Βασίλης Κεκάτος: Η πρώτη κοινή συνέντευξη των τριών ελλήνων θριαμβευτών στις Κάννες

Ο σκηνοθέτης Βασίλης Κεκάτος και οι ηθοποιοί Νικολάκης Ζεγκίνογλου και Ιωάννης Ιώκο Κοτίδης μόλις γύρισαν από τις Κάννες με έναν Χρυσό Φοίνικα και μιλάνε αποκλειστικά στο koutipandoras.gr

Την περασμένη Κυριακή, ενόσω η Ελλάδα βρισκόταν στις κάλπες, κατέφτασαν τα νέα για μία σημαντικότατη διεθνή διάκριση της στο εξωτερικό: Ο 27χρονος Κεφαλλονίτης σκηνοθέτης Βασίλης Κεκάτος σήκωσε τον Χρυσό Φοίνικα των Καννών, στην κατηγορία των μικρού μήκους ταινιών, με την εννιάλεπτη ταινία του, «Η απόσταση ανάμεσα στον ουρανό και εμάς». Η είδηση δυστυχώς πέρασε στο ντούκου, που λένε, εξαιρουμένων των ανθρώπων του εγχώριου κινηματογραφικού τοπίου, αλλά και της πολιτικής ηγεσίας που έσπευσε, όπως ήταν αναμενόμενο, να συγχαρεί δημοσίως τον Έλληνα μικρομηκά σκηνοθέτη.

Τι χρειάζεται για να γίνει μία καλή ταινία; Πάνω απ’ όλα μία «παραγωγό με αρχίδια», όπως λέει ο Κεκάτος αναφερόμενος στην Ελένη Κοσσυφίδου, ομολογουμένως από τις καλύτερες παραγωγούς στην Ελλάδα των τελευταίων χρόνων, ειδικά σε έναν νευραλγικό τομέα σαν αυτόν της κινηματογραφικής παραγωγής. Έναν καλό διευθυντή φωτογραφίας, σαν τον Γιώργο Βαλσαμή, το Α και το Ω στις μέχρι τώρα ταινίες του Κεκάτου. Έπειτα ένα καλό casting, εν προκειμένω τον Νικολάκη Ζεγκίνογλου και τον Ιωάννη Κοτίδη ή απλά Ιώκο, που τους έχω τούτη τη στιγμή απέναντι μου.

Όλα τα άλλα, ακόμη και το όραμα του σκηνοθέτη, έπονται σύμφωνα με τον Κεκάτο. Δεν ξέρω αν αυτό το λέει με ταπεινοφροσύνη, διότι βλέπω έναν άνθρωπο που ξέρει πάρα πολύ καλά τι θέλει από την τέχνη του και από το εδώ και πέρα, το οποίο θα του φέρει – πιστεύει – επιθυμητά, αλλά και ανεπιθύμητα πράγματα.  Εγώ, πάντως, συνομιλώντας με τους τρεις Έλληνες θριαμβευτές των Καννών, κάτι που τους είπα και που επαναλαμβάνω εδώ τώρα, είναι η μεγάλη μου χαρά για το ότι στη συνέντευξη μας χώρεσαν ένα σωρό άλλα πράγματα, απολύτως ενδιαφέροντα και ίσως μη αναμενόμενα: Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος και ο Νίκος Καρούζος, ο Μάικλ Μουρ και η Κατρίν Ντενέβ, η σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, το δυστοπικό πολιτικό πλαίσιο της τρέχουσας περιόδου, αλλά και οι χειρισμοί του κράτους για την εθνική του κινηματογραφία.

Κυρίες και κύριοι, με δόξα και τιμή, αυτή είναι η πρώτη κοινή συνέντευξη του Βασίλη Κεκάτου, του Νικολάκη Ζεγκίνογλου και του Ιώκο, αποκλειστικά για το koutipandoras.gr!

Βασίλης Κεκάτος – Νικολάκης Ζεγκίνογλου – Ιωάννης «Ιώκο» Κοτίδης (photo: Αντώνης Μποσκοΐτης)

Βασίλη, αν υποτεθεί πως το μεγαλύτερο σου όνειρο ως σκηνοθέτης πραγματοποιήθηκε ήδη, πες μου ένα άλλο όνειρο που να είδες στον ύπνο σου και θες να το καταθέσεις. 

Β.Κ.: Καλή ερώτηση! Θα μοιραστώ ένα όνειρο που παρεμπιπτόντως είδα χθες βράδυ: Έχω έναν φίλο που γράφει για το σινεμά και πάντα τον διαβάζω. Είδα ότι θα πεθάνει πολύ νέος, πολύ άμεσα, μέχρι τα 30 του, αλλά λίγο πριν πεθάνει μεταμορφώθηκε σε κορίτσι. Ένα πανέμορφο κορίτσι που μόλις το είδα, άρχισα να το φιλάω. Για κάποιο λόγο ήμασταν και στο Τόκιο (γέλια)

Ένα queer όνειρο είδες, θα λέγαμε.

Β.Κ.: Μάλλον το queer μπήκε για τα καλά στη ζωή μου μετά την ταινία.

Η οποία ταινία να πούμε ότι πέραν του Χρυσού Φοίνικα στην κατηγορία των μικρού μήκους, απέσπασε και το βραβείο Queer Palm των Κανών! 

Β.Κ.: Αρχικά η ταινία βραβεύτηκε με το Queer Palm, που είναι ο Χρυσός Φοίνικας για LGBTI ταινίες, το οποίο δίνεται κάθε χρόνο σε μία μεγάλου και σε μία μικρού μήκους ταινία. Μέσα στα χρόνια τό’χουν πάρει πολύ διάσημοι queer σκηνοθέτες, όπως ο Ξαβιέ Ντολάν και ο Πέδρο Αλμοδόβαρ. Φέτος, όταν μάθαμε ότι θα το πάρουμε εμείς, νιώσαμε μια τεράστια χαρά, αλλά και μια κρυφή και ντροπαλή απογοήτευση, σκεπτόμενοι ότι αφού παίρνουμε το Queer Palm δεν πρόκειται να πάρουμε τον Χρυσό Φοίνικα. Είπαμε λογικά ότι αφού παίζουν τέσσερα βραβεία για έντεκα μόνο ταινίες, αποκλείεται εμείς να πάρουμε τα δύο. Τελικά, προς έκπληξη όλων μας, αποσπάσαμε και τον Χρυσό Φοίνικα.

Πως είναι για έναν στρέιτ σκηνοθέτη να παίρνει τον Χρυσό Φοίνικα LGBTI ταινίας, τη στιγμή που τέτοιες ταινίες συνήθως φτιάχνονται από LGBTI καλλιτέχνες; 

Β.Κ.: Υπάρχει μια γενική αντίληψη ότι οι γκέι ταινίες φτιάχνονται από γκέι σκηνοθέτες. Δεν ισχύει! Υπάρχουν πολλοί στρέιτ σκηνοθέτες που έχουν κάνει αριστουργηματικές γκέι ταινίες. Βλέπε από τον Ανγκ Λι, που απ’ όσο ξέρω είναι στρέιτ, με το «Brokeback Mountain», σίγουρα ο Γουόν Καρ Βάι που έκανε το «Happy Together», την πιο εμβληματική queer ταινία για μένα, αλλά νομίζω και ο Μπάρι Τζένκινς με το «Moonlight». Είναι ταινίες, νομίζω, που προσεγγίζουν δραματικά το λεγόμενο gayness. Όλοι οι στρέιτ που κάνουν γκέι ταινίες μιλάνε για την προβληματική του να είσαι γκέι μέσα σε μια στρέιτ κοινωνία. Μιλάνε για τη δραματική πλευρά της κατάστασης. Εμείς πάλι κάναμε μία ταινία, στην οποία δεν τίθεται κανένα θέμα για το αν οι δύο ήρωες είναι γκέι ή στρέιτ, δεν παίζει κανένα ρόλο η σεξουαλική τους ταυτότητα. Είναι απλώς δύο άνθρωποι που έρχονται κοντά και ερωτεύονται, οπότε ασχοληθήκαμε με το συναίσθημα και όχι με την ταυτότητα.

Θα ήθελα να ρωτήσω τους ηθοποιούς σου τώρα, τον Ιώκο και τον Νικολάκη, για τη δική τους εμπειρία από ερμηνευτικής άποψης.

Ν.Ζ.: Εμένα μ’ αρέσει πολύ να φλερτάρω και δεν θεωρώ ότι το φλερτ οδηγεί απαραίτητα κάπου. Απλά σου δίνει μια τροφή για να συνεχίσεις, άρα φλέρταρα με τον Ιώκο κι αυτό βγήκε πολύ καλά στην ταινία! Και για μένα ήταν σημαντικό το Queer Palm, γιατί απ’ τη μία είμαι στρέιτ, απ’ την άλλη δεν μπορώ να δεχτώ και να χωνέψω την έλλειψη δικαιωμάτων σε κάποιους ανθρώπους. Για μένα, λοιπόν, είναι μια επιπλέον τιμή.

