«Σβησμένα και ενεργά» έθιμα του Δωδεκαημέρου της Κεφαλονίτικης παράδοσης

Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός

Με τη λέξη έθιμο, λέγεται  η κοινή  συνήθεια  μιας κοινωνικής ομάδας που προέρχεται και  τηρείται από παράδοση, συγχρόνως δε  ρυθμίζει τις εκδηλώσεις της ομάδας αυτής. Μάλιστα, το έθιμο, είναι βαθιά ριζωμένο στη λαϊκή ψυχή  και η εκδήλωσή του βρίσκεται ανάμεσα στη συνήθεια, τη μόδα και το νόμο.

            Έχει δε η εθιμική πράξη τη δύναμη να ασκεί απόλυτη και μόνιμη εξουσία πάνω στο κοινωνικό σύνολο, συντελώντας  επιπλέον στην κάθε μορφή χαρακτήρα όπως στον θρησκευτικό, φυλετικό και  κοινωνικό. Το έθιμο έχει δύναμη επιβολής λόγω του ηθικού εξαναγκασμού που επιβάλλει στα άτομα να συμμορφώνονται με τους άγραφους κανόνες της εκτέλεσης του.

       Τα έθιμα και οι νόμοι  τους είναι άγραφα στοιχεία και μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά μαζί με τη γλώσσα και τη θρησκεία και  στην πορεία του χρόνου, αλλάζουν, τροποποιούνται, «μεταλλάσσονται», χάνονται, γεννιούνται νέα, ξεχνιόνται τα παλιά. Όλες αυτές οι μεταβολές είναι κατά συνέπεια φυσική εξέλιξη, λόγω που οι κοινωνικές δομές -οι κατ’ εξοχήν  φορείς των εθίμων-, αλλάζουν και εξελίσσονται, «παρασέρνοντας» τους άγραφους  εθιμικούς  κοινωνικούς νόμους.

            Τα έθιμα διαιρούνται σε δύο βασικές ομάδες: τα κοινωνικά και τα θρησκευτικά. Στα πρώτα ανήκουν τα έθιμα που ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ των κοινωνικών τάξεων και είναι τα έθιμα που αναφέρονται στη φιλοξενία, ανταλλαγή ευχών κλπ. Στα δεύτερα ανήκουν τα σχετικά με τη λατρεία του Θεού. Ο διαχωρισμός αυτός όμως δεν είναι απόλυτος, γιατί πολλά έθιμα ανήκουν και στις δύο κατηγορίες.

            Η  κεφαλληνιακή παράδοση σε όλες τις εκφράσεις της ζωής και της καθημερινότητας έχει πλήθος από εθιμικές πράξεις, που είναι ονομαστές και μάλιστα ρυθμίζουν, όπως σε κάθε τόπο, το χαρακτήρα και τη νοοτροπία του κοινωνικού μας συνόλου, καθώς το άκουσμα και τη φήμη  της  περιοχής μας.

Τα κεφαλονίτικα έθιμα του Δωδεκαημέρου , όπως μας έχουν παραδοθεί από τους παλαιότερους λαογράφους, ήταν ποικίλα, πλούσια στις εκτελέσεις τους και ονομαστά.

Ακολουθεί μια συγκριτική αναφορά σε  έθιμα του νησιού μας (Του Δωδεκαημέρου)  από εκείνα τα οποία βρήκαμε γραμμένα ως σημαντικές λαϊκές εθιμικές παραστάσεις που έχουν εντελώς χαθεί και σε όσα είναι  ακόμη λειτουργικά, συγχρόνως και στους λόγους που τα τροποποίησαν ή τα εξέλιξαν.

            Βέβαια, στη λαογραφία δεν υφίσταται «χάθηκε ή τροποποιήθηκε ένα έθιμο», γιατί απλούστατα η κάθε εποχή τροποποιεί ότι παλαιότερο βρήκε και πορεύεται με τα δικά της χαρακτηριστικά, που όλο και εξελίσσονται καθημερινά. Δηλαδή, το έθιμο εξελίσσεται  και ακολουθεί την εξέλιξη της ανθρωπότητας.

