Ενεργειακή κάρτα και προνομιακή τιμολόγηση είναι δύο από τα βασικά μέτρα που περιλαμβάνει το Σχέδιο Δράσης για την Καταπολέμηση της Ενεργειακής Ενδειας

Ενεργειακή κάρτα και προνομιακή τιμολόγηση είναι δύο από τα βασικά μέτρα που περιλαμβάνει το Σχέδιο Δράσης για την Καταπολέμηση της Ενεργειακής Ενδειας

Αντιμέτωπα με τον επαναλαμβανόμενο χειμερινό εφιάλτη της αδυναμίας να επιτύχουν ικανοποιητικές συνθήκες θέρμανσης του σπιτιού τους θα έρθουν για ακόμα μία φορά περίπου 1 εκατομμύριο νοικοκυριά στην Ελλάδα, τα οποία βρίσκονται σε καθεστώς ενεργειακής ένδειας.

Ύστερα από μια δεκαετία οικονομικής κρίσης και δύο χρόνια πανδημίας, οι μεγάλες αυξήσεις στο ρεύμα απειλούν να υποβιβάσουν και άλλα νοικοκυριά μετατρέποντάς τα από ευάλωτα σε ενεργειακά φτωχά.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Σχεδίου Δράσης για την Καταπολέμηση της Ενεργειακής Ενδειας 2021 – 2020, το ποσοστό των πληττόμενων νοικοκυριών στην Ελλάδα έφτανε το 11,2% το 2019. Στόχος του Σχεδίου είναι το ποσοστό αυτό να μειωθεί στο 7% το 2025 (περίπου 286 χιλιάδες νοικοκυριά) και σε 3% το έτος 2030 (περίπου 143 χιλιάδες νοικοκυριά).

Ενεργειακή φτώχεια και θάνατοι στην Ελλάδα

Στα χρόνια της κρίσης είχε εκτιμηθεί ερευνητικά ότι ποσοστό 2,8 – 6% των θανάτων που καταγράφονται σε ετήσια βάση στην Ελλάδα συσχετίζονται με τον παράγοντα ενεργειακή φτώχεια. Παρόλο που εκείνη η κρίση παρήλθε, το πρόβλημα κάθε άλλο παρά εξαλείφθηκε, ενώ η πανδημία του κορονοϊού Covid-19 αναμένεται να επιφέρει νέα έξαρση του φαινομένου.

Η προνομιακή τιμολόγηση της ηλεκτρικής ενέργειας και η παροχή ενεργειακής κάρτας για την κατανάλωση συγκεκριμένης ποσότητας ενεργειακών προιόντων που θα εξασφαλίζουν τις ελάχιστες συνθήκες θερμικής άνεσης σε ευάλωτα νοικοκυριά είναι δύο από τα βασικά μέτρα που υιοθετεί το Σχέδιο, το οποίο υπέγραψε αυτές τις μέρες ο υπουργός ΠεριβάλλοντοςΚώστας Σκρέκας. Ωστόσο εκτιμάται ότι το καθένα από αυτά θα αφορά περίπου 100.000 νοικοκυριά που βιώνουν ακραίες συνθήκες.

Κι αυτό την ώρα που η Ελλάδα αντιμετωπίζει σοβαρότατο πρόβλημα ενεργειακής φτώχειας κατέχοντας τη 2η θέση στην Ευρωπαική Ενωση μετά τη Βουλγαρία χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι η ενεργειακή ένδεια είναι απούσα από τις υπόλοιπες χώρες. Αντιθέτως, σύμφωνα με τις έρευνες του δικτύου για την ενεργειακή φτώχεια, περίπου 80 εκατομμύρια νοικοκυριά σε όλη την Ευρώπη πάλευαν να κρατήσουν το σπίτι τους ζεστό ακόμα και πριν την πανδημία. Η φετινή αύξηση των τιμών αναμένεται να θέσει σε κίνδυνο ακόμα περισσότερα την ώρα που ήδη οι ετήσιες διακοπές ρεύματος στην ήπειρό μας ξεπερνούσαν ήδη τα 7 εκατομμύρια νοικοκυριά.

Αυξήθηκαν οι καταγγελίες

Δεν είναι τυχαίο ότι οι καταγγελίες καταναλωτών στον τομέα της ενέργειας που λαμβάνει και η ελληνική ΕΚΠΟΙΖΩ αυξήθηκαν ήδη από τις αρχές του έτους και πλέον αποτελούν τη δεύτερη πηγή καταγγελιών μετά τις Τράπεζες.