Ωραίο είναι που η καλύτερη queer ταινία έγινε από ένα στρέιτ team.

Β.Κ.: Λίγο, ναι, εξαιρουμένου του Ιώκο (γέλια)

Ιώκο: Ο σεβασμός δεν έχει να κάνει με politically correctness.

Β.Κ.: Έχει σημασία να το λέει αυτό ένα γκέι άτομο!

Ιώκο: Βάλαμε στην άκρη το κομμάτι εκείνο των κανόνων που πρέπει αναγκαστικά να διαφυλάττουν τη δικαιωματική συμπεριφορά των ατόμων. Αυτό που εμένα με συγκίνησε πολύ στα παιδιά, και τον Βασίλη και τον Νικολάκη, μια και κανείς μας δεν γνωριζόταν από πριν, ήταν οι συζητήσεις επί συζητήσεων που κάναμε για το πως λειτουργούν τα queer άτομα.

Εννοείς, Ιώκο, πως εσύ, όντας γκέι, τους έδωσες τα φώτα σου;

Ιώκο: Δεν νομίζω, γιατί κι εγώ περισσότερο ασέξουαλ είμαι παρά οτιδήποτε άλλο (γέλια). Μας ενδιέφερε στα λόγια το θαύμα του έρωτα, που αφενός δεν έχει φύλο, αφετέρου εμένα με κομματιάζει το δικαίωμα του καθενός να μην είναι μόνος του. Αυτό είναι το στοιχείο της ταινίας που μου άρεσε περισσότερο.

Αυτός ο Χρυσός Φοίνικας ήρθε για την Ελλάδα, ξέρετε, εν μέσω των ευρωεκλογών, άρα κάπου «χάθηκε» ως είδηση. Ωστόσο, μέσα σ’ ένα ταξί μόλις χθες ο ταξιτζής γνώριζε το σημαντικό αυτό γεγονός για τη χώρα μας. Βασίλη, αναγνωρίζεις μιαν εθνοκεντρικότητα στη βράβευση σου πέραν της προσωπικής επιτυχίας;

Β.Κ.: Θεωρητικά όχι, πρακτικά ναι. Προσωπικά από πιτσιρικάς με γαλούχησε το «Πεθαίνω σαν χώρα» του Δημητριάδη, οπότε έχω μια απέχθεια προς την εθνοκεντρικότητα! Κοίτα να δεις, όμως, τι παράξενο συνέβη κι αυτό το λέω για πρώτη φορά, δεν ξέρω καν αν τό’χω πει στα παιδιά: Μόλις μού’δωσε η Ντενί τον Φοίνικα και με πήρε η Λαμπακί να με πάει στο backstage, ένιωθα σαν να ονειροβατούσα. Δίπλα μου ξαφνικά έβλεπα τον Μόρτενσεν, τη Ντενέβ, πηγαίνοντας να γράψω στο Βιβλίο των Νικητών. Εγώ δεν ήξερα ότι υπήρχαν αυτά τα πράγματα. Μου ανοίγουν μία σαμπάνια και μου λένε «Γράψε κάτι» κι εγώ κοκάλωσα, μη ξέροντας τι να γράψω. Άρχισα αρχικά να γράφω στα γαλλικά: «Merci pour tous», αλλά μετά μου βγήκε ένα πράγμα που τώρα θ’ ακουστεί πολύ αστείο, ειδικά για όποιον με ξέρει. Έγραψα στα ελληνικά: «Για την Ελλάδα. Βασίλης Κεκάτος». Δεν μπορώ να το εξηγήσω!

Γιατί; Εμένα μου φαίνεται αναμενόμενη κίνηση. Πάντα στις μεγάλες νίκες θυμόμαστε το Έθνος, ίσως γιατί υπερβαίνουμε τα στενά του όρια.

Β.Κ.: Δεν το είδα σαν μία νίκη του Κεκάτου, αλλά του ελληνικού κινηματογράφου. Ετεροχρονισμένα γελάω που το σκέφτομαι και δεν το μετανιώνω και καθόλου, γιατί χαίρομαι που υπάρχει η ελληνική γλώσσα γραμμένη σ’ αυτό το βιβλίο. Δεν ξέρω τι είχε γράψει ο Θόδωρος Αγγελόπουλος το ’98 στο ίδιο βιβλίο, αλλά ήταν και λίγο μίζερος τύπος αυτός (γέλια).

Γνώριζες για τις προηγούμενες διεκδικήσεις του Χρυσού Φοίνικα από την Ελλάδα στις μικρού μήκους ταινίες;

Β.Κ.: Φυσικά, ήταν η Μάρσα Μακρή με το «Ταμένο» το 2003 και μία άλλη ταινία πριν από σαράντα χρόνια. Δεν υπήρχε εξ αρχής Χρυσός Φοίνικας στην κατηγορία μικρού μήκους, υπήρχαν το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής και κάποια άλλα βραβεία. Η Μάρσα είναι η μαμά του Αριστομένη Θεοδωρόπουλου, έτσι; Είναι ο σκηνογράφος στην παράσταση του Ιώκο αυτή τη στιγμή!

Ιώκο: Ναι, είναι ο σκηνογράφος μας και ένα εξαιρετικό παιδί.

Εμένα θα μου πεις; Τον Μένη, όπως τον φωνάζουν, τον ξέρω από 13 ετών.

Ιώκο: Κι άμα τον δεις και τώρα, πάλι σαν 13 ετών μοιάζει στο πρόσωπο. Απίστευτος!

Τι λέτε οι ηθοποιοί της ταινίας γι’ αυτό το αίσθημα της εθνοκεντρικότητας μετά από τέτοια διάκριση.

Ν.Ζ.: Εγώ προσωπικά δεν επιθυμώ να έχω κανένα αίσθημα περί ελληνικότητας. Νευριάζω κιόλας, όχι φυσικά για την Ελλάδα και τους ανθρώπους της, αλλά για το κράτος και το πώς φέρεται στους ανθρώπους. Δεν πιστεύω ότι είμαστε μόνο εμείς που αξίζουμε, επειδή βραβευτήκαμε, αλλά αξίζει κι άλλος πολύς κόσμος και στο σινεμά, και στη μουσική, σε όλες τις τέχνες! Οι τέχνες είναι τρομερά υποβιβασμένες στην Ελλάδα, αφού προβάλλεται κατά κόρον η «κονσέρβα» και λίγο με προσβάλλει να έρχονται ετεροχρονισμένα και να σου πλέκουν τα εγκώμια. Το μόνο που έχω νιώσει εγώ είναι δυσκολίες και καμία ευκολία!

Ο ηθοποιός Νικολάκης Ζεγκίνογλου (photo: Αντώνης Μποσκοΐτης)

Πόσων ετών είστε, παιδιά;

Ιώκο: 29

Ν.Ζ.: 29 κι εγώ.

Β.Κ.: Εγώ είμαι 27, αλλά όλο 28 με γράφουν (γέλια)

Ιώκο: Εγώ να πω ότι δεν αισθάνθηκα ευγνωμοσύνη για την Ελλάδα, αλλά για τους ανθρώπους που μας πιστέψανε. Κάθε καλλιτέχνης σε οποιοδήποτε είδος τέχνης, αντιμετωπίζεται στην Ελλάδα σαν ένας τρελός που κάνει απλά την πολυτέλεια του, ενώ ξεχνάμε πως η βαριά βιομηχανία μας είναι ο πολιτισμός. Επιπλέον, αν ποτέ υπάρξει ελπίδα ανάκαμψης από κάποιο βαθύ σκοτάδι, αυτό θα επιτευχθεί μόνο μέσω της πνευματικότητας.

Β.Κ.: Να επέμβω; Δεν υπάρχει μόνο η ελληνικότητα του Πλεύρη και του Καρατζαφέρη! Υπάρχει η ελληνικότητα του Χατζιδάκι, του Τσαρούχη, του Θεοδωράκη, του Θεόφιλου! Δεν θα επιτρέψουμε να καπηλευτούν οι μαλάκες της πολιτικής και οι καραγκιόζηδες και οι φασίστες την ελληνικότητα! Μην τρελαθούμε κιόλας! Η ελληνικότητα είναι οι άνθρωποι της Ελλάδας, η θάλασσα της, αυτό το τοπίο! Όταν ο Σεφέρης πήγε πρώτη φορά στο Κάιρο έγραψε στις «Μέρες» πόσο εντυπωσιάστηκε που δεν σταμάταγε το μάτι του στην αχανή έρημο. «Τώρα καταλαβαίνω» έγραψε, «γιατί η ποίηση του Καβάφη είναι τόσο πεζή». Όλο αυτό, λοιπόν, το μάτι που δε σταματάει πουθενά στο βουνό ή στη θάλασσα, εμάς μας κάνει κάτι. Δεν λέω ότι μας κάνει σπουδαιότερους, αλλά μας κάνει κάτι σίγουρα! Μας δίνει μία ταυτότητα και δεν πρέπει να την αρνούμαστε, επειδή κάποιοι έχουν κατουρήσει πάνω της!