            Ο διαχωρισμός που γίνεται σε αυτό το άρθρο, στα έθιμα του  κεφαλονίτικου Δωδεκαήμερου,  σε αυτά που χάθηκαν και σε αυτά που διατηρούνται, γίνεται επειδή συνέβησαν και συμβαίνουν απότομες κοινωνικές και οικονομικές  αλλαγές, οι οποίες  συνετέλεσαν και συντελούν  στη μεταβολή των εθίμων, καθώς και σε κοσμοϊστορικά γεγονότα, όπως ο σεισμός του 1953, της μετανάστευσης, της ραγδαίας τεχνολογικής εξέλιξης, που  επηρεάζουν τη ζωή μας άρδην.

                                                1.  Καλικάτζαροι

Ξεκινώντας την αναφορά πρώτα από τους  Καλικάτζαρους, τα Παγανά όπως τα λέμε στο νησί μας,  πρόκειται για παραδόσεις με πανελλήνιο χαραχτήρα, οι παλαιότεροι Κεφαλλονίτες πίστευαν την ύπαρξη αυτών των  «δαιμονικών  ζιζάνιων», που με τη μορφή λυκάνθρωπων ή μαγισσών, ενοχλούσαν τους χριστιανούς, γι’ αυτό έπαιρναν τις κατάλληλες προφυλάξεις από αυτά.  Το φύλαγμα των φαγητών, το πλύσιμο των οικιακών σκευών  πριν σουρουπώσει, και το μπάσιμο τους νωρίς μέσα στην κύρια οικία ήταν απαραίτητο για να μη μαγαριστούν από τους καλικάτζαρους.

Βέβαια, ήταν άλλη η δομή των οικιών και των κοινωνικών καταστάσεων πριν από λίγες δεκαετίες. Φτώχεια πολλή, σκληρά χρόνια και τα μαγειριά των σπιτιών τις περισσότερες φορές  πρόχειρα, κάτω από τσίγκους, εκτεθειμένα σε ανοικτό χώρο, λίγο απόμακρα από την οικία και γι’ αυτό  δεν έπρεπε σύμφωνα με το έθιμο  να αφήνουν κατά το Δωδεκαήμερο τα αγγειά έξω να τα μολύνουν τα παγανά. Επίσης, να μην βγαίνουν έξω τη νύκτα, ιδίως οι άνδρες, που γυρνούσαν από τις ταβέρνες, γιατί με την έλευσή τους στο σπίτι πίστευαν πως έμπαιναν και τα παγανά μαζί τους, γι’ αυτό άναβαν φωτιά πριν μπουν για να εξορίσουν το κακό.

 Πριν το σεισμό οι περισσότερες οικίες είχαν τον καπνοδόχο τους, «ο φουγάρος» και για να μην μπούνε τα παγανά από αυτό το σημείο στο σπίτι, οι νοικοκυρές  έβαζαν στο άνοιγμα του καπνοδόχου  μια κρησάρα, (κόσκινο)  η οποία τα εμπόδιζε να περάσουν. Μάλιστα λένε πως τα παγανά ασχολούνταν να μετρήσουν τις τρύπες του κόσκινου, αλλά μπερδεύονταν ή δεν μπορούσαν να πουν το «τρία» και έχαναν την ώρα τους.

Τα παγανά και όλες αυτές οι ιστορίες τους  και άλλα πολλά τέτοια, σήμερα τα περιγελούμε ή τα έχουμε ξεχασμένα, γιατί, απλά άλλαξαν οι κοινωνικές καταστάσεις και η μόρφωση έγινε κτήμα περισσότερων ανθρώπων.

            Παρόλα ταύτα το έθιμο της προστασίας από τα παγανά διατηρείται μέσα στη  συνήθεια να  «σφραγίζουμε» τις πόρτες, σημαδεύοντας το ανώφλι μας με το σημείο του σταυρού με ένα αναμμένο κερί για να διώχνουμε το κακό μακριά.

Πίσω από όλες αυτές τις δεισιδαιμονίες, άσχετα αν είναι ιστορικές ή μεταφυσικές κρύβεται η παλιά αγωνία του ανθρώπου για τα σκοτάδια, για το χειμώνα. Αυτός είναι και ο λόγος που οι παλιοί νοικοκυραίοι την ώρα που σημάδευαν με τη φλόγα τις πόρτες κάνοντας το σημείο του σταυρού έλεγαν :

«Χριστός γεννάται,

το φως αξαίνει

και το σκοτάδι μικραίνει».