«Η Ελλάδα πλήττεται ιδιαίτερα από το φαινόμενο της ενεργειακής ένδειας» τονίζει στο «ethnos.gr» ο καθηγητής του ΕΜΠ, Δημήτρης Δαμίγος, ο οποίος το διερευνά εδώ και χρόνια και παρουσίασε πρωτογενή ερευνητικά δεδομένα στο συνέδριο που είχε συνδιοργανώσει το ΕΜΠ με τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Έργου STEP – IN πέρυσι.

«Το παράδοξο είναι ότι οι μεσογειακές χώρες σε σχεση με τις κεντροευρωπαικές ή τις βόρειες πλήττονται περισσότερο, ενώ κάποιος θα πίστευε ότι επειδή το κλίμα είναι πιο ήπιο δε θα είχαμε τέτοιου τύπου ζητήματα. Ωστόσο αυτό που παίζει ρόλο είναι ότι ο ευρωπαικός Νότος μπορεί να είναι πιο ζεστός αλλά είναι και πιο φτωχός και αυτό έχει αντανάκλασή στα αποτελέσματα της ενεργειακής ένδειας».

Σύμφωνα με τον κ. Δαμίγο, το πρόβλημα από την αρχή της κρίσης έως και το 2016 επιδεινωνόταν. Στη συνέχεια όμως οι δείκτες εμφάνισαν κάποια βελτίωση πιθανότατα επειδή ελήφθησαν κάποια μέτρα ενίσχυσης των νοικοκυριών ή για άλλους εξωγενεις λόγους που σχετίζονται π.χ. με το κόστος της ενέργειας.

Φέτος όμως φαίνεται ότι υπάρχει διεθνής αγωνία για την ένταση της ενεργειακής ένδειας: «Το Ηνωμένο Βασίλειο για παράδειγμα που υπήρξε από τους πρωτοπόρους που διερεύνησαν το φαινόμενο εκφράζει φόβους επιδείνωσης της κατάστασης. Από την άλλη, σε μια χώρα όπως η Ελλάδα η ενεργειακή ένδεια θα μπορούσε να μην ενταθεί ιδιαίτερα ακόμα και με το αυξημένο κόστος της ενέργειας εφόσον περνούσαμε ένα σχετικά ήπιο χειμώνα».

Μεγαλύτερο το πρόβλημα σε ορεινές περιοχές

Σίγουρο, πάντως, θεωρείται ότι οι ορεινές περιοχές έχουν μεγαλύτερο πρόβλημα, όπως επίσης και ότι τα περιοριστικά μέτρα των δύο τελευταίων χειμώνων που έκλεισαν τους πολίτες στο σπίτι, άλλαξαν για άλλη μια φορά το δεδομένα προς το δυσμενέστερο.

Σύμφωνα με ευρωπαικό έργο με περιοχή μελέτης το Μέτσοβο που επέβλεπε ο καθηγητής του ΕΜΠ, μέσω ειδικών μετρητών κατανάλωσης και αισθητήρων μέτρησης θερμοκρασίας και υγρασίας που τοποθετήθηκαν σε κατοικίες, προέκυψε ότι σε σπίτια με εισοδηματική άνεση ο κατ΄οίκον περιορισμός είχε ως αποτέλεσμα αυξήσεις ρεύματος έως και 20% σε κάποιες περιπτώσεις και αύξηση θερμοκρασίας 1- 2 βαθμών καθώς δούλευαν περισσότερο τα συστήματα θέρμανσης: «Το ανησυχητικό όμως ήταν ότι στα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος η καταναλωση παρέμεινε η ίδια ή παρατηρήθηκε ελάχιστη αύξηση και η θέρμανση της κατοικίας φάνηκε να μην έχει κάποια διαφοροποιηση. Κι αυτό σημαίνει ότι αυτά τα νοικοκυριά είχαν χειρότερες συνθήκες διαβίωσης από ό,τι πριν» εξηγεί ο κ. Δαμίγος.

Τα γηρασμένα κτίρια, πολλά εκ των οποίων αποτελούν ένα «ενεργειακό σουρωτήρι» είναι μια άλλη αιτία της θερμικής δυσφορίας σε πολλές κατοικίες. Ωστόσο ακόμα και στα προγράμματα ενεργειακής αναβάθμισης που παρέχουν ιδιαίτερα κίνητρα για ευάλωτα νοικοκυριά, είναι αμφίβολο ότι θα μπορέσουν να ενταχθούν ενεργειακά φτωχά νοικοκυριά καλύπτοντας το δικό τους ποσοστό δαπάνης.