Είδες που μόλις μου δικαιολόγησες εκείνο το «Για την Ελλάδα» στο Βιβλίο των Νικητών των Κανών;

Β.Κ.: Εννοείται! Δεν θα δώσουμε ποτέ αυτή τη χαρά στους άλλους! Αυτοί δηλαδή είναι οι σπουδαιότεροι Έλληνες ή οι πιο Έλληνες; Όχι, ρε φίλε, να πάνε να γαμηθούν!

Ιώκο: Αναγνωρίζουμε την ελληνικότητα μόνο όταν αυτή δίνει βήμα σε ανθρώπους να πουν πράγματα, τα οποία τους καίνε.

Β.Κ.: Και μην ξεχνάμε, η ταινία μας μιλάει ελληνικά. Μιλάμε για δύο Έλληνες γκέι χαρακτήρες και όχι για δύο Άγγλους, που έχουν μία εντελώς διαφορετική γκέι παιδεία και έχουν κατακτήσει πολλά πράγματα. Στην Ελλάδα θεωρείται κουλό να έρθουν κοντά δύο τύποι και να ερωτευθούν, δεν είναι στο Μπράιτον που αποτελεί, ας πούμε, «gay capital of Europe». Σ’ αυτή τη χώρα ζούμε, όσο ζούμε εδώ πέρα, και δεν μπορούμε να τα αφήνουμε αυτά πίσω μας. Αν η δική μας νίκη σηματοδοτεί και μία νίκη για το ελληνικό σινεμά, είναι τα επιπλέον φώτα. Τι σημαίνει αυτό τώρα; Ότι θα πάρουμε εμείς την τιμή μας και θα πάμε να κοιμηθούμε μια χαρά; Όχι, θα κάνουμε χίλια πράγματα για να δοθεί νέα πνοή στο ελληνικό σινεμά! Και τα Υπουργεία και τα Κέντρα Κινηματογράφου να μην μένουν σε μία συγχαρητήρια επιστολή, αλλά να δώσουν την αναγνώριση και την αξία που δικαιούται το ελληνικό σινεμά. Και όχι να δίνονται δυόμισι εκατομμύρια ευρώ το χρόνο…

Ποταμός είσαι, Κεκάτε! 

Ν.Ζ.: Συμφωνώ με τον Βασίλη. Την ελληνικότητα την έχω μέσα μου κι όλο αυτό ίσως είναι τρομαχτικό, καθώς συχνά σκέφτομαι ότι μπορεί να με οδηγήσει στον εκτός Ελλάδας δρόμο.

Β.Κ.: Όλοι μας! Το θέμα θά’ναι να φύγουμε κατ’ επιλογήν και όχι κατ’ ανάγκην!

Από που κατάγεστε;

Ιώκο: Από τον Πόντο, αλλά πνευματικά από την Ιαπωνία (γέλια)

Β.Κ.: Είμαι Κεφαλλονίτης – Κεφαλλονίτης, τελείως όμως!

Ν.Ζ.: Από Καππαδοκία απ’ τη μεριά του πατέρα μου, από Κρήτη απ’ τη μεριά της μάνας μου.

Πιάνουμε όλη τη γκάμα, βλέπω. Πες μου τώρα, Βασίλη, πως έφτασες στη διανομή του Νικολάκη και του Ιώκο. 

Β.Κ.: Δεν γνωριζόμασταν, όπως είπαμε. Η πρώτη γνωριμία ήταν με τον Ιώκο σε μία performance της περσόνας του Imiterasou. Γινόταν στο «Noel», θυμάμαι. Δεν είχα κάτσει στο σόου, γιατί είχε πολύ κόσμο κι εγώ ως αγοραφοβικός πήρα μια φίλη να πάμε για ποτό. Όταν γυρίσαμε, είδα τον Ιώκο να φοράει μια φόρμα adidas, μεγάλη αλητεία, και να καπνίζει το τσιγάρο του. Λέω στη φίλη μου που τον ήξερε: «Ποιος ειν’ αυτός ο τύπος;» και στο καπάκι, «Γνώρισε μου τον».

Πολύ πριν φτιαχτεί η ταινία;

Β.Κ.: Δεν υπήρχε καν ταινία στο μυαλό μου. Για πέρσι τέτοιο καιρό μιλάω, 3 Μαΐου.

Τόσο γρήγορα έγιναν τα πράγματα;

Β.Κ.: Πολύ πιο γρήγορα απ’ όσο φαντάζεσαι! Γίναμε λοιπόν φίλοι στο facebook, δεν είχαμε ιδιαίτερη διάδραση, αλλά τον σκεφτόμουν συχνά κι έλεγα ότι αυτόν θέλω να τον βάλω σε κάτι που θα κάνω. Στην πορεία, όταν ήρθε η ταινία σαν ιδέα, είπα «Ο ένας θά’ναι ο Ιώκο», μην ξέροντας ούτε καν αν είναι ηθοποιός. Ήξερα ότι ο Ιώκο κάνει drag show, αλλά αυτό δεν μου έλεγε τίποτα. Θα μπορούσε να έφερνε τον αέρα του drag show στην ταινία και να μην είχε κανένα ρυθμό.

Σωστά, στην ταινία άλλωστε υπάρχει ο λόγος. 

Β.Κ.: Ακριβώς! Τον Νικολάκη τον είχα δει σε μία ταινία της Ζακλίν Λέντζου και μού’χε αρέσει πολύ. Βασικά τον είχα προσέξει στις «Νύχτες Πρεμιέρας», όπου μου άρεσε σαν τύπος κι αυτός.

Ν.Ζ.: Εγώ για τον Βασίλη είχα ακούσει στο φεστιβάλ Δράμας, που όλοι μίλαγαν για την ταινία του. Ήθελα να τον συναντήσω.

Μου έκανε εντύπωση κάτι που διάβασα, ότι η ταινία γυρίστηκε όλη μέσα σ’ ένα βράδυ. 

Β.Κ.: Αλήθεια είναι αυτό, ναι! Είχαμε, όμως, τον διευθυντή φωτογραφίας Γιώργο Βαλσαμή, το Α και το Ω κάθε ταινίας μου! Το σενάριο γράφτηκε εντελώς στο πόδι!

Τι είναι αυτό που διαθέτει η ταινία σας και έφτασε εκεί που έφτασε;

Ν.Ζ.: Ο καθένας μέσα σ’ αυτή την ταινία ζει για να υπάρχει και τίποτα άλλο! Την αγαπάνε όλοι εξίσου και όταν υπάρχει ένα κοινό σημείο σίγουρα δεν θα πάει στραβά.

Ναι, αλλά εδώ μιλάμε για την κορυφή και κάθε καλλιτεχνική ομάδα έχει πίστη και αγάπη. Θα ήθελα άλλη απάντηση.

Ν.Ζ.: Βασικά ήταν η πρώτη ταινία που με έβλεπα και έβαζα τα κλάματα, κάτι που δεν έχω ξανανιώσει, αφού ένας ηθοποιός συνήθως ψάχνει να βρει τις ατέλειες του. Η ταινία αυτή με καθήλωσε.

Ιώκο: Επειδή είναι η πρώτη μου ταινία εμένα, αυτό που διέκρινα είναι η καθαρή ανάγκη για τέχνη! Από την ώρα που μας είπε ο Βασίλης «Πάμε Κάνες», ήμουν απίστευτα χαρούμενος. Ήταν και το πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό, οπότε με έπιασε μια φοβία τι θα κάνω σε μια ξένη χώρα που οι άνθρωποι μιλάνε άλλη γλώσσα. Δεν είχα άγχος για το αν θα πάρουμε βραβείο, αφού ότι και να γινόταν πάλι χαρούμενος θα ήμουν για την ταινία. Ακόμα δεν το έχω συνειδητοποιήσει τι συνέβη εκεί!

Ν.Ζ.: Όλο και πιο χαρούμενος είσαι κάθε μέρα που ξυπνάς, να λέμε την αλήθεια.

