Ως πότες η κακομοίρα η Ευρώπη θα μας βογθά;

Κάποτες  θα ειπεί κι ο Πορτογάλος , ο Γερμανός ο Άγγλος:

«Αμάν μ’ εφκειούς τσου Έλληνες! Σκέτοι   φαταούληδες είναι».

Κι  ημπορεί να μας πετάξουνε απ’ όξου τση Ευρώπης.

– Και για να κερδένει η Αφεντιά σου τα Ευρωπαϊκά ωφελήματα πρέπει εγώ να κουρλένουμαι τσου φόρους;

Δώσε ‘δω, δώσε ‘κει, σε λίγο θα μορτάρω  τση πείνας.

– Θα… μορτάρεις Ευρωπαϊκά εφκειό πού το   βάνεις;

– Αγλί σε μένανε λέω ‘γω!

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΦΛΩΡΑΤΟΣ  ΚΕΦΑΛΟΝΙΤΙΚΑ 100% ΤΟΜΟΣ Α’ 2006