Επιπλέον – όπως σημειώνει ο κ. Δαμίγος – έχει καταδειχθεί από διεθνείς έρευνες ότι οι άνθρωποι που βρίσκονται σε καθεστώς ανέχειας βιώνουν συχνά ένα τόσο ακραίο διαρκές στρες ώστε αδυνατούν να λάβουν ακόμα και τις πιο απλές αποφάσεις: «Στη Μάλτα υπήρχε ένα πρόγραμμα ενίσχυσης ευάλωτων νοικοκυριών και κάθε χρόνο διαπίστωναν ότι ένα σημαντικό ποσό, δηλαδή κουπόνια αξίας άνω των 500.000 – 600.000 ευρώ παρέμεναν αδιάθετα. Το πρόβλημα αποδείχτηκε ότι ήταν πως οι δικαιούχοι δεν πήγαιναν καν να τα πάρουν. Ηταν σε τέτοια κατάσταση που δεν είχαν κουράγιο να κάνουν τίποτα. Αυτό που έκαναν τελικά ήταν να χρησιμοποιήσουν τα ίδια κριτήρια, αλλά να εντοπίσουν οι ίδιοι τα πληττόμενα νοικοκυριά και να τους πιστώσουν τα χρήματα σε ένα λογαριασμό» λέει ο κ. Δαμίγος.

Ρόλο ως προς την υποκειμενική αίσθηση του κρύου στο σπίτι, πάντως, φαίνεται να παίζει και η νοοτροπία των πολιτών: «Στα ερευνητικά μας έργα συναντούμε ανθρώπους ικανοποιημένους με μια εσωτερική θερμοκρασία 18,5 – 19 βαθμών και άλλους που παραπονιούνται για τη θερμική άνεση. Ενίοτε είναι και ζήτημα κακής νοοτροπίας του πολίτη που επιμένει να κυκλοφορεί με το φανελάκι και το χειμώνα».

Αναφερόμενος στο Σχέδιο Δράσης και τις προτάσεις του, ο κ. Δαμίγος σημειώνει ότι βρίσκεται σε καλή κατεύθυνση ως αφετηρία και στην πορεία θα μπορέσουν να ληφθούν βελτιωτικά μέτρα.

Τα βασικά μέτρα που προτείνει το Σχέδιο

Πρωταρχικό ρόλο στην αντιμετώπιση του φαινομένου της ενεργειακής ένδειας, θα έχουν τα μέτρα βελτίωσης του σχήματος του κοινωνικού τιμολογίου και συγκεκριμένα μεταξύ άλλων, προβλέπεται:

