Νέο τοπίο διαμορφώνεται για τους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα, καθώς επανεκκινούν σταδιακά όλοι οι κλάδοι της οικονομίας, μαζί με τα «βαριά χαρτιά» του τουρισμού και της εστίασης. Οι φόβοι για εκρηκτική και ανεξέλεγκτη άνοδο της ανεργίας ανοίγουν την πόρτα στη γενικευμένη ευελιξία, που με τη σειρά της οδηγεί σε κυμαινόμενο «ψαλίδι» στους μισθούς.
Εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι καλούνται να προσγειωθούν απότομα από την επόμενη Δευτέρα 1η Ιουνίου έως και τον Σεπτέμβριο σε μια καινούργια πραγματικότητα. Μετά την απόλυτη καραντίνα λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, το μείζον ζήτημα του μισθολογικού όπως και οι παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας έρχονται μοιραία στο επίκεντρο της κρίσης, που από υγειονομική μετατρέπεται πλέον καθαρά σε οικονομική. Δεν είναι τυχαίο πως τόσο η κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση σηκώνουν ψηλά τους τόνους στο εργασιακό, καθώς αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα της επόμενης μέρας.
Οι μεν μιλούν για ενίσχυση της εργασίας ως ρεαλιστική απάντηση στα «λουκέτα» που απειλούν όλες τις οικονομίες του κόσμου. Οι δε για στρατηγική διάλυσης της εργασίας και καθαρή επιλογή να πληρώσουν την κρίση οι εργαζόμενοι. Σύμφωνα με όλους τους θεσμικούς φορείς του εσωτερικού και του εξωτερικού, η ανεργία προβλέπεται να φτάσει φέτος ξανά στο «φράγμα» του 20%, αν δεν το ξεπεράσει. Ηδη ο ΟΑΕΔ μέτρησε τον περασμένο Απρίλιο αύξηση των καταγεγραμμένων ανέργων 21,73% και σε απόλυτους αριθμούς 211.526 περισσότερα άτομα στο μητρώο του, έναντι του Απριλίου του 2019. Οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ, της Κομισιόν, του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή αλλά και των κοινωνικών εταίρων κάνουν λόγο για σημαντική αύξηση της ανεργίας, που προβλέπεται να φτάσει από το 19,9% έως και στο εφιαλτικό 26%.
«Τσουνάμι»
Μπροστά στον φόβο για «τσουνάμι» απολύσεων και έκρηξη της ανεργίας, η κυβέρνηση αποφάσισε να δώσει στους εργοδότες για σημαντικό χρονικό διάστημα «εργαλεία» μεγάλης ευελιξίας, ώστε να μειώνουν με χρήση του διευθυντικού τους δικαιώματος, δηλαδή μονομερώς, έως και 50% τον χρόνο εργασίας των υπαλλήλων τους. Ταυτόχρονα νομοθετεί ευρύ πρόγραμμα επιδότησης της απώλειας των μισθών από το κράτος, ως «ανάχωμα» στην ελεύθερη πτώση του εισοδήματος των εργαζομένων. Ο μηχανισμός καλύπτει το 60% και όχι το 100% των απωλειών που θα έχουν οι μισθωτοί λόγω μειωμένου ωραρίου, με αποτέλεσμα να προκύπτει μείωση στους μισθούς για σημαντικό τμήμα των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης που θα ενταχθούν στο μέτρο. Η επιδότηση, δηλαδή, θα καλύπτει το 60% του μισού μισθού που θα χάνεται. Το αντίτιμο θα είναι η προστασία από την απόλυση, καθώς ο εργαζόμενος που θα μπαίνει στον μηχανισμό θα απαγορεύεται να απολυθεί. Επίσης, θα είναι πλήρως ασφαλισμένος, καθώς οι εισφορές του θα υπολογιστούν στον αρχικό μισθό. Το σύνολο των αποδοχών τους στο 100% διασώζουν όσοι εισπράττουν τον κατώτατο μισθό των 650 ευρώ, ενώ μικρές απώλειες θα καταγράψουν όσοι κινούνται κοντά στην ίδια περιοχή. Αυτό συμβαίνει καθώς ο κατώτατος μισθός λειτουργεί ως ελάχιστο δίχτυ προστασίας.