 

2.  Η  κουλούρα της γωνιάς

Ένα παλιό έθιμο , που  έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα, την Ελληνική και Ρωμαϊκή,  ήταν η εστιακή τελετή της παραμονής των Χριστουγέννων,  με την ονομασία  «η Κουλούρα της γωνιάς». Ήταν ένα έθιμο που συνδύαζε το ψήσιμο  του εορταστικού άρτου και το ψάλσιμο του απολυτίκιου των Χριστουγέννων.

   Μαζεύονταν η οικογένεια γύρω από την εστία του σπιτιού, τη φωτιά, την οποία είχαν ανάψει με τρία κούτσουρα, και η μητέρα έφερνε  μια φρεσκοψημένη κουλούρα  στρογγυλή, σφραγισμένη με την αγία σφράγιση και μέσα είχε βάλει ένα νόμισμα. Την έπαιρνε ο γηραιότερος του σπιτιού,  ο πατέρας συνήθως, τη χάραζε σε κομμάτια όσα τα μέλη της οικογένειας και ύστερα την έδινε να την πιάσουν όλοι πάνω από τη φωτιά σε κύκλο. Ο πατέρας έπαιρνε  λάδι και κρασί και το έριχνε από το γύρω της κουλούρας  να πέσει σταυρωτά στη φωτιά. Τότε όλοι έψαλλαν το απολυτίκιο των Χριστουγέννων και τελειώνοντας τραβούσε ο καθένας  τη κουλούρα  από το σημείο που την κρατούσε και έτσι έπαιρνε το κομμάτι  του και κοιτούσε μήπως και του τύχαινε το νόμισμα, αν ήταν τυχερός..

Αυτό ήταν «το σπάσιμο της Κουλούρας». Το έθιμο αυτό μας το περιέγραψε αναλυτικά ο σπουδαίος ιστοριοδίφης Ηλίας Τσιτσέλης στα 1889. Φαίνεται όμως πως αυτό το έθιμο εξέλειψε μετά το 1954, χρονιά που πραγματοποιήθηκε στην περιοχή της Λειβαθούς, όπως μας ενημερώνει ο λαογράφος Δημήτριος Λουκάτος.

Σήμερα δεν μπορεί να αναβιώσει, για πολλούς και διάφορους λόγου, με πρώτον αυτόν, ότι στα σπίτια μας δεν υπάρχουν εστίες-γωνιές όπως παλιά, αλλά ηλεκτρικές κουζίνες και παρόμοιες συσκευές παρασκευής του φαγητού μας. Επειδή το έθιμο αυτό είχε χαραχτήρα αυστηρά οικογενειακό και δεν είναι ανοικτό προς τον κόσμο, δεν θα μπορούσε να αναβιώσει φολκλορικά, μα αν και αυτό γίνει θα είναι μόνο σε μια επίδειξη περιγραφική.

Το 2016 ο Πολιτιστικός Σύλλογος «Ριφόρτσο» αποτύπωσε κινηματογραφικά την εθιμική αναπαράσταση της «Κουλούρας της γωνιάς» και διαφήμισε την όμορφη αυτή οπτική παρουσίαση, τόσο στο νησί όσο και σ’ άλλα μέρη του ελλαδικού χώρου.

3. Τα ψωμιά του Δωδεκαήμερου

Κατά την περίοδο του Δωδεκαημέρου, όπως αυτό ορίζεται μέσα από τις τρεις μεγάλες εορτές του, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και Φώτα, κοσμούσαν τα εορταστικά τραπέζια,  άρτοι με διαφορετικά σχήματα στο πάνω μέρος τους, που ήταν φτιαγμένα, έτσι ώστε να ταιριάζουν στην ημέρα και να τονίζουν την τελετουργία του τραπεζιού.  Στην κεφαλλονίτικη λαογραφία τα ψωμιά των τριών μεγάλων εορτών του Δωδεκαήμερου  ήταν διαφορετικά σε σχήματα.