  • Παροχή προνομιακού τιμολογίου προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας. Το μέτρο θα εφαρμοστεί σε συγκεκριμένα έτη στην περίοδο 2021 – 2030 αναλογα με τις διαμορφωθείσες ακραίες και έκτακτες συνθήκες. Το κόστος της δημόσιας δαπάνης αναμένεται κατ΄ελάχιστο σε 40 εκ. ευρώ το χρόνο και θα αφορά 100.000 πληττόμενα νοικοκυριά.
  • Διάθεση «ενεργειακής κάρτας» σε πληττόμενα νοικοκυριά που θα εξασφαλίζει την παροχή συγκεκριμένων ποσοτήτων ενεργειακών προιόντων σε προνομιακή τιμή. Η κάρτα θα διατεθεί για την κάλυψη των ελάχιστων συνθηκών θερμικής άνεσης των πληττόμενων νοικοκυριών. Το μέτρο μπορεί να ενεργοποιηθεί σε περιπτώσεις εκτάκτων συνθηκών, όπως παρατεταμένη οικονομική ύφεση, περίοδοι με ιδιαίτερα χαμηλές θερμοκρασίες και έντονα καιρικά φαινόμενα, οι οποίες ενδεχομενως να διαφοροποιούνται ανά κλιματική ζώνη. Το κόστος της δημόσιας δαπάνης αναμένεται κατ΄ελάχιστο σε 40 εκ. ευρώ το χρόνο και θα αφορά 100.000 πληττόμενα νοικοκυριά.
  • Πρόβλεψη αυτόματης μετάπτωσης ευάλωτων οικιακών πελατών στο καθεστώς της Καθολικής Υπηρεσίας στην περίπτωση καθυστερήσεων στην αποπληρωμή των λογαριασμών ενέργειας υπό την προυπόθεση ότι καλύπτουν τα προβλεπόμενα κριτήρια καθορισμού των πληττόμενων νοικοκυριών.
  • Καθορισμός ενός ορίου εκλάχιστης καταναλωσης ενεργειακών προιόντων σε ετήσια βάση κάτω από το οποίο απαγορεύεται η αποσύνδεση των πληττόμενων νοικοκυριών.
  • Διευκόλυνση αποπληρωμής και υιοθέτηση ενός ευνοικότερου πλαισίου διακανονισμού των ληξιπρόθεσμων οφειλών σε συγκεκριμένες περιπτώσεις (π.χ. δυνατότητα τμηματικής και άτοκης εξόφλησης βάσει ενός ποσοστού της μηνιαίας δαπάνης των πληττόμενων νοικοκυριών).
  • Περιορισμός κατανάλωσης ενεργειακών προιόντων με καθυστερήσεις στην αποπληρωμή των λογαριασμών μέσω έξυπνων μετρητών που θα δίνουν τη δυνατότητα διαχείρισης και ελέγχου από τον ίδιο τον καταναλωτή. Ο προυπολογισμός της δράσης ανερχεται σε 30 εκ. ευρώ και αφορά 150.000 πληττόμενα νοικοκυριά.
  • Ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων πληττόμενων νοικοκυριων και προώθηση εγκατάστασης σταθμών ΑΠΕ για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών τους. Η δράση προυπολογισμού 1,8 δισ. θα αφορά 120.000 πληττόμενα νοικοκυριά και θα προβλέπει κίνητρα και για ενοικιαζόμενες κατοικίες.

Παράλληλα με τα οικονομικά και κανονιστικά μέτρα, θα σχεδιαστούν και δράσεις ενημέρωσης και εκπαίδευσης.

Αυξάνονται οι καταγγελίες

Για πρωτοφανείς δυσκολίες στην αποπληρωμή λογαριασμών και υποχρεώσεων στο τέλος του μήνα σε πολλά νοικοκυριά κάνει λόγο η Βίκυ Τζέγκα, Νομική Σύμβουλος της Ε.Κ.ΠΟΙ.ΖΩ.

«Η κρίση και η ύφεση που έπληξε την Ελλάδα και που συνεχίζει να επηρεάζει την ελληνική κοινωνία (χαμηλό κατά κεφαλή εισόδημα, χαμηλή παραγωγικότητα, ανεργία) και οι εξελίξεις σε σχέση με την εντεινόμενη εξάπλωση των επιπτώσεων του κορονοϊού (COVID-19), αναμένεται να επιβαρύνουν το οικονομικό κλίμα στην ελληνική οικονομία και ιδιαιτέρως στα ευάλωτα νοικοκυριά» σημειώνει χαρακτηριστικά.

Η Ε.Κ.ΠΟΙ.ΖΩ έχει ήδη διαπιστώσει μέσω καταγγελιών αλλά και ερευνών ότι, οι καταναλωτές αντιμετωπίζουν προβλήματα από την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας, καθ’ ότι όπως λέει η κυρία Τζέγκα, «η εν λόγω αγορά δεν λειτουργεί εύρυθμα και σύννομα προς όφελος τόσο των καταναλωτών, όσο και της ίδιας και το συγκεκριμένο αποτελεί καίριο πρόβλημα ως προς την ολιστική αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας».

Ειδικότερα, στην Ε.Κ.ΠΟΙ.ΖΩ από τις αρχές του έτους οι καταγγελίες στον τομέα της ενέργειας παρουσίασαν σημαντική αύξηση κατατάσσοντας την στη δεύτερη θέση στην καταγραφή των καταγγελιών μετά τις τράπεζες.

