Στα τέλη της δεκαετίας του ΄20 η Ελλάδα προσπαθούσε να σταθεί και πάλι στα πόδια της. Τότε η Αθήνα έσπαγε το φράγμα των 800.000 ψυχών. Πρόσφυγες μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και οικονομικοί μετανάστες από κάθε γωνιά της χώρας έφταναν στον Ελαιώνα για ένα μεροκάματο στα κεραμοποιεία, στα πλινθοποιεία και στα βυρσοδεψεία που ανθούσαν στην ευρύτερη περιοχή. Ξέσπασε ο Β παγκόσμιος Πόλεμος, ο εμφύλιος, ήρθαν τα ταραγμένα χρόνια της ανασυγκρότησης, η χούντα και η μεταπολίτευση, οι ημέρες της ευημερίας αλλά και των μεγάλων κρίσεων. Αρχικά της οικονομικής και πλέον της υγειονομικής…
Χονευτήρι της ιστορίας ο Ελαιώνας
Ο Ελαιώνας από ευλογημένο μέρος με τα τιμημένα ελαιόδεντρα των Ολυμπιονικών, και τα ανθισμένα περιβόλια έγινε η πιο υποβαθμισμένη γειτονιά της Αθήνας. Αρχικά έγιναν εκεί πολλές χωματερές. Αργότερα χάθηκαν τα πάντα μέσα στην άναρχη δόμηση του πρώτου βιοτεχνικού “πάρκου” που και αυτό πλέον έχει εγκαταλειφθεί και θυμίζει παραγκούπολη. Μέσα σε αυτό το χωνευτήρι μία γωνιά έχει μείνει αναλλοίωτη και σαν χρονοκάψουλα μας ταξιδεύει πίσω στο χρόνο…
Το κουβάρι ξετυλίγεται από το 1910
Στον αριθμό 8-10 της οδού Σαλαμινίας πίσω από την πολύβουη λεωφόρο Πέτρου Ράλλη, στέκει αγέροχη εδώ και έναν αιώνα η ταβέρνα του Λελούδα. Λειτουργεί αδιάκοπα στα χέρια της οικογένειας Λελούδα από το 1932, αλλά ο μύθος της ξεκινάει από το 1910 όταν ένας εύπορος της περιοχής μετά από επεισόδιο σε κοντινή ταβέρνα που βρίσκονταν στην Πέτρου Ράλλη, έχτισε το κτίριο για να στεγάσει ένα νέο μαγαζί.
Από τα καμίνια, γαμπρός και ιδιοκτήτης
Σχεδόν 20 χρόνια αργότερα, το 1928 έφτασε από την Κύθνο ο Δημήτρης Λελούδας για να εργαστεί στα καμίνια των κεραμοποιιών που υπήρχαν διάσπαρτα στην περιοχή. Την επιχείρηση τότε την είχε ο άνθρωπος που αργότερα έγινε γαμπρός του. Ο Δημήτρης Λελούδας για να συμπληρώνει το μεροκάματο βοηθούσε και στο μαγαζί που τότε ήταν μπακάλικο, κρεοπωλείο και είχε ορισμένα τραπέζια για μεζέδες στους εργάτες θυμίζοντας κάτι την ταινία “της κακομοίρας” (ο μπακαλόγατος με τον θρυλικό Ζίκο).
Όταν ο Δημήτρης Λελούδας παντρεύτηκε την αδελφή του ιδιοκτήτη το 1932 αγόρασε και την επιχείρηση και την διατήρησε μέχρι το 1970 ως παντοπωλείο και κρεοπωλείο που παράλληλα πρόσφερε μεζέδες και απέκτησε φήμη σχετικά με την ποιότητα του κρασιού της.
Γεννήθηκαν κάτω από τα κρασοβάρελα
Το 1970 τη σκυτάλη πήρε ο υιός του Βασίλης Λελούδας και πλέον τα τελευταία χρόνια η επιχείρηση ήρθε στα χέρια του εγγονού του Δημήτρη Λελούδα ο οποίος όπως και ο μπαμπάς του Βασίλης γεννήθηκαν στο πίσω δωματιάκι της ταβέρνας κάτω από τα κρασοβάρελα.