Το μεγάλο ψωμί της ημέρας των Χριστουγέννων, το χριστόψωμο ή τσουντί, έμοιαζε με μαντολίνο με δυο λαβές, όπως λέει ο Λουκάτος, ή καλύτερα θα λέγαμε έμοιαζε με καράβι ή μια αθημωνιά δεμένη στα άκρα της. Αργότερα εγκαταλείφτηκε αυτός ο τύπος και  έφτιαχναν μια μεγάλη μπάλα ψωμί , σαν καρβέλι μεγάλο που στο πάνω μέρος το διακοσμούσαν με ένα μεγάλο Χ, με γυρισμένες τις άκρες του, που έμοιαζαν  με ουρές ψαριών.

 Η αγιοβασιλίτσα, το ψωμί της πρωτοχρονιάς, ήταν μια κουλούρα, που έμοιαζε σαν τροχός και διαγώνια της υπήρχε ένας μεγάλος σταυρός.

Ιδιαίτερο ήταν ο εορταστικός άρτος των Φώτων, η λεγόμενη φωτίτσα.  Ήταν ένα κυκλικός άρτος, σαν πιάτο  με σηκωμένο τον περίγυρό του και στο κέντρο του υπήρχε ένας σταυρός που σε κάθε του ορθή γωνία ήταν μια μπαλίτσα.

Τα τρία διαφορετικά ψωμιά των εορτών του Δωδεκαήμερου στην Κεφαλονιά αναφέρονται και από τον Ανδρέα Λασκαράτο στο ποίημά του «Το Ληξούρι εις τους 1836»

«Δεν είν’ κι εκείνοι Χριστιανοί Ρωμαίοι;

Δεν κάνουνε τα ίδια χριστόψωμα;

Του Φωτώνε δεν κάνουν τσι φωτίτσες,

Και τα’ αη –Βασιλείου τσι βασιλίτσες;»

Σήμερα δεν γίνονται στο νησί μας οι τύποι των παλιών κεφαλονίτικων άρτων κατά την περίοδο του Δωδεκαημέρου, αλλά παρουσιάζεται και πωλείται στα ράφια των αρτοποιείων ένας τύπος για τις τρεις εορτές, αυτός που μοιάζει σαν μεγάλο καρβέλι, κοσμημένο πάνω με ένα μεγάλο Χ, με γυρισμένες τις άκρες του. Επίσης, οι φουρναραίοι φτιάχνουν  έναν ακόμη τύπο εορταστικού  άρτου  που φαίνεται πως η διακόσμησή του  έχει στοιχεία από παλαιότερον. Δηλαδή κοσμούν την επιφάνεια του μεγάλου καρβελιού με ημικύκλια, ώστε να σχηματίζουν ένα λουλούδι,  ένα τριαντάφυλλο.

4. Τα κάλαντα

Τα  κεφαλονίτικα κάλαντα, των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς δεν έχουν χαθεί από τη ζωή των Κεφαλλήνων.  Παρουσιάζουν από τόπο σε τόπο μεγάλη ποικιλία διαφορετικών στίχων, ιδιαίτερα το μέρος με τα ευχετήρια, στα οποία οι μικροί  καλανταδόροι, πρόσθεταν και κάτι καινούργιο και επαινετικό για τον κάθε νοικοκύρη με σκοπό να του αποσπάσουν μεγαλύτερο φιλοδώρημα.

            Τα κάλαντα στο νησί μας χωρίζονται πρώτα στα παλιά κάλαντα, τα οποία ήταν διαφορετικά για τις τρεις εορτές του Δωδεκαημέρου. Μάλιστα σε αυτά τα κάλαντα, τα οποία κυκλοφόρησαν σε μονόφυλλα το 1854 από το Τυπογραφείο

 « Κεφαλληνία» υπάρχουν και πρόσθετοι ριζοσπαστικοί στίχοι που χαρακτηρίζουν τον πόθο του Κεφαλληνιακού λαού για Ένωση με την Μητέρα Ελλάδα.

