Τα προϊόντα της κεφαλλονίτικης γης στο περιοδικό «Γαστρονόμος»

Έχουμε επισημάνει πολλές φορές την ανάγκη αλλαγής του αναπτυξιακού μοντέλου του νησιού μας με στροφή μεταξύ άλλων στον πρωτογενή τομέα της παραγωγής. Άλλωστε η παρούσα συγκυρία σχεδόν μας υποδεικνύει την ανάγκη να κάνουμε την οικονομία του νησιού μας περισσότερο ανταγωνιστική και εξωστρεφή και συνεπώς λιγότερο ευάλωτη σε κρίσεις, όπως αυτή που βιώνουμε σήμερα. Πολλώ δε μάλλον όταν η ευλογημένη κεφαλλονίτικη γη μπορεί να μας χαρίσει εξαιρετικά αγροτοκτηνοτροφικά προϊόντα που θα μπορούσαν να προωθηθούν στην ελληνική και όχι μόνο αγορά. Δύο από αυτά τα προϊόντα παρουσιάστηκαν την Κυριακή στο έγκυρο περιοδικό «Γαστρονόμος» που κυκλοφόρησε με την εφημερίδα «Καθημερινή». Ο λόγος για τα σκόρδα και τα κρασιά μας.

Ειδικότερα, στο άρθρο της δημοσιογράφου Βιβής Κωνσταντινίδου με τίτλο «Εδώ τα καλά ελληνικά σκόρδα» γίνεται αναφορά σε επτά ποικιλίες ελληνικών σκόρδων (Σαντορίνης, Τήνου, Τριπόλεως, Έβρου, Κοζάνης, Λάρισας και Κεφαλλονιάς) είτε πρόκειται για ποικιλίες ευρείας παραγωγής και κατανάλωσης, είτε πρόκειται για παλαιές, σπάνιες και δυσεύρετες καλλιέργειες, κάποιες με αρχαία προέλευση, που αξίζει να γνωρίσουμε και να αναζητήσουμε. Η εγκωμιαστική αναφορά της συντάκτριας στα ρισιάνικα σκόρδα με τίτλο «Μικρό στο μάτι, σπουδαίο στη γεύση» είναι η εξής:

Ντόπια ποικιλία με μικροσκοπικά κεφαλάκια με μοβ φλούδα και σκελίδες μακρουλές και στενές σφιχτά κολλημένες μεταξύ τους. Λέγεται και ερισώτικο γιατί καλλιεργείται κυρίως στην Έρισο στο βορειότερο άκρο της Κεφαλλονιάς σε υψόμετρο άνω των 800 μ., αλλά και χαμηλότερα και νότιοανατολικότερα, στη Σάμη. Αψύ και επιθετικό στο στόμα, αφήνει όμως έντονη νοστιμιά χωρίς σκορδίλα και ευχάριστο άρωμα. Δύσκολη καλλιέργεια, απαιτητική και επίπονη, σχεδόν εξ ολοκλήρου βιολογική. Με αυτό φτιάχνουν την περίφημη κεφαλλονίτικη σκορδαλιά που μοσχοβολάει, καθώς και ντόπια σκορδόψωμο. Το βρίσκουμε σε τοπικές λαϊκές αγορές του νησιού. Μικρή ποσότητα εξαιρετικά νόστιμου σκόρδου παραγωγής του Κεφαλλονίτη βιοκαλλιεργητή Θεμιστοκλή Δευτεραίου θα βρούμε στο Περιβόλι της Οικολογίας στα Εξάρχεια”.

Το δεύτερο προϊόν είναι ίσως και το σήμα κατατεθέν του νησιού μας που δεν είναι άλλο από τα περίφημα κρασιά μας. Το γενικό άρθρο της δημοσιογράφου και συγγραφέως Μερόπης Παπαδοπούλου τιτλοφορείται «Η αλφαβήτα του ελληνικού κρασιού», ενώ η ενότητα για τα κεφαλλονίτικα  κρασιά που έχει ως επικεφαλίδα «Κεφαλονίτικες αρέκιες» είναι η εξής:

“Ρομπόλα, η σταρ της επόμενης δεκαετίας που λατρεύεται στο νησί της, μιας και οι Κεφαλλονίτες θεωρούν ότι η υπόλοιπη Ελλάδα δικαιούται να πιει ότι περισσέψει απ’ αυτούς. Φρέσκα, ζωηρά, τραγανά κρασιά με δυνατότητες στο χρόνο (Πετρακόπουλος, Gentilini, Σκλάβος, αλλά και Μερκούρης στην απέναντι στεριά της Πελοποννήσου). Και βέβαια είναι και η Μαυροδάφνη Κεφαλονιάς από τους ίδιους παραγωγούς, δυναμική και εκφραστική τόσο στις βαρελάτες όσο και στις εκδοχές δεξαμενής”. Αξίζει να αναφέρουμε ότι στο άρθρο για τα ελληνικά κρασιά γίνεται λόγος και για το Μοσχάτο και συγκεκριμένα για τις ωραίες, όπως χαρακτηρίζονται, ξηρές εκδοχές του κτήματος Χαριτάτου. 

Οι παραπάνω αναφορές σε ένα θεματικό περιοδικό ευρείας κυκλοφορίας, η ηλεκτρονική σελίδα του οποίου είναι http://www.gastronomos.gr αποτελούν ασφαλώς αποδείξεις της ποιότητας των προϊόντων του νησιού μας, αλλά και του Δήμου μας ιδιαίτερα. Μήπως λοιπόν ήρθε η ώρα της επανεκκίνησης του πρωτογενούς τομέα στην Κεφαλλονιά; Η γη υπάρχει, το ανθρώπινο δυναμικό υπάρχει, αν αποκτήσουμε θέληση και μεράκι, τότε σίγουρα τα αγροτικά και κτηνοτροφικά μας προϊόντα και τα υποπροϊόντα τους έχουν τη δυνατότητα να ξεχωρίσουν, προσφέροντας θέσεις εργασίας και εν τέλει ανάπτυξη.

Πηγή: poulatakefalonias.gr