Σπύρος και Μάκης Καραβιώτης: Οι τραγουδιστές της αγάπης

Σπύρος και Μάκης Καραβιώτης: Οι τραγουδιστές της αγάπης

(Συνέντευξη στη Μάρα Χαρμαντά)

Οι αδελφοί Σπύρος και Μάκης Καραβιώτης, που κλείνουν φέτος 26 χρόνια διαρκούς καλλιτεχνικής παρουσίας, αποτελούν αναμφισβήτητα τους σύγχρονους εκφραστές μιας μεγάλης παράδοσης στον χώρο της επτανησιακής κι αθηναϊκής καντάδας και του ελληνικού bel canto γενικότερα, που έχει τις καταβολές του από τα χρόνια της Ενετοκρατίας στα Επτάνησα. Με καταγωγή από την Κεφαλονιά διδάχθηκαν την επτανησιακή αρμονική πολυφωνία από την οικογένειά τους κι από τη ζωντανή παράδοση του νησιού και  μέσω των σπουδών τους (ανώτερα θεωρητικά, μονωδία και μουσικολογία), εξέλιξαν το είδος γράφοντας δικές τους σύγχρονες καντάδες, οι οποίες έχουν ενταχθεί στη νεότερη κεφαλληνιακή μουσική παράδοση. Για τον λόγο αυτό, αλλά κι επειδή εκπροσωπούν πολιτιστικά το νησί σε κάθε τους εμφάνιση, συχνά τους αποκαλούν “τραγουδιστές της Κεφαλονιάς”. Ταυτόχρονα, ως σύγχρονοι τροβαδούροι, υμνούν την αγάπη και μέσα από τα δικά τους τραγούδια, στα οποία κυριαρχούν τα συστατικά της παράδοσής τους σε συνδυασμό με νεότερα εκφραστικά μέσα διαμορφώνοντας με τον τρόπο αυτό την προσωπική τους ταυτότητα στο σύγχρονο ελληνικό τραγούδι, ως νεότεροι τραγουδιστές της αγάπης.

 

Ποια μηνύματα μπορούν να περάσουν οι καντάδες στη νέα γενιά;

Σε όλες ανεξαιρέτως τις γενιές, κυριότερα όμως στους νέους, οι καντάδες περνούν το μήνυμα της αιώνιας αγάπης προς τον άνθρωπο, τη φύση και τη ζωή. Ειδικότερα, η καντάδα ως κατεξοχήν τραγουδιστική τέχνη συμβάλλει στην έκφραση των συναισθημάτων, αφού κατά βάση αποτελεί το αέναο μελωδικό – ερωτικό κάλεσμα του αρσενικού προς το θηλυκό.

Επίσης, η καντάδα καλλιεργεί συναισθηματικές ποιότητες στους νέους, αφού πρόκειται για τον ευγενικό και τρυφερό τρόπο έκφρασης του έρωτα μέσα από τη μουσική και τον λόγο, που ξεπερνά τα όρια του χώρου και του χρόνου και μετατρέπεται σε μια πανανθρώπινη αξία, η οποία όμως προϋποθέτει συναισθηματική κι εκφραστική ποιότητα τόσο του πομπού – δημιουργού όσο και του δέκτη του μηνύματος. Ταυτόχρονα, στο είδος αυτό της μουσικής υπερτερούν οι κοινωνικές λειτουργίες της μουσικής, αφού πρόκειται για ομαδικό και όχι σολιστικό τραγούδι, το οποίο προτάσσει το “εμείς” έναντι του “εγώ”.

Τέλος, οι καντάδες ως εύθυμα περιγραφικά τραγούδια προσφέρουν στους εκτελεστές και τους ακροατές τους την ίδια τη χαρά της ζωής και της δημιουργίας συντείνοντας με τον τρόπο αυτό στην ανάδειξη των ψυχικών λειτουργιών της μουσικής στους νέους.

Είναι απλώς ένα άλλο είδος μουσικής ή μια παράδοση που πρέπει να διασωθεί;

Οι καντάδες αποτελούν το ήμισυ της νεώτερης ελληνικής αστικής μουσικής πολιτιστικής κληρονομιάς. Το άλλο μισό το αποτελούν τα ρεμπέτικα, τα οποία όμως είναι περισσότερο διαδεδομένα και δεν διατρέχουν τον ίδιο κίνδυνο να λησμονηθούν. Είναι πολύ σημαντικό να διαφυλαχθεί αυτή η παράδοση, διότι αποτελεί ελληνικό ταυτοτικό σύμβολο με σημαντική ιστορική πορεία.

Ειδικότερα, η ελληνική καντάδα εμφανίστηκε περί τον 17ο αιώνα στα Επτάνησα ως λαϊκό είδος (επτανησιακή καντάδα) και απότοκο της μακραίωνης ενετικής κυριαρχίας, ενώ στα μέσα του 19ου αιώνα πέρασε στην Αθήνα και μεταλλάχθηκε στην πιο λόγια μορφή της (αθηναϊκή καντάδα), αφού συνδέθηκε με τους ποιητές της αθηναϊκής σχολής του 1880, δημιουργώντας για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού το είδος του έντεχνου – λαϊκού ογδόντα χρόνια πριν αυτό “εφευρεθεί” και αποτυπωθεί στο έργο των Χατζιδάκι – Θεοδωράκη.