Ακολουθούν κάλαντα, αυτά που έλεγαν συνήθως στα χωριά, και μάλιστα τα βρίσκουμε στις αναφορές διαφόρων περιηγητών. Και ερχόμαστε στα σημερινά κάλαντα τα οποία έχουν στοιχεία από τα παλιά, τραγουδιούνται σήμερα κυρίως από τα παιδιά αλλά και από χορωδίες του τόπου μας και μας σκορπίζουν χαρά. Ο ρυθμός τους είναι σαν πεταχτή μαζούρκα και μάλιστα όταν τις φωνές συνοδεύουν τα μαντολίνα, κιθάρες και τα τρίγωνα, ευχαριστιέσαι να τα ακούς.  Επίσης, τα Αργοστολιώτικα κάλαντα είναι διαφορετικά από τα Ληξουριώτικα, αλλά και τα δυο  κοντινά μοτίβα τραγουδιούνται πολυφωνικά και επτανησιακά.

Τα κάλαντα τα οποία έχουν ξεχαστεί ολότελα, είναι των Φώτων. Παρόλο που η εορτή των Φώτων είναι  πέρα από εκκλησιαστική, πολύ κοσμική, είναι άξιο απορίας πώς αυτά δεν τραγουδιούνται από μικρούς και μεγάλους.

Είναι φανερό δε, πως, τα κάλαντα διατηρήθηκαν, για τον με κύριο λόγο, ότι  αποφέρουν  οικονομική απολαβή σε αυτούς που τα εκτελούν.

«Το νέον έτος εύχομαι, ωραία δεσποσύνη

Να σου χαρίσει το γαμπρό και τη συζυγοσύνη.

……………………………………………………

 

Δώσε μας και τον κόκορα, δώσε μας και την κότα,

Δώσε μας και το μποναμά, να πάμε σ’ άλλη πόρτα».

 

 

 

5. Λοταρίες και παιχνίδια και διάφορες χαρούμενες εκδηλώσεις

            Έχουν  αλλάξει οι τρόποι της παλιάς λοταρίας, ενώ διατηρείται η χαρτοπαιξία, πράξεις που γίνονταν μέσα στο Δωδεκαήμερο, λόγω του ερχομού του Νέου  Έτους, που ο καθένας ήθελε να είναι τυχερός για να του πάει καλά η χρονιά.

 Ο Λασκαράτος μέσα στα κείμενά του σατιρίζει και συγχρόνως μας ενημερώνει για την άκρατη χαρτοπαιξία που γινόταν, όταν ξημέρωνε η  Πρωτοχρονιά στην εποχή του.

Επίσης, έχει ξεχαστεί ολοκληρωτικά το πατροπαράδοτο έθιμο του φαγητού της Πρωτοχρονιάς, που ήταν η Πουτρίδα, δηλαδή χοιρινό κρέας με κάβολε (κουνουπίδι) ή μάπα (λάχανο) ή γουλί στην κατσαρόλα. Την ώρα του φαγητού έκοβαν τη βασιλίτσα κι έτρωγαν λίγα κλωνιά ρόγδι για το καλό.

Τα παιδιά γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι και προσφέρουν έναντι αμοιβής τις αγιοβασιλίτσες, (το φυτό αγριοκρεμμύδα- ασκινικάρα ή ασκυλοκάρα), που συμβολίζει το ξαναγέννημα της φύσης και του χρόνου.

Η παρουσία των  φιλαρμονικών, των κανταδόρων, το έθιμο του αλληλοραντισμού με τα αρώματα και τους μικρούς ψεκαστήρες είναι από τις εθιμικές παραστάσεις που διατηρούνται έως σήμερα  ή έχουν αναβιώσει τις τελευταίες δεκαετίες.

            Επίσης, διατηρούμε τα έθιμα του καλού ποδαρικού, του μποναμά και αποφεύγουμε να δανείζουμε χρήματα σε εορτάσιμες μέρες, καθώς και να μην κλάψουμε, να μη στενοχωρηθούμε, αλλά να κάνουμε κάτι καλό ή κάποια καλή εργασία για να μας τρέχει καλά όλο το χρόνο.

Την Πρωτοχρονιά τα παιδιά έπαιζαν στη γειτονιά διάφορα παιχνίδια, δηλαδή το δικό τους τζόγο, με δεκάρες και δραχμές. Παιχνίδια τα οποία έχουν ξεχαστεί ολότελα, όπως: το πατρινό, το τοιχάκι,  το πίτσι, το κάρφωμα του πορτοκαλιού, που όποιος ήξερε να ρίξει  καρφωτό το φράγκο του και να τρυπήσει το πορτοκάλι με την πρώτη, το  έπαιρνε δικό του.