Σε ένα μελλοντικό υποτιθέμενο κυβερνητικό σχήμα, όπου Υπουργός Πολιτισμού θα ήταν ο Μπογδάνος ή ο Χ ακροδεξιός, θα πηγαίνατε να τον συναντήσετε για τα τυπικά συγχαρητήρια;

Ν.Ζ.: Θα ήταν υποχρέωση μου, νομίζω, να πάω και να κατουρήσω επί τόπου. Το λέω σχηματικά τώρα.

Ιώκο: Σκέφτομαι αν θα πήγαινα ποια θα ήταν η αντίδραση μου, διότι ούτε για αστείο δεν θα πήγαινα. Θα έλεγα ότι θα φοβόμουν την αντίδραση μου.

Ν.Ζ.: Σκέφτομαι πάλι ότι το να μην πας, είναι σαν να τους φοβάσαι όλους αυτούς. Περισσότερο νόημα θά’χε να πήγαινες και να τους έβαζες στη θέση τους.

Β.Κ.: Εγώ θα σου πω τι θα κάνω αύριο που δεν είναι δεξιός ή ακροδεξιός Υπουργός, αλλά αριστερός. Αύριο, λοιπόν, θα δω τον Υπουργό Πολιτισμού και θα απαιτήσω να πάνε στο ελληνικό σινεμά τα χρήματα που ακόμα δεν έχουνε πάει! Για μένα σημαντικό είναι ο κάθε πολιτικός να κάνει τη δουλειά του. Δεν μπορώ ν’ αμφισβητήσω εγώ τη λαϊκή εντολή που λέει ότι οι Έλληνες για κάποιο λόγο θέλουν τον Βορίδη ή τον Τσίπρα. Ο καθένας κάνει τη δουλειά του, αλλά δεν μπορώ να μην πω ότι λυπάμαι για έναν λαό αν φτάσει στο σημείο να εκλέξει φασίστες, χωρίς πάλι να σημαίνει ότι ζούμε ανάμεσα σε έναν λαό φασιστών. Δεν μπορώ να εξοστρακίσω τους ανθρώπους, αλλά προσωπικά δεν θα δεχόμουν να κάνω ταινία με τα λεφτά ενός φασιστικού κράτους και πάραυτα θα πολεμούσα για το δικαίωμα όλων των άλλων σκηνοθετών που θα ήθελαν να κάνουν ταινία μ’ αυτά τα λεφτά!

Ιώκο: Δεν πιστεύω ότι μία ψηφοφορία εκφράζει το λαό στο σύνολο του…

Β.Κ.: Να μιλήσουμε για τα καλά της δημοκρατίας τώρα;

Ιώκο: Δεν πρέπει;

Β.Κ.: Αυτά είναι, όμως, έτσι πάνε…Μακάρι νά’χαμε κάτι καλύτερο, αλλά είναι ότι καλύτερο μπορούμε να έχουμε! Το βραβείο αυτό εμένα μου δίνει και μία ευθύνη, γιατί δεν μπορώ να λειτουργώ μόνο προσωπικά. Γίνομαι αυτή τη στιγμή, θέλοντας και μη, man of the hour για το ελληνικό σινεμά. Επειδή πολλοί έχουν υπάρξει men of the hour για το ελληνικό σινεμά και τό’χουν γράψει στα αρχίδια τους, κοιτάζοντας μόνο την παρτάρα τους, εγώ δεν θα γίνω αυτό! Εφόσον το σύστημα ειν’ αυτό που είναι, δεν μπορούμε να το ανατρέψουμε, παρά να κάνουμε το καλύτερο δυνατό.

Κοιτάξτε, είμαι μεγαλύτερος σας και έχω επίσης ζήσει εκ των έσω το ελληνικό σινεμά. Με συγκινούν αυτά που λέτε, μια και κατά κοινή παραδοχή στο ελληνικό σινεμά επικρατεί ακόμη ένας επαρχιωτισμός και μία μικροψυχία από τους πρεσβύτερους προς το «νέο αίμα», εσάς δηλαδή. Δεν μπορώ πια να πηγαίνω στα κινηματογραφικά φεστιβάλ και να βλέπω τους ίδιους και τους ίδιους, να τρώνε και να πίνουν για μία εβδομάδα, ενώ οι νέοι διαγωνιζόμενοι να έχουν μόνο μία ή δύο διανυκτερεύσεις. 

Β.Κ.: Είναι πολύ λογικό. Εμείς θα πάμε στη Δράμα, λόγου χάριν, παρ’ όλες τις αντιρρήσεις που έχουμε ιδεολογικά, για ένα και μόνο λόγο: Δουλειά των ταινιών είναι να βγαίνουν στις αίθουσες! Δεν μπορώ να κρατήσω κλεισμένη στα κουτιά, ελιτίστικα, την ταινία μου.

Ειλικρινά, έχεις καμία αυταπάτη ότι δεν θα βρει η ταινία αυτή το δρόμο της, πας – δεν πας στη Δράμα;

Β.Κ.: Ποιος θα διανείμει μία ταινία που ξεκινάει με πρώτο πλάνο μία πούτσα; Είμαστε πολύ πουριτανοί, δεν μας ενοχλεί μία πούτσα σε αγγλικές ταινίες, αλλά μας ενοχλεί μία ελληνική πούτσα (γέλια). Δεν το δέχονται αυτό σε μία ελληνική μικρού μήκους ταινία και να σου πω και κάτι άλλο; Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα κι επειδή εγώ είμαι επαρχιώτης, εμένα μ’ ενδιαφέρει η ταινία μου να παίξει στην Κεφαλλονιά, στη Θράκη, στην Καβάλα, στο Ηράκλειο.

Μισό λεπτό, μιλάμε για τον Χρυσό Φοίνικα, όχι για την ταινία του Φούφουτου…Η ταινία σου θα τύχει παγκόσμιας διανομής, θα αγοραστεί απ’ όλα τα κανάλια του κόσμου κι εσύ μιλάς για την εδώ περιφέρεια; Τι να πω, μπράβο σου.

Β.Κ.: Η ταινία είναι γκέι, έχει ακόμα μεγαλύτερη πολιτική σημασία να τη δει κόσμος. Βρισκόμαστε στην Ελλάδα που σκότωσαν τον Γιακουμάκη, επειδή ήταν γκέι. Μην τα ξεχνάμε αυτά! Δεν ξέρω αν το σινεμά έχει δύναμη ν’αλλάξει κάτι, αλλά προσωπικά το πιστεύω! Θέλω να πάω στο Τορόντο, όπως εξίσου και σ’ ένα επαρχιακό φεστιβάλ στο Μεσολόγγι. Στο Τορόντο, στα αρχίδια τους κιόλας, εκεί με περιμένουν και θα πάω. Σημασία έχει να πας εκεί που είσαι απρόσκλητος. Εκεί που δεν σε περιμένουν μπορείς ν’ αλλάξεις τις συνειδήσεις των ανθρώπων. Αν δουν μία ταινία τρυφερή, ρομαντική, αισθαντική με δύο άντρες, αυτό κάτι μπορεί να κάνει στο Μεσολόγγι. Στο Τορόντο δεν θα κάνει τίποτα! Να μην ξεχνάμε γιατί κάνουμε σινεμά επίσης! Κάνουμε σινεμά για τον κόσμο, όχι για τα φεστιβάλ!

Ο σκηνοθέτης Βασίλης Κεκάτος (photo: Αντώνης Μποσκοΐτης)

Πως βλέπετε από δω και πέρα την πορεία σας; Απευθύνομαι στους ηθοποιούς.

Ν.Ζ.: Το τι φανταζόμαστε με το τι έρχεται, είναι τελείως διαφορετικό. Σίγουρα ανοίγουν κάποιοι δρόμοι σ’ ένα επάγγελμα πολύ δύσκολο, αλλά θέλω να ελπίζω πως θ’ ανοίξουν δρόμοι και προς τα έξω! Δεν μπορώ πλέον τα όνειρα μου να τα βάλω σε καλούπια, ενθυμούμενος το πως ξεκίνησα στην υποκριτική και τα όνειρα που έκανα, να παίξω σε μία μεγάλου μήκους ταινία. Δεν περίμενα ότι θα πήγαινα στις Κάνες και θα γνώριζα ανθρώπους που θα με οδηγήσουν σε τέτοιες καταστάσεις.

Ιώκο: Θέλω νά’χω την πολυτέλεια να συνεργάζομαι με ανθρώπους και να νιώθω περήφανος, όπως έχει συμβεί μέχρι σήμερα. Ναι, θέλω νά’ μαι μαζί τους.