Ο Δημήτρης είναι οινολόγος και ο βασικός σερβιτόρος μέσα στις δύσκολες ημέρες της κρίσης, ενώ κάθε Σεπτέμβριο που μπαίνει το νέο κρασί στα ξύλινα βαρέλια γίνονται πολυήμερες παραδοσιακές εκδηλώσεις, κρασοκατανύξεις αλλά και ομιλίες.
Μαυροπίνακας και Καζαντζίδης
Στην ταβέρνα ο χρόνος έχει σταματήσει. Το μενού είναι γραμμένο με κιμωλία σε μαυροπίνακα. Στους τοίχους φωτογραφίες των ανθρώπων της οικογένειας αλλά και θρύλων που έχουν περάσει από το μαγαζί όπως ο Στέλιος Καζαντζίδης.
Ξηρός μπακαλιάρος σκορδαλιά είναι η σπεσιαλιτέ και το μενού περιλαμβάνει φρέσκες τηγανητές πατάτες, λάχανο, φάβα, τυροκαφτερή, κεφτεδάκια, ελιές, γίγαντες, αλλά και πιάτα ημέρας όπως κόκορας με χοντρά μακαρόνια, ζυγούρι, γλώσσες αρνίσιες, πατάτες γιαχνί, μελιτζάνες, λαδερά και όσπρια.
«Γλιτώσαμε από τους Γερμανούς και κινδυνεύουμε από την πανδημία»
«Το μαγαζί άντεξε μέσα σε μεγάλες κακουχίες. Αντεξε μέσα στον Β παγκόσμιο πόλεμο, έγινε στόχος των πυροβόλων των Γερμανών όταν είχαν στην κατοχή τους την Αθήνα και πάλι επιβίωσε, αλλά τώρα με τον κορονοϊό κλείσαμε αρχικά με την καραντίνα και τώρα περνάμε δύσκολα καθώς ο κόσμος φοβάται να βγει από το σπίτι του», λέει στο ethnos.gr ο Δημήτρης Λελούδας, εκπρόσωπος της τρίτης γενιάς που σηκώνει το βαρύ φορτίο μιας θρυλικής επιχείρησης.
Ετσι ξεκίνησαν όλα το 1928…
«Το μαγαζί ξεκίνησε από τη δεκαετία του ΄30, εδώ στην οδό Σαλαμινίας 8-10. Ηρθε ο παππούς μου από την Κύθνο το 1928 και εργάζονταν εδώ δίπλα στα καμίνια που υπήρχαν τότε στο Ρουφ και έφτιαχναν κεραμικά και τούβλα. Την επιχείρηση την είχε ο γαμπρός του και εκείνος βοηθούσε στο μαγαζί. Το 1932 ο παππούς παντρεύτηκε και αγόρασε την επιχείρηση. Την δούλεψε εκείνος μέχρι το 1970», λέει στο ethnos.gr ο Δημήτρης Λελούδας.
Όπισθοχώρηση από το αλβανικό μέτωπο
Οπως τονίζει, στην κατοχή η επιχείρηση έμεινε ανοιχτή ακόμα και όταν ο παππούς του μαζί με τον μπατζανάκη του έφυγαν με την επιστράτευση για το αλβανικό μέτωπο. «Την ταβέρνα την κρατούσε η γιαγιά μου καθώς ο παππούς του έπρεπε να φύγει στο μέτωπο. Κρεμασμένη στο μαγαζί υπάρχει και η φωτογραφία που έχει τραβήξει ο παππούς στην οπισθοχώρηση από το μέτωπο στην Αλβανία. Η επιχείρηση ήταν μπακάλικο, μανάβικο, κρεοπωλείο και μετά έγινε μόνο ταβέρνα. Ο μπαμπάς μου το 1940 ήταν δύο χρονών και ο θείος μου ήταν 7 χρονών. Η γειτονιά ήταν γεμάτη με περιβόλια και καμίνια κεραμοποιίας. Γύρω γύρω ήταν χωματερές. Τα περισσότερα οικόπεδα είναι μπαζωμένα από χωματερές».