                        6.   Ευχετήριες πράξεις για καλή οικονομία στη ζωή του χωριού

Στα χωριά έδιναν μεγάλη σημασία στα πουλερικά, στην πτηνοτροφία και γενικά στην αξία των ζώων τους, και αυτό, γιατί αποτελούσαν τη βάση για την οικιακή οικονομία.

 Έτσι απαιτούσαν από τους ξένους που επισκέπτονταν το σπίτι, να πούνε  σε αυτές τις χρονιάρες μέρες την ευχή:

«Αυγά, πουλιά, όλο κιου, και κανένα κλου»

Δηλαδή να βγουν πολλά κλωσσόπουλα και τα αυγά να μην είναι ποτέ κλούβια.

Ακόμη, όταν ερχόταν η Πρωτοχρονιά, η νοικοκυρά που είχε άνδρα τσοπάνη  έβγαινε από το σπίτι για να  τον συναντήσει στη στάνη και να του πάει μια καλοζυμωμένη  βασιλίτσα και κρασί και αυτός με τη σειρά του  την έσπαγε πάνω στα κέρατα του κριαριού ή του τράγου λέγοντας:

«Χίλια χρόνια, χίλια γίδια ή χίλια πρόβατα»

 

Αυτά τα δυο έθιμα που στήριζαν τη χωριάτικη ζωή, έχουν οριστικά εκλείψει και  έχουν παραμείνει αναμνήσεις στα βιώματα των παλαιοτέρων.

7. Το προκάδο πορτοκάλι

  Το έθιμο αυτό με «το πορτογάλλι, στολισμένο με μοσχοκάρφια (πρόκες γαρύφαλλο)» ήταν παλιό, και φαίνεται πως το επινόησαν κάποιοι για να μπορούν να πάρουν φιλοδώρημα, μια και δεν μπορούσαν να πουν τα κάλαντα, λόγω της ασχολίας τους εκείνες τις ώρες. Ο Λουκάτος μας λέει πως το έθιμο του  προκάδου πορτοκαλιού ήταν ένα έθιμο «αξιοπρεπής επαιτείας».

Πρότειναν απλά το πορτοκάλι με μοσχοκάρφια σε αυτόν που συναντούσαν, του λέγανε «Χρόνια Πολλά» και αυτός έδινε το φιλοδώρημα. Ο ιστοριοδίφης Ηλίας Τσιτσέλης αναφέρει πως το έθιμο αυτό ήταν παλιό, το περιέγραψε το 1910 και λέει, πως  ήταν έθιμο των πτωχών παιδιών, των επαιτών, και των νεωκόρων.

Υπάρχει δε και άλλη εκδοχή, πως το έθιμο αυτό δε το επινόησαν οι χωριάτες,  αλλά τα παιδιά των ναυτικών «εμπορεύοντας» με αυτόν τον τρόπο τα μπαχαρικά που έφερνε ο πατέρας-ναυτικός, υλικά που ήταν ακριβά και για λίγους.

Όπως και να έχει το έθιμο αυτό, με την υπέροχη ευχή που δίνει ο προσφορών το προκάδο πορτοκάλι «Να σου δίνει ο Θεός δύναμη όπως τους  χυμούς  του ζωοδότου πορτοκαλιού», έχει αναβιώσει στην πόλη του Ληξουρίου από το 1995, από μαθητές σχολείων και από τα παιδιά των συλλόγων.

8. Τα  έθιμα της Βαπτίσεως

 Η τρίτη εορτή του Δωδεκαήμερου είναι τα Θεοφάνεια ή τα Φώτα, που μαζί με τις εορτές του Αγιασμού του Αη –Γιάννη αποτελούν τριήμερο εκδηλώσεων εορτής των υδάτων.

Τα εκκλησιαστικά έθιμα αυτών των ημερών διατηρούνται στο μεγαλύτερο μέρος, λόγω που ακολουθούν το  λειτουργικό τυπικό της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας.

 Να ξημερώνει του Αγιασμού, γίνεται η νυκτερινή ακολουθία  στις εκκλησίες και ύστερα από το χάραμα ξεκινάει ο ιερέας με τη συνοδεία κάποιου παιδιού να αγιάσουν ατ σπίτια.