Ν.Ζ.: Να προσθέσω ότι έχω δουλέψει σκληρά, δουλεία που λέμε, γι’ αυτό και το σινεμά το έκανα πάντα στα ρεπό μου. Δούλευα φουλ δωδεκάωρα σε escape room, ήμουν υπεύθυνος καταστήματος. Τρελά άγχη, μηδέν ωράριο. Μ’ αυτή την πρωτιά θα μπορώ να κάνω ότι θέλω και να μην κάνω κάτι άλλο για να βγάζω χρήματα, ώστε τα χρήματα να πηγαίνουν μετά σ’ αυτά που θέλω.

Ιώκο: Εγώ τελειώνω την Καλών Τεχνών, όπου ο καθένας κάτι ότι μπορεί. Εμένα με γοητεύει η μοναχικότητα της τέχνης. Θέλω, όπως σου είπα, να συνεχίσω σε όλους τους τομείς, ως εικαστικός, ως σκηνοθέτης, ως ηθοποιός του σινεμά ή ως καλλιτέχνης του drag show, σε οτιδήποτε με καίει. Να ξυπνάω και νά’χω ανάγκη να δω τους ανθρώπους, με τους οποίους συνεργάζομαι. Κακά τα ψέματα, με ένα τρόπο μέσα απ’ αυτό ζω. Δεν μπορώ να κάνω διακοπές, παρότι το θέλω, χωρίς νά’χω δίπλα μου ένα βιβλίο ή ένα τετράδιο για να σχεδιάζω. Δεν μπορώ να κάνω διακοπές για να καλοπεράσω και δεν το λέω μαζοχιστικά, εφόσον καλοπέραση για μένα είναι να φτιάχνω κάτι.

Ν.Ζ.: Διακοπές για μένα είναι το set, τόχω πει στον Βασίλη!

Βασίλη, πως ξεκίνησε η περιπέτεια σου με το σινεμά;

Β.Κ.: Καταρχάς σπούδασα κινηματογράφο στο Λονδίνο. Μεγάλωσα μέσα σε μία πολύ σινεφίλ οικογένεια. Μικρός πήγαινα στη λέσχη του νησιού μου και ήρθα σ’ επαφή με τον Μιχάλκοφ, τον Αγγελόπουλο και τον Κουστουρίτσα. Μ’ ενδιέφερε πάρα πολύ η εικαστικότητα στον κινηματογράφο. Όλοι αυτοί είναι εξαιρετικοί εικαστικοί σκηνοθέτες, αν και μετά κατάλαβα ότι αυτό δεν παίζει καμία σημασία μπροστά στον πρωταρχικό σκοπό, που είναι το ανθρώπινο στοιχείο.

Τον Αγγελόπουλο τον απασχολούσε πολύ η Ιστορία με «Ι» κεφαλαίο, όπως μου είχε πει κάποτε.

Β.Κ.: Ο Αγγελόπουλος δεν αγαπούσε τους ανθρώπους. Δεν ξέρω τι έκανε στην προσωπική του ζωή, αλλά στις ταινίες του δεν τους αγαπούσε. Αγαπούσε μόνο την ιστορία. Μιλούσε ίσως για τους ανθρώπους, αλλά μ’ ένα πολύ δύσκολο τρόπο ώστε αυτοί δεν μπορούσαν να τον ακούσουν. Το ότι εμένα, ας πούμε, δεν μπορεί να τον καταλάβει ο πατέρας μου, δεν θά’θελα να γίνω τέτοιος σκηνοθέτης. Δεν θα ήθελα να μη με καταλαβαίνει ο περιπτεράς της γειτονιάς μου, έστω να μπορεί να επικοινωνήσει σε ένα πρώτο επίπεδο. Μην ξεχνάμε ποια είναι η αρχή του σινεμά. Ενώ στο θέατρο, η αρχή έγινε με την επαφή με το θεϊκό στοιχείο, στο σινεμά ήταν το τσίρκο! Οι αδερφοί Λυμιέρ είχαν πουλήσει την πατέντα τους σε τσίρκο! Αρχή μας είναι η ψυχαγωγία και είναι μεγάλη η κατάκτηση στα 120 χρόνια ύπαρξης της 7ης Τέχνης.

Απ’ την άλλη, υπάρχει και η ποίηση στο σινεμά, η Μητέρα των Τεχνών άλλωστε. Το πλάνο του Αγγελόπουλου με την κεφαλή του Λένιν πάνω στο πλοίο, είναι ένα σχόλιο πάνω στην ιστορία, αλλά και μία βαθύτατα ποιητική εικόνα. 

Β.Κ.: Προσωπικά μου αρέσει ο Αγγελόπουλος! Πάρα πολύ! Η διατριβή μου στο πανεπιστήμιο ήταν ο Αγγελόπουλος! Δεν κατηγορώ κάτι, απλά λέω μία γενική αλήθεια κι αυτή είναι πως ο Αγγελόπουλος δεν κατάφερε να επικοινωνήσει με τον λαό, παρότι κομμουνιστής. Θυμάμαι τώρα μία ατάκα του Ιόλα: «Όλοι οι κομμουνιστές φίλοι μου έχουν εξαιρετικό στυλ» (γέλια)

Να σου πω την αλήθεια, εμένα μου αρέσει αυτή τη στιγμή που συζητάμε για τον Αγγελόπουλο. Έχω την αίσθηση πως οι πιο νέοι κι από σας σκηνοθέτες, θα παραδοθούν στην τεχνογνωσία και θα ξεχάσουν την αναζήτηση των αισθητικών θεωριών, που είναι ότι καλύτερο κατά τη γνώμη μου στο σινεμά. Δεν είμαι συντηρητικός, αλλά δεν εκτιμώ μία ταινία που έγινε με κινητό τηλέφωνο το ίδιο με μία άλλη, που είχε τον οπερατέρ της, τον ενδυματολόγο της, τον φροντιστή της κλπ. Με καταλαβαίνετε, έτσι;

Β.Κ.: Προσωπικά δεν θα έκανα ταινία με κινητό τηλέφωνο, αλλά δεν είμαι και καθόλου κατά. Ο καθένας μπορεί να γίνει σκηνοθέτης με μια κάμερα. Το σινεμά δεν σπουδάζεται και το λέω εγώ που το σπούδασα, που ουσιαστικά δεν σπούδασα τίποτα! Στην πραγματικότητα εκμεταλλεύτηκα το γεγονός του να μπορώ νά’μαι στην Αγγλία και να πηγαίνω σε συναυλίες, σε μουσεία, να γνωρίζω κόσμο και να ερωτεύομαι. Αυτά ήταν τα εφόδια μου και όχι οι σπουδές. Το μόνο που μ’ αφορά είναι να καταθέτει ο κάθε δημιουργός την αλήθεια του. Ο Σόντερμπεργκ, νομίζω, είναι μόνο υπέρ των ταινιών με κινητό τηλέφωνο και, μην ξεχνάμε, είναι ο πρώτος σκηνοθέτης που πήρε Χρυσό Φοίνικα με την πρώτη του ταινία. Γιατί όχι ένα κινητό; Όταν είναι τόσο ακριβό το σπορ και ελάχιστες οι πηγές χρηματοδότησης, πως θα το κάνουμε; Όπως ο Παναγούλης έγραφε με το αίμα του τα ποιήματα του, κάποιος γυρίζει την ταινία του με το κινητό του.

Με πας τώρα στις αρχές του ’90 που πηγαίναμε εμείς, ως αναρχικοί κινηματογραφιστές υποτίθεται, να αγοράσουμε κουτιά φιλμ από την Kodak, όπου έπρεπε να υπογράψουμε χαρτιά σε κάτι γραβατωμένους τύπους. Λέγαμε ότι τρώμε τον κάθε γιάπη στη μούρη για να κάνουμε την καύλα μας.

Β.Κ.: Ακριβώς! Το iphone, ας πούμε, είναι ένα τεράστιο «άντε γαμήσου» στον γιάπη της γιάπικης κουλτούρας, χρησιμοποιώντας παρόλα αυτά τη γιάπικη κουλτούρα. Τους γαμάς με τα δικά τους μέσα!

Εσείς, ως ηθοποιοί, «αφεθήκατε» τελείως στον Κεκάτο;

Ν.Ζ.: Δουλειά του ηθοποιού είναι να μπορέσει να παρέμβει στο πλάνο του σκηνοθέτη με τη σύμφωνη γνώμη του. Υπήρξαν πάρα πολλές ώρες πρόβας ώστε το σενάριο να έρθει πιο κοντά σε μένα και τον Ιώκο και να υποστεί αλλαγές ή και τρελούς αυτοσχεδιασμούς.