«Αξιοσημείωτο είναι ότι το τελευταίο διάστημα ένα υψηλό ποσοστό καταναλωτών καταγγέλλει υπέρογκα ποσά στους λογαριασμούς που καλείται να πληρώσει. Ειδικότερα, τα ποσά αυτά αφορούν είτε επιπρόσθετες χρεώσεις, όπως η Ρήτρα Προσαρμογής με βάση την Οριακή Τιμή Συστήματος (οι εν λόγω αυξήσεις κυμαίνονται από 30 – 170%!), είτε Ρυθμιζόμενες Χρεώσεις (ΥΚΩ, ΕΤΜΕΑΡ). Επιπλέον, οι καταναλωτές διαμαρτύρονται για μη τακτική καταμέτρηση/εκκαθάριση της κατανάλωσης από τον ΔΕΔΔΗΕ, με αποτέλεσμα την έκδοση δυσανάλογων και υπέρογκων λογαριασμών κατανάλωσης που οι καταναλωτές καλούνται να πληρώσουν σε σύντομο χρονικό διάστημα».

Ως απόρροια των ανωτέρω, η Ε.Κ.ΠΟΙ.ΖΩ., έχει ξεκινήσει συστηματικές ενέργειες το τελευταίο διάστημα για “καθαρούς λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος”, οι οποίοι να εμπεριέχουν μόνο χρεώσεις που αφορούν στην κατανάλωση ενέργειας, ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να τους διαβάσει, κατανοήσει και να τους πληρώσει. Σε πρόσφατη έρευνά την άνοιξη του 2021, το 96,3% των ερωτηθέντων απάντησαν ότι, επιθυμούν καθαρούς λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος και πρέπει να περιορίζονται αποκλειστικά και μόνο στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας.

Θύματα και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις

Η ενεργειακή φτώχεια αποτέλεσε έναν από τους παράγοντες επιδείνωσης της θέσης των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων στην Ελλάδα τα προηγούμενα χρόνια, σύμφωνα με τα ευρήματα ποιοτικής και ποσοτικής έρευνας που διενεργήθηκε το 2019 από τον Λεωνίδα Βατικιώτη για λογαριασμό του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ.

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας, αιτία της εμφάνισης και της επιδείνωσης της ενεργειακής φτώχειας ήταν η άνοδος των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος (κατά 28% για τις μεσαίου μεγέθους βιομηχανίες και 177% για τα νοικοκυριά από το 2006 ως το 2017) και η πτώση των εσόδων των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜμΕ). Ως αποτέλεσμα, το 15% των ΜμΕ είχαν καθυστερημένες οφειλές σε λογαριασμούς ενέργειας.

Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι πολλές ΜμΕ καταβάλλουν ακόμη και το 66% του κέρδους τους για ενεργειακό κόστος, κυρίως όσες δραστηριοποιούνται στον κλάδο της εστίασης.

Και δεδομένης της πανδημίας και της αύξησης των τιμολογίων, η κατάσταση θα βαίνει επιδεινούμενη, όπως επισημαίνει ο κ. Βατικιώτης στο «ethnos.gr»: «Συνεχίζουμε να κάνουμε μετρήσεις και παρατηρούμε ότι λόγω της πανδημίας συσσωρεύονται απλήρωτοι λογαριασμοί. Σε μία περίοδο κατά την οποία το εισόδημα έχει μειωθεί, οποιαδήποτε νέα αύξηση θα εντείνει το πρόβλημα δημιουργώντας ένα νέο τμήμα ενεργειακά φτωχών μικρών επιχειρηματιών. Ειδικά ο κλάδος της εστίασης, ο οποίος βίωσε τις περισσότερες επιπτώσεις από τα locdowns είναι ακόμα πιο ευάλωτος».

Με βάση τον ετήσιο τζίρο των επιχειρήσεων προκύπτει ότι όσο πιο μικρή είναι μια επιχείρηση τόσο περισσότερο ενδέεται ενεργειακά. Ενώ για παράδειγμα, με βάση την περιοχή δεν παρατηρήθηκε σημαντική απόκλιση στο πλαίσιο της έρευνας, ήταν ξεκάθαρο ότι η 1 στις 5 επιχειρήσεις με ετήσια έσοδα μέχρι 50.000 ευρώ, είχε απλήρωτους λογαριασμούς, ενώ όσο αυξανόταν ο τζίρος το ποσοστό των επιχειρήσεων που χρωστούσαν μειωνόταν σταθερά.

Την ίδια τάση επιβεβαίωσε κι η κατανομή των απλήρωτων λογαριασμών με βάση τον αριθμό των απασχολουμένων. Στις επιχειρήσεις που δεν απασχολούν προσωπικό παρατηρήθηκε το μεγαλύτερο ποσοστό απλήρωτων λογαριασμών (18,9%).

Πηγή: rthnos.gr