Μία νέα έρευνα έδειξε, ότι η στοματική υγιεινή μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο για καρκίνο του εγκεφάλου και του λάρυγγα. Τι πρέπει να κάνουμε για να προστατευθούμε;
Επιστήμονες διαπίστωσαν ότι τα υψηλά επίπεδα βακτηρίων στο στόμα, που συνδέονται με ασθένειες των ούλων, μπορούν να αυξήσουν την πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου, διαβήτη και υψηλής αρτηριακής πίεσης.
Ωστόσο, μέχρι σήμερα οι επιστήμονες δεν γνώριζαν ποια συγκεκριμένα βακτήρια του στόματος, ευθύνονται με τον καρκίνο του εγκεφάλου και του λάρυγγα.
Τα βακτήρια που αυξάνουν 50% τον κίνδυνο για καρκίνο του εγκεφάλου και του λάρυγγα
Αμερικανοί επιστήμονες ανακάλυψαν ότι περισσότερα από 12 είδη βακτηρίων αυξάνουν τον κίνδυνο ακανθοκυτταρικού καρκινώματος εγκεφάλου και λάρυγγα κατά 50%.
Πολύς κόσμος το πρωί δεν πλένει σωστά τα δόντια του ή δεν τα πλένει καθόλου γιατί βιάζετε να ετοιμαστεί να φύγει από το σπίτι. Αυτό έχει επίπτωση στην στοματική του υγεία και κατά επέκταση στην γενικότερη υγεία του.
Οι ερευνητές υποστηρίζουν, ότι τα ευρήματά τους επιβεβαιώνουν τη σημασία της καλής στοματικής υγιεινής που επιτυγχάνεται με το βούρτσισμα των δοντιών δύο φορές την ημέρα, τη χρήση οδοντικού νήματος και την τακτική επίσκεψη στον οδοντίατρο.
Το τακτικό βούρτσισμα των δοντιών και η χρήση οδοντικού νήματος, που προάγουν την καλή στοματική υγιεινή, είναι γνωστό ότι συμβάλλουν στη μειώνει εμφάνισης καρδιαγγειακών προβλημάτων. Όμως μια νέα έρευνα έδειξε, ότι θα μπορούσαν να μειώσουν και τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του εγκεφάλου και του λάρυγγα.
Ο καθηγητής Richard Hayes, συν-συγγραφέας της μελέτης και ειδικός στην υγεία του πληθυσμού στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης (NYU), δήλωσε ότι «τα αποτελέσματά μας προσφέρουν έναν ακόμη λόγο για να διατηρήσουμε καλές συνήθειες στοματικής υγιεινής. Το βούρτσισμα των δοντιών και το νήμα, μπορεί όχι μόνο να βοηθήσει στην πρόληψη της περιοδοντικής νόσου, αλλά μπορεί να προστατεύσει από τις δύο σημαντικές αυτές μορφές καρκίνου» τόνισε.
Η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Soyoung Kwak, μεταδιδακτορική συνεργάτης στο NYU, υπογράμμισε ότι «τα ευρήματά μας προσφέρουν νέα εικόνα για τη σχέση μεταξύ του μικροβιώματος του στόματος και των καρκίνων του εγκεφάλου και του λάρυγγα. Αυτά τα βακτήρια μπορεί να χρησιμεύσουν ως βιοδείκτες ώστε να εντοπίζονται όσοι διατρέχουν υψηλό κίνδυνο καθώς οι δύο αυτές μορφές καρκίνου είναι δύσκολο να διαγνωστούν εγκαίρως».
Ποιοι κινδυνεύουν περισσότερο από καρκίνο του εγκεφάλου και του λάρυγγα
Όπως αναφέρει το Macmillan Cancer Support, υπάρχουν περισσότερες από 30 περιοχές στο κεφάλι και το λαιμό όπου μπορούν να αναπτυχθούν όγκοι και οι 9 στους 10 ξεκινούν από πλακώδη κύτταρα. Τα πλακώδη κύτταρα είναι επίπεδα κύτταρα που μοιάζουν με το δέρμα και καλύπτουν την επιφάνεια του στόματος, της μύτης, του λάρυγγα, του θυρεοειδούς και του λαιμού.
Αν και οι μορφές αυτές καρκίνου διαγιγνώσκονται συχνότερα σε ενήλικες μεγαλύτερης ηλικίας, οι καρκίνοι του στόματος γίνονται όλο και πιο συχνοί σε νεότερους ανθρώπους. Οι γιατροί υποστηρίζουν ότι ο ιός των κονδηλωμάτων (HPV), ένας συνήθως αβλαβής ιός που μεταδίδεται σεξουαλικά και μέσω της επαφής με το δέρμα, μπορεί να βρίσκεται πίσω από την σημαντική αύξηση.
Στη μελέτη, οι ερευνητές ανέλυσαν τη διατροφή, τον τρόπο ζωής και τα δεδομένα του ιατρικού ιστορικού σχεδόν 160.000 Αμερικανών. Ζητήθηκε από τους εθελοντές να ξεπλύνουν με στοματικό διάλυμα και να δώσουν δείγματα σάλιου που στη συνέχεια συντηρήθηκαν και εξετάστηκαν για τον αριθμό και τους τύπους των μικροβίων που περιείχαν.
Σε μια παρακολούθηση 15 ετών, 236 συμμετέχοντες διαγνώστηκαν με ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα εγκεφάλου και λάρυγγα. Το στοματικό μικροβιακό DNA τους συγκρίθηκε με 458 συμμετέχοντες που είχαν παραμείνει απαλλαγμένοι από καρκίνο. Οι παράγοντες που θα μπορούσαν ωστόσο να αλλοιώσουν τα αποτελέσματα, το ιστορικό καπνίσματος, η ηλικία και η πρόσληψη αλκοόλ ελήφθησαν επίσης υπόψη.
Γράφοντας στο περιοδικό JAMA Oncology, οι ερευνητές τόνισαν ότι 13 είδη από τα εκατοντάδες διαφορετικά βακτήρια που βρίσκονται φυσιολογικά στο στόμα ευθύνονται για το 30% της αύξησης καρκίνου ενώ σε συνδυασμό με άλλα πέντε είδη που εμφανίζονται συχνά σε ουλίτιδα, ο συνολικός κίνδυνος αυξήθηκε κατά 50%.
Ο συγγραφέας της μελέτης και αναπληρωτής διευθυντής για την πληθυσμιακή έρευνα στο Κέντρο Καρκίνου Perlmutter ανέφερε ότι «τώρα που έχουμε εντοπίσει βασικά βακτήρια που μπορεί να συμβάλλουν σε αυτήν την ασθένεια, θα διερευνήσουμε τους μηχανισμούς που τους επιτρέπουν να προκαλούν καρκίνο προκειμένου να επέμβουμε εγκαίρως και με την καλύτερη θεραπεία».
πηγή: onmed.gr