Β.Κ.: Λιώσαμε στην πρόβα κι αυτή ήταν η πρώτη μου βασική απαίτηση από τους ηθοποιούς. Τους είχα δώσει τους διαλόγους και είπα «Τώρα πάμε να κάνουμε αυτούς τους διαλόγους πιο ανθρώπινους, πως μιλάμε στην πραγματικότητα». Τα παιδιά έφεραν φανταστικές ιδέες μέχρι να βγει η κεντρική ιδέα. Είχαμε πει ότι αυτοσχεδιασμοί επιτρέπονται μέχρι την τελευταία πρόβα. Μετά, τελείωσε! Κλειδώσαμε ότι ήταν και μετά στο μοτέρ αυτό ήταν πάλι!

Ιώκο: Με τον Νικολάκη δεν δουλέψαμε καθόλου οι δυο μας. Είχαμε την ανάγκη της συνδημιουργίας και της παρουσίας των τριών μας. Συζητήσεις επί συζητήσεων και έρευνα.

Β.Κ.: Δεν μιλάμε για έρευνα κοινωνιολογικού τύπου. Λέγαμε απλώς τις δικές μας ερωτικές ιστορίες. Τι έχει ζήσει ο καθένας ώστε να φτιάξουμε την ιστορία δύο άλλων χαρακτήρων.

Ιώκο: Δεν μας ενδιέφερε η ιστορία του LGBTI κινήματος, πότε ιδρύθηκε κλπ. Ήταν εμπειρικό το κομμάτι αυτό με τις καλλιτεχνικές μας αναφορές, επίσης, σαν το «Happy Together» του Γουόν Καρ Βάι, που αναφέρθηκε.

Μίλησε μου, Βασίλη, για την αυτοδιάθεση των ηθοποιών σου.

Β.Κ.: Ήταν τεράστια! Ο Ιώκο έκανε διπλές πρόβες τότε και μου λέει «Ρε φίλε, πότε θα κάνουμε πρόβα; Έχω απ’ το πρωί μέχρι τ’ απόγευμα κι απ’ τ’ απόγευμα μέχρι το βράδυ». Λέω εγώ: «Πολύ ωραία, δεν θα κοιμηθείς καθόλου» και κάναμε φουλ νυχτερινές ώρες!

Ιώκο: Δεν είχα θέμα, είμαι βρυκόλακας, αλλά μου άρεσε που μου έδωσαν τόσο χρόνο τα παιδιά. Το αστείο είναι που επειδή περνούσα καλά στις πρόβες, του είπα: «Να σου πω, βρε Βασίλη, γίνεται το γύρισμα να κρατήσει όσο και οι πρόβες;»

Ας πάμε στο νευραλγικό κομμάτι της παραγωγής μιας ταινίας. Εσύ πώς τό’κανες με τη δική σου, χτύπησες πόρτες, απευθύνθηκες σε ανθρώπους;

Β.Κ.: Θα σου πω όλη την αλήθεια. Είμαι τυχερός γιατί έχω μια παραγωγό με αρχίδια!

Την Ελένη Κοσσυφίδου λες.

Β.Κ.: Ακριβώς! Νιώθω τυχερός που είναι αυτή η γυναίκα στη ζωή μου από την προηγούμενη ταινία μου και ευελπιστώ σε κάθε ταινία μου πλέον. Δεν είμαστε παραγωγός – σκηνοθέτης, είμαστε συνοδοιπόροι. Η Ελένη είναι ο άνθρωπος που εκτιμώ περισσότερο στον κόσμο, για το πώς σκέφτεται, εκφράζεται, συμπεριφέρεται. Δεν θα υπήρχαν οι ταινίες μου με τον τρόπο τους αν δεν υπήρχε η Ελένη! Η Ελένη μ’ έφερε σ’ επαφή με «χωμάτινους» σκηνοθέτες, όπως ο Δαμιανός, για να συλλάβω την ουσία των πραγμάτων. Την ευγνωμονώ!

Χρηματοδότηση από που βρήκατε;

Β.Κ.: Δεν είχαμε!

Εκ των ενόντων, λοιπόν;

Β.Κ.: Εγώ και η Ελένη, ας πούμε. Ιδίοις εξόδοις. Βοήθησε πολύ και ο Πάνος Μπίσδας με την Authorwave στο post production. Αν δεν είχαμε καλούς φίλους, δεν θα γινόταν αυτή η ταινία! Που να πιστεύουν σ’ εμάς, όχι καλλιτεχνικά, αλλά ανθρώπινα!

Ιώκο: Έπρεπε νά’σουν σε μια γωνιά να βλέπεις όλους τους ανθρώπους στο set να είναι τόσο «παρόντες», να θέλουν να το κάνουν!

Έχουν περάσει αρκετά χρόνια απ’ την τελευταία επίσημη συμμετοχή της Ελλάδας στο διαγωνιστικό των μικρού μήκους στις Κάνες, 16 για την ακρίβεια, αλλά θυμάμαι τη Μάρσα Μακρή που έλεγε πως η κρατική ελληνική εκπροσώπηση στις Κάνες ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη, εκεί που την κόπια της αυστριακής συμμετοχής, λόγου χάριν, τη συνόδευε ο Αυστριακός Υπουργός Πολιτισμού και ο Πρόεδρος του Αυστριακού Κέντρου Κινηματογράφου. 

Β.Κ.: Δεν είναι ρητορική η ερώτηση, αλλά στα αλήθεια τι μπορεί να κάνει το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου όταν το budget είναι τόσο χαμηλό; Δεν το γνώριζα αυτό με την παρουσία των Υπουργών των χωρών που συμμετέχουν στις Κάνες. Εδώ, πάντως, έστειλε συγχαρητήρια επιστολή στον Τύπο το ΥΠΠΟ (γέλια). Τα πράγματα είναι τραγικά για την Ελλάδα, όταν το ετήσιο budget για όλες τις ταινίες, μικρού και μεγάλου μήκους, μυθοπλασία και ντοκιμαντέρ, συν τα λειτουργικά έξοδα του ΕΚΚ, αγγίζουν αυτό μιας low budget ταινίας στο εξωτερικό! Είμαστε για κλάματα! Πόσο μάλλον όταν το ελληνικό σινεμά είναι η μόνο εξαγόμενη τέχνη. Δεν ξέρω τι μπορεί ν’αλλάξει, γιατί δεν είμαι πολιτικός, αλλά πρέπει ν’ αλλάξει και θα κάνω ότι περνάει απ’ το χέρι μου.

Πως να αλλάξει σε μια χώρα που ο Ελληναράς, αφού ψηφίσει ότι ψηφίσει, θα γυρίσει και θα σου πει: «Τη δική σου την λόξα εγώ θα την πληρώνω;» Θα τό’χετε ήδη ακούσει αυτό.

Ιώκο: Ο μόνος τρόπος είναι το να βλέπουμε ανθρώπους προσηλωμένους στο στόχο τους.

Ν.Ζ.: Επειδή υπάρχουν φορολογίες και φορολογίες, μία φορολογία που θα είναι επένδυση, δεν το θεωρώ κακό. Αν είναι οι φορολογίες να πηγαίνουν στην παιδεία ή στο σινεμά, ώστε να φτιαχτεί μία βιομηχανία, στούντιο κλπ., φαντάζομαι πως θα μπορούσε να γίνει

(σ.σ. Στο σημείο αυτό χαρίζω στον Κεκάτο μία κόπια του βιβλίου μου «18 συνεντεύξεις – Σαν μονόπρακτα») Sorry, guys, αλλά ένα μου έχει μείνει. Θα το διαβάσετε ο ένας μετά τον άλλον.

Β.Κ.: Την ξέρεις την ιστορία με την «Ανθολογία» του Αποστολίδη; Στη Μακρόνησο την έπαιρναν όλοι να τη διαβάσουν, οπότε την έλεγαν «Πουτάνα» (γέλιο). Εδώ, λοιπόν, που έχουμε συνεντεύξεις και όχι ανθολογία, θά’ναι το «Πουτανάκι» μας! Πίσω, σ’ αυτό που λέγαμε, κατανοώ τις αμφιβολίες του μέσου Έλληνα. Πρώτον, όμως, το ελληνικό σινεμά έστρεψε στην πλάτη το κοινό και μετά το κοινό στους Έλληνες δημιουργούς. Ήταν τρομερά εσωστρεφές για ένα φεγγάρι, αλλά τα τελευταία δέκα χρόνια υπάρχει μια τάση να πάρουμε τον κόσμο απ’ το χεράκι και να τον μπάσουμε στις αίθουσες χωρίς αλαζονεία. Ποιος έχει δηλαδή το πρόβλημα, ο άλλος «που είναι ηλίθιος» ή εσύ «που δεν μπορείς να επικοινωνήσεις»;

Αναφέρεσαι μάλλον στη δεκαετία του ’80 που είδαμε μια φουρνιά σκηνοθετών – υδροκέφαλα του Αγγελόπουλου.