Αν η καθαρή αμοιβή μετά την αθροιστική συμμετοχή κράτους και εργοδότη υπολείπεται του κατώτατου μισθού, η διαφορά θα καλύπτεται από το κράτος εξ ολοκλήρου. Για παράδειγμα, η απώλεια κινείται κοντά στο 7,5% για μεικτούς μισθούς της τάξης των 700 ευρώ. Μεγαλύτερες είναι, ωστόσο, οι απώλειες όσο αυξάνεται ο μισθός. Το οικονομικό επιτελείο υποστηρίζει πως η μέγιστη μείωση που προκύπτει είναι της τάξης του 16%, καθώς στην εξίσωση μπαίνει η επίδραση των φόρων στα νέα μειωμένα ποσά, ενώ οι ασφαλιστικές εισφορές -εργοδοτικές και εργατικές- υπολογίζονται στο ύψος του ονομαστικού μισθού, ως είχε πριν από τη μείωση. Ειδικοί εκτιμούν πως στο καθαρό ποσό η μείωση δεν αποκλείεται να φτάνει και στο 20%.
Κατά το υπουργείο Εργασίας, το ποσοστό αναπλήρωσης του εισοδήματος μετά την αθροιστική συμμετοχή κράτους και εργοδότη κυμαίνεται από 84% έως 100%. Το 100% προκύπτει κυρίως για τον κατώτατο μισθό, ενώ το 84% για μισθούς της τάξης των 1.200 ευρώ. Για τον εργοδότη η μείωση του μισθολογικού κόστους κυμαίνεται μεσοσταθμικά στο 33%-34%. Οι υπολογισμοί έχουν γίνει με τις νέες εισφορές, καθώς από τον Ιούνιο οι ασφαλιστικές υποχρεώσεις της μισθωτής απασχόλησης μειώνονται κατά 0,90 ποσοστιαίες μονάδες.
Ο εργοδότης, βέβαια, αναλαμβάνει την υποχρέωση να καλύπτει το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών του εργαζομένου ως αρχικά είχαν, χωρίς συμμετοχή του κράτους, η οποία περιορίζεται στην αναπλήρωση της απώλειας του καθαρού μισθού. Η επιλογή της κυβέρνησης να εφαρμόσει ένα εκτεταμένο πρόγραμμα μειωμένου ωραρίου και μισθού με μερική κρατική αναπλήρωση της απώλειας προκαλεί ήδη αντιδράσεις στην αντιπολίτευση και στα συνδικάτα. «Η κυβέρνηση ανακοίνωσε για τους εργαζόμενους και το μέλλον τους τρεις δρόμους: ή θα μειωθούν οι μισθοί τους κατά 20%, ή θα τεθούν σε επιδοτούμενη ανεργία (αναστολή σύμβασης εργασίας), ή θα απολυθούν» τόνισε σε πρόσφατη δήλωσή της η αρμόδια τομεάρχης του ΣΥΡΙΖΑ και πρώην υπουργός Εργασίας, Εφη Αχτσιόγλου, υπογραμμίζοντας πως στο πλαίσιο του νέου μηχανισμού η θέση εργασίας διατηρείται μόνο για τον εργαζόμενο που τίθεται σε εκ περιτροπής απασχόληση. «Για τους εργαζόμενους που δεν θα μπουν σε καθεστώς μειωμένου μισθού οι απολύσεις είναι απελευθερωμένες» παρατήρησε.
Η ΓΣΕΕ
Πρόσφατη εγκύκλιος του υπουργείου Εργασίας διευκρίνισε για το επίμαχο θέμα των απολύσεων πως οι επιχειρήσεις που επαναλειτουργούν μετά το προσωρινό κρατικό «λουκέτο» και εφόσον δεν κάνουν χρήση της παράτασης αναστολών συμβάσεων ούτε του προσωπικού ασφαλούς λειτουργίας εμπίπτουν στις κοινές διατάξεις και συνεπώς μπορούν να προβούν σε απολύσεις. «Το τίμημα για τους εργαζόμενους φαίνεται δυσανάλογο, με τον κίνδυνο μιας κανονικότητας χειρότερης να ελλοχεύει» σχολίασε η ΓΣΕΕ μετά τις κυβερνητικές εξαγγελίες, ζητώντας «να μην πληρώσουν και αυτή την κρίση οι εργαζόμενοι». Από την πλευρά του, ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Γιάννης Βρούτσης, παρουσιάζοντας τα μέτρα, την περασμένη Τετάρτη, είπε πως «δημιουργούμε για πρώτη φορά έναν μηχανισμό οικονομικής ενίσχυσης των εργαζομένων, οι οποίοι θα επιστρέψουν σε ένα εργασιακό περιβάλλον με νέα δεδομένα. Οι νέες συνθήκες ενδεχομένως να επηρεάσουν το ωράριο και κατά συνέπεια το εισόδημα των εργαζομένων. Για αυτό και ως πολιτεία θα αναπληρώσουμε το εισόδημά τους, όπου αυτό καταστεί αναγκαίο». Οπως περιγράφεται από κρατικούς αξιωματούχους, το μεγάλο στοίχημα είναι να δοθούν τα «εργαλεία» στην αγορά που θα συγκρατήσουν τις απολύσεις και την ανεργία, η εκρηκτική άνοδος της οποίας θα μπορούσε να πυροδοτήσει έναν νέο κύκλο ύφεσης.