Ποιους στίχους από αυτούς που τραγουδάτε θεωρείτε πολύ σημαντικούς;

Όλοι οι στίχοι είναι εξίσου σημαντικοί, διότι συνδυάζουν απλότητα κι αλήθεια. Είναι βγαλμένοι μέσα από τη ζωή και αυτό τους προσδίδει διαχρονική και πανανθρώπινη αξία. Για εμάς ο πιο σημαντικός στίχος είναι ο ακόλουθος, διότι περικλείει όλο το δρώμενο της καντάδας και ταυτόχρονα με αυτόν ξεκινάμε κάθε μας εμφάνιση:

 

“Απόψε την κιθάρα μου τη στόλισα κορδέλες

Και στα καντούνια περπατώ για τσ’ όμορφες κοπέλες”

 

Έχετε νιώσει ότι τα άτομα του χώρου της μουσικής θεωρούν ότι υπηρετείτε ένα είδος «ξεπερασμένο»;

Οι μουσικοί που διαθέτουν γνώση και σεβασμό στην ιστορία, στις μορφές και τα είδη της μουσικής, μάς αναγνωρίζουν ως θιασώτες κι αυθεντικούς εκτελεστές της καντάδας και γενικότερα του ελληνικού bel canto. Φυσικά, υπάρχουν και εξαιρέσεις, όπως άλλωστε σε όλους τους χώρους.

Ποια η αποδοχή των καντάδων από τη νέα γενιά;

Η αλήθεια είναι ότι ελάχιστοι νέοι σήμερα γνωρίζουν έστω και αμυδρά το είδος, συνεπώς η αποδοχή του αποτελεί φαινόμενο μάλλον σπάνιο. Σε αυτό φυσικά δεν φταίνε οι νέοι, αφού το είδος δεν προβάλλεται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.

Οι λόγοι για τους οποίους συμβαίνει αυτό είναι αρκετοί. Κυρίως όμως οφείλεται στην απαξίωση της αστικής κουλτούρας που έλαβε χώρα μετά τη μεταπολίτευση, καθώς και στον στιγματισμό του είδους κατά τη νεώτερη ιστορία, όταν συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις σφετερίστηκαν την αστική παράδοση για τα μικροπολιτικά τους συμφέροντα, οδηγώντας τους αντίθετους ιδεολογικά να προσδώσουν σε αυτήν λανθασμένους και διχαστικούς χαρακτηρισμούς όπως συντηρητική ή αναχρονιστική, που αντίκεινται βεβαίως, στον ίδιο τον δυναμικό κι εξελικτικό της χαρακτήρα. Αυτό είχε ως συνέπεια να αποδοθούν στις καντάδες οι χαρακτηρισμοί “παλιό, ρομαντικό, ελιτίστικο και νοσταλγικό τραγούδι”, ιδωμένα όμως κάτω από το πέπλο του γραφικού, που μειώνει την αξία αυτού του είδους τόσο σε ότι αφορά την τραγουδιστική του ερμηνεία, αλλά και τη λαογραφία που εμπεριέχει ως ιστορικό και παραδοσιακό είδος. Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής διαμάχης ήταν να περάσει στο περιθώριο των παραδοσιακών ειδών και να ανακαλείται στο προσκήνιο μόνο κατά την περίοδο των Απόκρεων ως γραφικό είδος. Οι νέοι μας λοιπόν είναι οι μόνοι που δεν φταίνε…

Πιστεύετε ότι έχει χαθεί ο ρομαντισμός στο πλαίσιο του οποίου «γεννήθηκαν» οι καντάδες;

Σήμερα, εκτός από τα ήθη που άλλαξαν τον τρόπο έκφρασης των συναισθημάτων του σύγχρονου Έλληνα, έχουν μεταλλαχθεί και τα μουσικά του ακούσματα κυρίως μέσω της επιβολής της αμερικανικής υποκουλτούρας. Ταυτόχρονα, στους λόγους εξάλειψης του ρομαντισμού εκείνης της εποχής που γέννησε την καντάδα, καθοριστικό ρόλο έπαιξε και η μεταβολή του αστικού οικιστικού τοπίου από τις αρχές του 1950 και ένθεν, όπου στην Αθήνα λάμβαναν χώρα τα φαινόμενα της αστικοποίησης και της αντιπαροχής. Στις μέρες μας ο ρομαντισμός ως στοιχείο της ανθρώπινης έκφρασης δεν έχει χαθεί, αλλά εκφράζεται πολύ δύσκολα, αφού η ψυχή του σύγχρονου ανθρώπου συνθλίβεται μέσα από πλήθος δεινών όπως η μοναξιά, η ανεργία, η κλιματική αλλαγή, η τρομοκρατία και οι πανδημίες.