Β.Κ.: Συ είπας, αλλά δεν θα διαφωνήσω. Ή απλά έγιναν πάρα πολλές κακές ταινίες. Υπήρξαν και άλλοι καλοί σκηνοθέτες, που μπορεί να μη μου αρέσουν στο σύνολο τους. Μου αρέσει η γλυκύτητα, ας πούμε, του Βούλγαρη να προσεγγίζει τα θέματα του. Ο Κούνδουρος μου άρεσε, επίσης.

Θέλω να σας αναφέρω μερικά ονόματα και τίτλους ταινιών, αλλά να μη διστάσετε να μου σχολιάσετε.

Β.Κ.: Κεφαλλονίτης είμαι! Πάμε! (γέλια)

Αλευράς και «Πέφτουν οι σφαίρες σαν το χαλάζι».

Β.Κ.: Δεν τον γνώριζα, αλλά μια φίλη συγγραφέας μου είπε να τη δω οπωσδήποτε την ταινία! Δεν μπορώ να την κρίνω με τα καλλιτεχνικά κριτήρια μιας ταινίας του Αγγελόπουλου, δεν είναι τέτοιων προδιαγραφών, όμως μπαίνει με τέτοιο χιούμορ στα πράγματα που θα την χαρακτήριζες «meta».

Αγγελόπουλος και «Θίασος».

Β.Κ.: Η μοναδική ταινία που όταν τη βλέπω, κλαίω, ειδικά στη σκηνή που παίζουν την «Κοντούλα Λεμονιά» στο γάμο και μπουκάρουν οι ξένοι και γίνεται τσάρλεστον. Μου προκαλεί σωματικό πόνο η σεκάνς αυτή!

Ιώκο: Και μένα το ίδιο, απόλυτα όμως!

Ρέππας – Παπαθανασίου και «Safe Sex».

Β.Κ.: Πανέξυπνο και πάρα πολύ αστείο, στην αισθητική της τηλεόρασης.

Ν.Ζ.: Παρομοίως. Δεν μου λέει κάτι, όμως!

Οτιδήποτε από Γιάννη Σμαραγδή.

Β.Κ.: Αρνούμαι προσωπικά. Μετά από το «Ελ Γκρέκο» που είδα, είπα όχι!

Ν.Ζ.: Το είδα κι εγώ κι είχα βαρεθεί τη ζωή μου! Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους (σ.σ. έχουμε σκάσει στα γέλια)

Ιώκο: Ίσως ας κρατήσουμε τον Μουστάκα μόνο απ’ το «Ελ Γκρέκο».

Αργύρης Παπαδημητρόπουλος και «Suntan».

Β.Κ.: Μου άρεσε πάρα πολύ. Ο Αργύρης είναι από τους ελάχιστους που μπορούν να κάνουν καλό mainstream σινεμά.

Ιώκο: Εγώ δεν την έχω δει την ταινία.

Ν.Ζ.: Ούτε εγώ.

Έχεις δίκιο, Βασίλη. Ο Αργύρης προέρχεται από τη διαφήμιση με θαυμαστά αποτελέσματα και τον θυμάμαι χρόνια τώρα στο Φεστιβάλ Δράμας να οραματίζεται ένα καλό εμπορικό σινεμά ποιότητας. 

Β.Κ.: Πολύ σπάνιο αυτό στη χώρα μας. Είναι ένας πολύ καλός σκηνοθέτης και χαίρομαι πάντα να βλέπω τις ταινίες του.

Κωνσταντίνος Γιάνναρης που έκανε κάποτε δυναμική είσοδο στην ελληνική κινηματογραφία.

Β.Κ.: Μου άρεσαν οι δύο πρώτες ταινίες του, πραγματικά καλές, αλλά το έχασα το νήμα του στη συνέχεια.

Ν.Ζ.: Εγώ είχα δει «Το ξύπνημα της άνοιξης», αλλά δεν με είχε ενθουσιάσει.

Ιώκο: Μόνο τον «Δεκαπενταύγουστο» είχα δει και μου άρεσε πολύ.

Β.Κ.: Επίσης ο Γιάνναρης μπορεί να κάνει καλό mainstream σινεμά, αλλά δεν μας το επιβεβαίωσε.

Έκτορας Λυγίζος με «Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού».

Β.Κ.: Τον γνώρισα στο Βερολίνο που παίζονταν οι ταινίες μας. Αυτός είδε τη δική μου, τον «Ανάδρομο» και άρχισε να μου μιλάει με πολύ όμορφα λόγια. Εγώ ένιωσα μαλάκας, γιατί δεν είχα δει τη δική του, οπότε του είπα απλά καλά λόγια κι εγώ μετριασμένα. Τι έγινε, όμως; Πήγα και την είδα το ίδιο βράδυ που ξαναπαιζόταν κι έπαθα σοκ! Βγαίνω έξω και του λέω: «Έκτορα, σου ζητώ συγγνώμη, σου έλεγα μαλακίες, δεν την είχα δει την ταινία σου. Την είδα τώρα κι έχω να πω ότι είναι ένα γαμημένο αριστούργημα»! Γροθιά στο στέρνο και στο στομάχι ήταν η ταινία αυτή με την ερμηνεία του Γιάννη Παπαδόπουλου.

Ορίστε, μου δίνεις πάσα τώρα, τι απέγινε ο Γιάννης Παπαδόπουλος, ένας νέος ηθοποιός που διακρίθηκε στο εξωτερικό μετά απ’ την ταινία του Λυγίζου;

Β.Κ.: Πρωταγωνιστής στην παράσταση του Γιάννη του Φραγκούλη. «Not my cup of tea», αλλά ok. Ο άνθρωπος ήπιε το ίδιο του το σπέρμα στην ταινία, ήταν αδιανόητο, ποιος το κάνει αυτό; Πόσο καλύτερα να πήγαινε μετά; Όσο δεν γίνονται ταινίες, αυτή είναι η μοίρα των ηθοποιών στην Ελλάδα.

Πιστεύετε, με το χέρι στην καρδιά, ότι ρόλο στη διάκριση σας με τον Χρυσό Φοίνικα έπαιξε και η συμμετοχή του Έλληνα σκηνοθέτη Πάνου Κούτρα στην επιτροπή;

Β.Κ.: Θα απαντήσω πάρα πολύ ειλικρινά. Θεωρώ ότι έπαιξε κατά το 1/5 το ρόλο του, διότι ακριβώς ο Κούτρας ήταν το ένα από τα πέντε μέλη της επιτροπής. Η αλήθεια είναι πως ο Πάνος γούσταρε πολύ την ταινία ως εντελώς queer σκηνοθέτης κιόλας, όμως επειδή είχαμε πάρει και τον Queer Palm Φοίνικα, είχαμε την ευκαιρία στα διάφορα πάρτι να μας προσεγγίσουν και τα υπόλοιπα μέλη της επιτροπής, όπου μας είπαν πόσο λάτρεψαν την ταινία. Συγκεκριμένα, το άλλο μέλος της επιτροπής, η Στέισι Μάρτιν που έπαιζε στο «Nymphomaniac», μας έλεγε πόσο συγκινημένη ήταν.

Ν.Ζ.: Είχε έρθει και σε μας η Μάρτιν και μας έλεγε πόσο δύσκολο ήταν γι’ αυτήν να αποφασίσει και ότι είχε πάει να αγοράσει βιβλία κινηματογραφικής κριτικής, έτοιμη να παλέψει για το ποια ταινία θα της άρεσε. Μας ευχαρίστησε γιατί της κάναμε πανεύκολη τη δουλειά και δεν χρειάστηκε να ανατρέξει σε καμία άλλη κριτική.

Β.Κ.: Εγώ ξέρω ότι την ώρα που ανέβαινα για να παραλάβω τον Χρυσό Φοίνικα, η Κλαιρ Ντενί με αγκάλιασε και μου είπε: «Να ξέρεις, αγαπητέ, ήταν ομόφωνο»! Δεν νομίζω δηλαδή ο Κούτρας να νοιάστηκε για την καταγωγή μου, χέστηκε μάλλον. Σίγουρα θα του άρεσε η ταινία και σίγουρα πιστεύω την Κλαιρ Ντενί!

Βασίλη, τι πιστεύεις θα σου φέρει στο εξής ο Χρυσός Φοίνικας;

Β.Κ.: Πράγματα επιθυμητά και πράγματα ανεπιθύμητα!

Ποια είναι τα ανεπιθύμητα;

Β.Κ.: Το ανυπόφορο βάρος της ευθύνης.

Παρά την αναγνωρισιμότητα, νιώθεις ότι στην έχουν στημένη με το τουφέκι;

Β.Κ.: Ήδη μου την έχουν στημένη. Υπάρχουν δημοσιογράφοι, στους οποίους δεν πρόλαβα ν’ απαντήσω και μου φέρθηκαν με τον χειρότερο τρόπο.