Στον μηχανισμό «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ», δηλαδή στο μοντέλο «μισή δουλειά – μισός μισθός – μερική αναπλήρωση από το κράτος», που αναμένεται να επικρατήσει σαρωτικά τους επόμενους τέσσερις μήνες στην ελληνική αγορά εργασίας, μπορούν να ενταχθούν όλοι οι υφιστάμενοι εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης. Σύμφωνα με πληροφορίες, αυτό μεταφράζεται σε όλους τους εργαζόμενους με πλήρη απασχόληση την ημέρα ψήφισης του επίμαχου νόμου, που τοποθετείται εντός της ερχόμενης εβδομάδας. Από εκεί και μετά δεν θα επιτρέπεται η μετατροπή της σχέσης εργασίας από μερική σε πλήρη, προκειμένου να λάβει η επιχείρηση το ευεργέτημα της συμμετοχής στον μηχανισμό. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, να μπει «κόφτης» ώστε να εντάσσεται στον μηχανισμό έως και το 50% του προσωπικού μιας επιχείρησης.
Ο τζίρος
Δικαίωμα συμμετοχής θα έχουν όλες οι επιχειρήσεις της χώρας που εμφανίζουν μείωση του τζίρου τους τουλάχιστον 20%, ανεξαρτήτως ΚΑΔ. Η μείωση του τζίρου θα υπολογίζεται με βάση τα στοιχεία των τελευταίων 2-5 μηνών, συγκριτικά με τα στοιχεία των αντίστοιχων μηνών των τριών προηγούμενων ετών. Αυξημένη βαρύτητα θα έχουν τα στοιχεία του 2019. Αναλυτικά, για όσες επιχειρήσεις εφαρμόσουν το μέτρο τον Ιούνιο, θα συγκρίνονται τα στοιχεία Μαρτίου και Απριλίου 2020 με τους αντίστοιχους μήνες του 2019, του 2018 και του 2017.
Αντίστοιχα, για όσες επιχειρήσεις το εφαρμόσουν τον Ιούλιο, θα συγκρίνονται τα στοιχεία Μαρτίου, Απριλίου και Μαΐου κ.ο.κ. Στον μηχανισμό θα εντάσσονται και νέες επιχειρήσεις που λειτουργούν για πρώτη φορά και δεν έχουν καταγράψει έσοδα τους προηγούμενους μήνες, όπως επίσης και εποχικές. Στις εποχικές, μάλιστα, δικαίωμα συμμετοχής θα έχουν όλοι οι εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης που θα προσληφθούν, μέχρι τον αριθμό των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης που διατηρούσαν πέρυσι τον αντίστοιχο μήνα. Ο εργοδότης θα μειώνει τον χρόνο εργασίας του εργαζομένου πλήρους απασχόλησης έως και 50%, αλλά δεν θα μπορεί να μεταβάλει το νομικό καθεστώς της σύμβασης και το είδος της σχέσης εργασίας.
Ενώ δηλαδή ο μισθωτός θα εργάζεται επί της ουσίας με ευέλικτη μορφή εργασίας, θα φαίνεται νομικά ως πλήρως απασχολούμενος. Θα υπάρχει δηλαδή μια «αόρατη» ζώνη εντός της οποίας ο εργαζόμενος θα ασφαλίζεται και θα φαίνεται ότι εργάζεται, ενώ στην πραγματικότητα δεν θα δουλεύει ούτε θα πληρώνεται από τον εργοδότη του, αλλά θα αποζημιώνεται μερικώς από το κράτος.
Επίσης ο εργοδότης δεν μπορεί να τον απολύσει για όσο χρονικό διάστημα βρίσκεται εντός του μηχανισμού και σε καθεστώς μειωμένης απασχόλησης. Το μέτρο θα εφαρμόζεται συνδυαστικά τον Ιούνιο και τον Ιούλιο με τις αναστολές συμβάσεων σε συγκεκριμένους κλάδους, όπως ο τουρισμός, η εστίαση (μόνο τον Ιούνιο), οι μεταφορές, ο πολιτισμός και ο αθλητισμός. Αυτές οι επιχειρήσεις θα μπορούν να διατηρούν στον «πάγο» έως και το 100% των εργαζομένων τους ή θα μπορούν συνδυαστικά να εφαρμόζουν την αναστολή για ένα τμήμα του προσωπικού και τη μείωση ωραρίου για το υπόλοιπο.
Πηγή: ethnos.gr