Πώς μπορεί να επιβιώσει αυτή η παράδοση; Μέσω της εκπαίδευσης; Με άλλο τρόπο;

Πιστεύουμε ότι είναι απαραίτητη η δράση σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Παρακάτω αναφέρονται ορισμένες δράσεις που θα μπορούσαν να συμβάλλουν θετικά στην τόνωση, αλλά και στη διάσωση αυτού του τόσο σημαντικού – για τον ελληνικό μας πολιτισμό – είδους.

Το σημαντικότερο βήμα είναι να μπολιάσουμε τα παιδιά μας, που αποτελούν το μέλλον μας, από τη μικρή τους ηλικία με τα ακούσματα του είδους.

Ειδικότερα, κατά το νανούρισμα των βρεφών θα μπορούσαν να επιλεγούν μεταξύ των άλλων τραγουδιών και κάποιες εύκολες και μελωδικές καντάδες, όπως το “Απόψε την Κιθάρα μου” ή το “Εις τον αφρό της θάλασσας” που είναι ευρέως γνωστές.

Επίσης, στα σχολικά εγχειρίδια του δημοτικού θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν εικόνες από το δρώμενο της καντάδας ή της βαρκαρόλας, ώστε τα παιδιά να αποκτήσουν οπτικές παραστάσεις για τα έθιμα και κατ’ επέκταση να αναζητήσουν οπτικοακουστικό υλικό μέσω του διαδικτύου. Ιδανικό επίσης θα ήταν στο ρεπερτόριο της Ωδικής να συμπεριλαμβάνονταν από τους δασκάλους ορισμένες χαρωπές καντάδες. Επιπρόσθετα, σημαντική είναι η οικογενειακή παρακολούθηση συναυλιών με θέμα το εν λόγω είδος τραγουδιού, ώστε σταδιακά να δημιουργηθεί στα παιδιά η ανάλογη ηχητική ποιότητα και οικειότητα. Συγχρόνως, χρειάζεται να ενισχυθούν προσπάθειες συλλόγων ή φορέων δημόσιων και ιδιωτικών που σκοπό θα έχουν τη συγκρότηση παιδικών μαντολινάτων, ώστε τα παιδιά να έρθουν σε επαφή με τα κατεξοχήν όργανα του είδους, τα οποία είναι το μαντολίνο και η κιθάρα.

 

Απαραίτητο βήμα για την επαναφορά του είδους στη μουσική συνείδηση του Νεοέλληνα είναι η μετεξέλιξή του – από γνώστες του είδους – με την προσθήκη στοιχείων από άλλες παραδόσεις. Με την καινοτομία αυτή οι καντάδες θα γίνουν πιο προσφιλείς στη νέα γενιά, χωρίς όμως να χάσουν το ύφος τους. Ειδικότερα, θα μπορούσαν να δανειστούν στοιχεία από άλλες παραδόσεις, όπως είναι το ελαφρό τραγούδι ή η τζαζ σε επίπεδο ρυθμού, αρμονίας κι ενορχήστρωσης.

 

Πολύ σημαντική συνεισφορά θα αποτελούσε η προβολή του είδους από έγκριτους δημοσιογράφους σε τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές, αλλά και με δημοσίευση άρθρων στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο.

 

Σε ότι αφορά την υποστήριξη της πολιτείας θα μπορούσε το Υπουργείο Πολιτισμού να συμβάλλει στην επιχορήγηση των μουσικών συγκροτημάτων που διαφυλάττουν μια τόσο σημαντική πτυχή της μουσικής ιστορίας του τόπου μας, όπως συμβαίνει σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό θα αποτελούσε επίσης και κίνητρο για νέους καλλιτέχνες να ασχοληθούν με το εν λόγω είδος ή με άλλα είδη της παραδοσιακής μας μουσικής που τείνουν να λησμονηθούν.

Τέλος, τη σημαντικότερη δράση οφείλει να υλοποιήσει ο Δήμος Αθηναίων. Ειδικότερα, θα μπορούσε να εντάξει στα μουσικά του σύνολα ένα παραδοσιακό φωνητικό κι οργανικό συγκρότημα ερμηνείας και διάσωσης της αθηναϊκής καντάδας, η οποία αποτέλεσε το παραδοσιακό τραγούδι των γηγενών Αθηναίων για μισό σχεδόν αιώνα (1880 – 1920). Επίσης, ας μην ξεχνάμε ότι όλοι οι σύγχρονοι μεγάλοι συνθέτες επηρεάστηκαν στο έργο τους – άλλοι σε μικρότερο κι άλλοι σε μεγαλύτερο βαθμό – από τις καντάδες. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις των συνθετών όπως ο αείμνηστος Μάριος Τόκας, ο Μίμης Πλέσσας, ο Ηλίας Ανδριόπουλος,  ο Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος έζησε μια περίοδο των παιδικών του χρόνων στην Κεφαλονιά.

Πηγή: https://politisnews.gr/