Ωστόσο, εμένα που με στήσατε ένα τέταρτο στο ραντεβού, ουδόλως με ένοιαξε, είπα «Δε βαριέσαι, θα το ξέχασαν»…

Β.Κ.: Αυτό είναι μια λογική αντίδραση. Όταν βρεθήκαμε μετά τα βραβεία με τον Λάνθιμο, με προϊδέασε γι’ αυτό: «Βασίλη, πρόσεξε, γιατί όταν δεν ανταποκρινόμουν σε κάποιο δημοσιογράφο, με έπαιρναν τηλέφωνο και μου λέγανε: ”Μας το χρωστάς”»! Την ίδια νοοτροπία συνάντησα ένα 24ωρο αργότερα.

Εδώ δυστυχώς έχουμε τη νοοτροπία να θεωρείται σημαντικότερος ο γκαλερίστας απ’ τον ζωγράφο.

Β.Κ.: Με πήραν από εκπομπή πρωινή και μου είπαν: «Στις 11 νά’σαι εδώ», απαντάω «Δεν θα μπορέσω στις 11» και ακούω αυστηρά: «Δεν κατάλαβες! Στις 11 θά’σαι εδώ»! «Εσύ δεν κατάλαβες» του φώναξα και τού’κλεισα στη μούρη το τηλέφωνο.  Θα τού’λεγα «Γλιτώνεις το μπουκέτο, μαλάκα, επειδή απλά μιλάμε απ’ το τηλέφωνο, που θα μου πεις τι θα κάνω κιόλας»!

Μαζί σου! Πολύ καλά έκανες! Πάλι με το χέρι στην καρδιά, φοβηθήκατε μην την ψωνίσετε, φοβάστε;

Ν.Ζ.: Πάντα ελλοχεύει κίνδυνος για όλα. Εμένα προσωπικά δεν με ενδιαφέρει αυτό το κομμάτι. Με το που γυρίσαμε σπίτι, το πρώτο φαγητό που έφτιαξα ήταν φακές, άρα ήταν ένας κατασταλτικός παράγοντας για να την ψωνίσω.

Ιώκο: Η ανάγκη μου, γυρνώντας και φεύγοντας, μεγαλώνοντας επίσης, είναι να έχω σωστούς ανθρώπους στο πλευρό μου, που να έχουμε αλληλοεκτίμηση. Οι άνθρωποι που με κρατάνε προσγειωμένο είναι όσοι αγαπώ και μ’ αγαπούν. Η αγάπη αυτή δεν πιστεύω ότι θα οδηγήσει τον Νικολάκη και τον Βασίλη σε μονοπάτια που δεν τους ταιριάζουν. Ο τρόπος που έγινε η ταινία αυτή είναι ασπίδα προστασίας.

Β.Κ.: Ο κόσμος ξεχνάει πολύ γρήγορα. Μέχρι να προλάβεις να την ψωνίσεις, θα έχεις ξεχαστεί κιόλας. Είμαι εξοικειωμένος μ’ αυτό και τό’χω συνηθίσει και δεν τρέφω αυταπάτες. Δεν μου επιτρέπεται με την οικογένεια και τους φίλους που έχω, να την ψωνίσω. Όταν πήγαμε στο φεστιβάλ του Σάντανς, το έλεγα σ’ ένα παλιό μου φίλο και μου κάνει: «Μπράβο, ρε μαλάκα, μπράβο»! Και μετά: «Τι είναι το Σάντανς;» (γέλια) Το δικό μου ειδικό περιβάλλον, όπως και η παραγωγός μου, δεν θα μου επιτρέψουν ποτέ να την ψωνίσω.

Ο ηθοποιός, εικαστικός και drag performer Ιωάννης «Ιώκο» Κοτίδης (photo: Αντώνης Μποσκοΐτης)

Θα ήθελα να μου πείτε ποιος είναι ο αγαπημένος σας ποιητής.

Ν.Ζ.: Εγώ δεν έχω αγαπημένο ποιητή, γενικά είμαι αμόρφωτος. Τον Μπουκόφσκι, θα έλεγα, όσα έχω διαβάσει.

Ιώκο: Η Μάτση Χατζηλαζάρου. Για τον τρόπο που αντιμετώπιζε τη ζωή την ίδια.

Β.Κ.: Ο Νίκος Καρούζος. Η πιο ευγενική καύλα εκτινάσσεται απ’ τα ποιήματα του.

Ας κλείσουμε με μερικά χαριτωμένα περιστατικά που ζήσατε στις Κάννες δίπλα σε τόσο μεγάλες προσωπικότητες του σινεμά.

Β.Κ.: Αμέσως μετά τον Χρυσό Φοίνικα, μου ανοίγουν μία σαμπάνια. Μου δίνουν ένα ποτήρι, αλλά εγώ το μόνο που ήθελα ήταν ένα ποτήρι νερό. Αρχίζω να το κρατάω και δεν ξέρω που να κάτσω. Με βλέπει ο Μάικλ Μουρ, ο οποίος κάθεται σε μια πολυθρόνα και βλέπει τι γίνεται στη σκηνή από μία οθόνη. «Είσαι αγχωμένος» μου λέει, «κάτσε εδώ». Του λέω ότι είμαι πιο πολύ αγχωμένος μετά το βραβείο και μου απαντάει πως είναι λογικό. «Τώρα ξεκινάνε όλα» αρχίζει να μου λέει, «σ’το λέω, γιατί έχω πάρει κι εγώ Χρυσό Φοίνικα. Δεν είσαι Γάλλος, έτσι;» Απαντάω «Όχι, Έλληνας είμαι» και μου λέει πως μιλάω πολύ ωραία γαλλικά. «Έχω ετοιμάσει ένα λόγο και δεν ξέρω γρη γαλλικά. Μπορώ να στον προβάρω;» Έτσι κι έγινε! «Πως σου φάνηκε;» ρωτάει, «Πάρα πολύ καλό» απαντάω. Τον συμβουλεύω ν’ αλλάξει ένα – δυο πραγματάκια, το κάνει, οπότε σκέφτομαι και το πετάω κατευθείαν: «Θες να μου το ξαναδιαβάσεις;» «Αλήθεια το λες;» τινάζεται πάνω ο Μουρ με μια απίστευτη παιδικότητα (γέλια) Όταν εντέλει εκφώνησε τον λόγο του ο Μουρ, με είδε από μακριά και μου έκανε ένα νεύμα του στυλ «Νικήσαμε»!

Ν.Ζ.: Πες κι αυτό με την Κατρίν Ντενέβ…

Β.Κ.: Αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου. Μόλις φεύγει ο Μάικλ Μουρ, συνειδητοποιώ ότι απέναντι μου κάθεται η Κατρίν Ντενέβ. Θεά! Με ένα απίστευτο πράσινο φόρεμα κι ένα πολύ λεπτό τσιγάρο. Αυτή κάπνιζε, ενώ κανονικά δεν επιτρεπόταν το κάπνισμα. Με κοίταζε με ένα βλέμμα της γυναίκας που τα έχει ζήσει όλα!

Κάπως ερωτικά εννοείς;

Β.Κ.: Δεν μπορώ να το πω αυτό, ερωτικό βλέμμα δηλαδή. Νομίζω ότι η Κατρίν Ντενέβ κοιτάζει ερωτικά όλους τους άντρες του κόσμου. Με κοιτάζει, λοιπόν, πολύ βαθιά μεσ’ στα μάτια και σηκώνει ένα ποτήρι σαμπάνιας να μου κάνει «εις υγείαν». Εγώ πάλι τι νά’κανα, υψώνω το ποτήρι με το νερό. Η Ντενέβ το βλέπει, παίρνει ένα ύφος «ok», κατεβάζει τη σαμπάνια και πιάνει κι αυτή ένα ποτήρι νερό. Είναι η ομορφότερη σκηνή που θα κρατήσω από τις Κάννες!

Σας ευχαριστώ πολύ και τους τρεις σας γι’ αυτή τη συνέντευξη. Εύχομαι να ζήσετε κι άλλες τέτοιες στιγμές δόξας κι εσείς κι εμείς μαζί σας. 

Β.Κ.: Εμείς ευχαριστούμε. Βαρεθήκαμε ν’ απαντάμε στις ίδιες και τις ίδιες ερωτήσεις. Αυτή ήταν συνέντευξη με τα όλα της!

* Το «Μπαμ Κεκάτο» που μπήκε τίτλος στη συνέντευξη αυτή, το τσίμπησα από ένα status στο facebook του «φίλου» Κώστα Παπαδόπουλου.

Αναδημοσίευση από /www.koutipandoras.gr