Με την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Διαγωνιστικό Τμήμα των Ταινιών Μικρού Μήκους του 71ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λοκάρνο τον περασμένο Αύγουστο, η ταινία του Βασίλη Κεκάτου «Η σιγή των ψαριών όταν πεθαίνουν» απέσπασε στο φετινό Φεστιβάλ της Δράμας το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας Νοτιoανατολικής Ευρώπης στο Διεθνές Διαγωνιστικό και το Ειδικό Βραβείο «για την ανατρεπτική ιδέα και τη σαρκαστική διάθεση έναντι στο θάνατο», σύμφωνα με το σκεπτικό της επιτροπής στο Εθνικό Πρόγραμμα.
Με αφορμή τις δυο αυτές διακρίσεις ο σκηνοθέτης μιλά στο artplay.gr για την ταινία, αλλά και την κινηματογραφική του καταγωγή , τη «βαθιά αγάπη για τα τοπία και τους ανθρώπους που περνούσαν απ’ τη μεγάλη οθόνη, όταν ακόμα τα πόδια μου δεν έφταναν να ακουμπήσουν στο πάτωμα», όπως λέει.
-Πώς ξεκίνησε η περιπέτεια της κινηματογραφικής σου ζωής.
«Σινεμά έβλεπα από πολύ μικρός λόγω της κινηματογραφικής λέσχης που λειτουργούσε στο νησί μου τους χειμώνες. Δεν υπάρχει τίποτα το θεαματικό στο ξεκίνημα της “περιπέτειας”. Βαθιά αγάπη μόνο για τα τοπία και τους ανθρώπους που περνούσαν απ’ τη μεγάλη οθόνη, όταν ακόμα τα πόδια μου δεν έφταναν να ακουμπήσουν στο πάτωμα».
-Ποιος είναι ο κινηματογράφος που αγαπάς και σε επηρέασε.
«Η συμφορά ήρθε με τον Άγγελο Εξολοθρευτή του Λουίς Μπουνιουέλ. Από εκεί κι ύστερα, πολλοί με συγκίνησαν και ακόμη περισσότεροι με επηρέασαν συνειδητά ή ασυνείδητα. Από τον Καουρισμάκι και τον Παπατάκη, μέχρι τον Μπρεσόν και το Δαμιανό. Θραύσματα από το σινεμά ετερόκλιτων δημιουργών που άτεχνα ή περίτεχνα βρίσκουν τη θέση τους στο ψηφιδωτό που προσπαθώ να φτιάξω»
-Ποιες ιστορίες σε ενδιαφέρουν να αφηγείσαι.
«Παράδοξες ιστορίες που θα μπορούσαν να έχουν συμβεί. Ιστορίες που να πατάνε με το ένα πόδι στο βαθύ ρεαλισμό και με το άλλο να αιθεροβατούν».
-Πώς δημιουργήθηκε το σενάριο και η ταινία «Η σιγή των ψαριών όταν πεθαίνουν».
«Η αφετηρία ήταν μια προσωπική εμπειρία που μπολιάστηκε με λογοτεχνικές επιρροές και απέκτησε μια καινούρια μορφή. Ο θάνατος του παππού μου που κουβαλάω το όνομα του, ο Πεσσόα, ο Καμύ, το μαύρο χιούμορ του τόπου μου».
-Ποια σκηνή αγαπάς περισσότερο και γιατί.
«Η σκηνή που αγαπώ περισσότερο στην ταινία είναι μια που περνάει κάπως φευγαλέα. Μετά την ολονυχτία που έχει γίνει προς τιμήν του, ο Μάκης οδηγάει, έχοντας στο πλάι του τη γυναίκα με την οποία είναι ερωτευμένος. Είναι λίγο πριν σκοτεινιάσει εντελώς. Δε μιλάνε. Απλώς της πιάνει το χέρι και το χαϊδεύει. Αυτή η σκηνή είναι ένα απειροελάχιστο δείγμα της απλότητας στην αφήγηση, στην οποία επιθυμώ κάποια στιγμή να φτάσω».
-Ποιο το επόμενο κινηματογραφικό σου ταξίδι.
«Δεν έχω ιδέα, αλλά σκέφτομαι να το κάνω καβάλα σε μια καμήλα, μιας που θα είναι και η πρωταγωνίστρια της επόμενης μου ταινίας».
Ο Βασίλης Κεκάτος με τη δεύτερη ταινία του «Zero Star Hotel» (2016) κέρδισε στον διαγωνισμό «What’s Next?» του Φεστιβάλ του Sundance που του απένειμε και υποτροφία για το Sundance Institute.
Μάνια Ζούση
Αναδημοσίευση από www.artplay.gr