Η σημαδεμένη πόρτα από το πυροβόλο
Την ίδια ώρα ο Δημήτρης Λελούδας μας δείχνει με συγκίνηση και υπερηφάνεια την ξύλινη εσωτερική πόρτα της ταβέρνάς που είναι “λαβωμένη” από βλήμα πυροβόλου: «Εχω διατηρήσει την εσωτερική πόρτα που είναι σημαδεμένη από βλήμα πυροβόλου Γερμανών. Το βλήμα καρφώθηκε στην πόρτα αλλά άφησε μεγάλο σημάδι και μετά ο παππούς έβγαλε το βλήμα και στην τρύπα που είχε δημιουργηθεί έβαλε τη μπάρα στην πόρτα».
Η ηρωίδα γιαγιά που νίκησε τη Γκεστάπο
Ο Δημήτρης Λελούδας θυμάται με περηφάνια τα λόγια της γιαγιάς του για τις δύσκολες ώρες που πέρασε όταν μόνη της κρατούσε το μαγαζί μέσα στην γερμανική κατοχή. Του διηγήθηκε μάλιστα ένα πολύ σοβαρό περιστατικό που παραλίγο να τιναχτούν όλα στον αέρα, αλλά η γενναία στάση της γιαγιά του έσωσε την οικογένεια και την επιχείρηση: «Η γιαγιά είχε πει πως είχε έρθει ένας Γερμανός και της έβαλε χέρι. Την πείραξε. Μην ξεχνάμε πως ήταν μόνη της στην επιχείρηση και ήταν πολύ νέα σε ηλικία. Του αντιστάθηκε η γιαγιά μου και ο Γερμανός στρατιώτης πήγε στην Κομαντατούρ και την διέβαλε. Είπε στην γερμανική διοίκηση πως το μαγαζί εδώ το είχε μία γυναίκα ελευθέρων ηθών. Μετά από λίγο ήρθε η Γκεστάπο. Ηρθε ο αρχηγός της Γκεστάπο. Έκανε ανακρίσεις και με το που είδε τη γιαγιά και τα παιδιά της αποφάνθηκε πως η γιαγιά ήταν καλή γυναίκα και είπε του στρατιώτη πως εσύ πείραξες τη γυναίκα. Μάλιστα ο Γερμανός στρατιώτης πρέπει να αντέδρασε και ο αρχηγός του έβγαλε και ξιφολόγχη. Μετά από αυτό έφυγαν».
«Το όνειρο που με συγκλόνισε”
Ο χώρος πλέον έχει το δικό του μύθο. Ο Δημήτρης Λελούδας ξέρει πως η μοίρα του είναι ταυτισμένη με αυτή την ταβέρνα και αποκαλύπτει στο ethnos.gr το όραμα που είδε και άλλαξε τη ζωή του: «Είναι κάτι που θα το πω πρώτη φορά. Πριν μερικά χρόνια είδα ένα όνειρο. Είδα πως πέρναγα έξω από το μαγαζί και είχε πάρα πολύ κόσμο. Είχε τόσο κόσμο που δε μπορούσα να μπω στο μαγαζί. Κάποια στιγμή αφού μπήκα είδα τον παππού μου τον Δημήτρη σε νεαρή ηλικία. Τον ρώτησα “παππού τι κάνεις εδώ;” και μου απάντησε “φύγε θα τα κάνω όλα εγώ”. Ισως ήταν ένα σημάδι…».