 Στις  παλιές φιγούρες των ιερέων έχουν μείνει οι εικόνες του παιδιού να κρατά το μεταλλικό σίκλο και να βουτά τη αγιαστήρα του ο παπάς μέσα σε αυτό και έπειτα να ραντίζει τις οικίες. Τα χρήματα που έδιναν οι πιστοί, ως συνήθως μεταλλικά, παλαιότερα τα έριχναν μέσα στο σίκλο. Τώρα αυτό διατηρείται σε ελάχιστες περιπτώσεις. Το φιλοδώρημα  μαζεύεται διαφορετικά, είτε σε μεγάλο πορτοφόλι είτε σε σακούλα.

            Παλαιότερα στην Κεφαλονιά συνέβαινε κάτι που δεν γινόταν σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Είχαν το δικαίωμα να βγαίνουν με το σικλάκι ή το μεγάλο πιγκιόνι, παρέες παιδιών,(παπαδοπαίδια) χωρίς τη συνοδεία του παπά και να αγιάζουν τα σπίτια και τα μαγαζιά, ψάλλοντας το «εν  Ιορδάνη». Ήταν σαν να λένε τα κάλαντα με τον παπαδίστικο τρόπο, μας λέει ο  Δημήτριος Λουκάτος. Όσο για την ποσότητα του Αγιασμού, κοντά να ελαττώσει, συμπλήρωναν το σικλάκι από τη βρύση ή το πηγάδι της γειτονιάς. Σκοπός τους ήταν να πάρουν καλό φιλοδώρημα.

Τα κάλαντα των Φώτων δεν ακούγονται πια, ελάχιστες είναι οι περιπτώσεις που βγαίνουν  μια -δυο ομάδες  για να τα τραγουδήσουν. Αυτά ξεχάστηκαν θα λέγαμε εντελώς.

Την ημέρα των  Φώτων στις  εκκλησίες των ενοριών πραγματοποιείται η τέλεση της Βαπτίσεως, πάνω σε πάρκο με πρασινάδες και φοινικόκλαρα, περίτεχνα φτιαγμένο και προσεγμένο, ώστε να δεχτεί τα πιγκιόνια των πιστών, που μετά τη αναπαράστασης της Θείας Βάπτισης από τον ιερέα, οι πιστοί θα πάρουν αγιασμό. Δυστυχώς, στις περισσότερες εκκλησίες τα πάρκα είναι απλά και πρόχειρα, χωρίς τον παλιό όμορφο στολισμό, που σε προετοίμαζε για την τελετουργία της Φώτισης. Από τα πιο περίτεχνα πάρκα  που συνεχίζουν οι εφημέριοι και οι επίτροποι να φιλοτεχνούν σύμφωνα με την παλιά παράδοση, είναι της ενορίας του Αγίου Νικολάου των Μηνιατών στο Ληξούρι.

Μετά τη Βάπτιση στις εκκλησίες  ακολουθεί  η «μεγάλη τελετή» στη θάλασσα ή στη βρύση του τόπου. Τόσο στο Αργοστόλι και στο Ληξούρι γίνεται από παλιά η τελετή της Βαπτίσεως στο λιμάνι των πόλεων. Αλλά και σε λιμάνια, όπως της Πεσσάδας, του Πόρου, του Κατελειού, της Σάμης, στην παραλία των Πετανών πραγματοποιούνται βαπτίσεις με την συμμετοχή πολλών πιστών.

 Η Φωτίτσα, ο εορταστικός άρτος της ημέρας των Φώτων, με το υπέροχο  βυζαντινό σταυρό κοσμημένος στο πάνω μέρος, έχει εντελώς χαθεί και τη θέση του την πήρε ο τύπος του άρτου, που είναι κοινός για όλες τις εορτές όπως είπαμε παραπάνω.

Εν κατακλείδι τα έθιμα του Δωδεκαήμερου στην Κεφαλονιά, έχουν ελαττώσει, άλλα έχουν χαθεί οριστικά κι άλλα διατηρούνται και εκτελούνται με νεότερα στοιχεία, πράγμα που το επιβάλλει η εποχή μας.