Όλοι οι καλοί χωράνε και το πιάτο του φτωχού
Κάτω από τα βαρέλια του μαγαζιού έχουν γευτεί τους μεζέδες του πολλοί επώνυμοι και ανώνυμοι αλλά εποχή έχουν αφήσει πολλοί επώνυμοι καλλιτέχνες, συγγραφείς, ποιητές, επιχειρηματίες αλλά και άνθρωποι του μόχθου και του μεροκάματου. Το δόγμα είναι πως όλοι οι καλοί χωράνε. Για αυτό άλλωστε στο μενού υπάρχει και το πιάτο του φτωχού…
«Έγινε και κάτι άλλο πριν μερικές εβδομάδες με έχει συγκλονίσει… Είχα έναν πελάτη και καλό φίλο που τώρα είναι μεγάλης ηλικίας και έχει αποσυρθεί στον Πύργο. Με αυτόν τον άνθρωπο συζητούσαμε πολλές ώρες, μου έλεγε τι βιβλία να διαβάσω, τον έλεγα δάσκαλο και καθηγητή. Τελευταία έχει αποσυρθεί στον Πύργο και πέρασε από εδώ η γυναίκα του και μου είπε πως πριν “φύγει” θέλει να περάσει να μου πει ένα “γεια”», συμπληρώνει συγκινημένος ο Δημήτρης Λελούδης.
Ο φορτηγατζής από τη Δράμα
«Οι πελάτες ξέρουν που έρχονται, ξέρουν την ιστορία και αυτό μας τιμάει ιδιαίτερα. Και όταν ήμουν μικρός, είχαμε και έναν άλλο καλό πελάτη από τη Δράμα που πριν λίγο καιρό “έφυγε”. Ηταν φορτηγατζής και έρχονταν κάθε Κυριακή από τη Δράμα στην Αθήνα και κανόνιζε να τρώμε μαζί. Μάλιστα μας έφερνε κανένα παστό, ότι είχε ο άνθρωπος σαν κολατσιό και περνούσαμε πάντα ωραία».
Μαζί με Κοτταρού, Δίπορτο και Κραβαρίτη
Τα παλιά στέκια της Αθήνας με τόσο βαριά ιστορία είναι πλέον μετρημένα στα δάκτυλα ενός χεριού: «Τώρα είμαστε η τρίτη γενιά που στηρίζει. Υπάρχουν και άλλες ιστορικές ταβέρνες. Είναι το Δίπορτο στην Αθήνα, η Κοταρού στον Κολωνό, ο Καραβίτης. Ερχεται ο κόσμος αλλά μετά την κρίση υπάρχει πρόβλημα. Η σπεσιαλιτέ μας παραμένει ο μπακαλιάρος, οι κεφτέδες, φρέσκιες πατάτες τηγανητές και φρέσκο τυρί από την Κύνθο. Κρασιά έχουμε πολύ καλά. Έχουμε καλούς συνεργάτες και στα Μεσόγεια, και στη Βοιωτία και στην Κορινθία. Και από την Κύθνο κάτι φίλοι κάνουν μία προσπάθεια για νέο κρασί με γηγενείς ποικιλίες. Φέρναμε και ένα τυρί από την Κύθνο».
«Πρόβλημα να μην έχουμε πρόβλημα»
Για τη νέα χρονιά ο Δημήτρης Λελούδας έχει υιοθετήσει το δικό του ξεχωριστό στιχάκι: «Εύχομαι το μεγαλύτερο πρόβλημα της νέας χρόνιας να είναι το να μην έχει κανένας πρόβλημα».
«Εχουμε πάθει μεγάλο στραπάτσο»
Οπως παραδέχεται αυτό που δεν κατάφερε ο παγκόσμιος πόλεμος, οι οικονομικές, οι πολιτικές και κοινωνικές κρίσεις κοντεύει να το πετύχει η πανδημία του κορονοϊού: «Το μαγαζί είναι σε μία δύσκολη περιοχή. Με την κρίση η περιοχή μας πέρασε μεγάλο στραπάτσο. Πολύ ερημιά. Δουλεύουμε σκληρά για να κρατηθούμε. Το θέμα είναι να μπορεί να έρχεται ο κόσμος να διασκεδάζει. Κάποιες φορές έρχονται κάποιες μουσικές κομπανίες και παίζουν. Δεν υπάρχει πρόγραμμα. Με καλούν στο τηλέφωνο και μου λένε “θα έρθουμε” κι έτσι όλα γίνονται αυθόρμητα. Εύχομαι ο κόσμος να κρατήσει τη δύναμη του και τη διάθεση του και όσο μας κρατούν οι δυνάμεις μας θα είμαστε εδώ».
Πηγή: ethnos.gr