Φέτα – τυριά: «Σβήνουν» τα ΠΟΠ, στροφή στην ιδιωτική ετικέτα

Τα τελευταία χρόνια, η αύξηση του κόστους διαβίωσης έχει οδηγήσει σε άνοδο των εξόδων των καταναλωτών για φέτα ΠΟΠ και ελληνικά τυριά. Ωστόσο, αυτή η αύξηση έχει επιφέρει μείωση της κατανάλωσης και στροφή των καταναλωτών σε προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας (private label – PL), ενώ οι γαλακτοβιομηχανίες εστιάζουν στις εξαγωγές για να ενισχύσουν τον τζίρο και την κερδοφορία τους.

Ενώ πριν λίγα χρόνια η παραγωγή φέτας ΠΟΠ κατευθυνόταν κατά 60% στην εγχώρια αγορά και κατά 40% στις εξαγωγές, αυτή η ισορροπία έχει πλέον ανατραπεί.

Η φέτα ΠΟΠ σήμερα εξάγεται κατά το μεγαλύτερο ποσοστό, περίπου 70%, καθώς οι καταναλωτές, λόγω των αυξημένων τιμών, έχουν στραφεί προς άλλα είδη λευκού τυριού ή έχουν μειώσει τη συνολική κατανάλωση τυριών. Όπως ανέφερε ο Στέλιος Σαράντης, διευθύνων σύμβουλος της Ελληνικά Γαλακτοκομεία, στα εγκαίνια του εργοστασίου χαλουμιού του ομίλου στην Κύπρο, «στην Ελλάδα, η φέτα εξάγεται περισσότερο από όσο καταναλώνεται. Οι Έλληνες κατανάλωναν περίπου 80.000 τόνους φέτας, εκ των οποίων οι 40.000 προορίζονταν για εξαγωγές. Σήμερα, η τάση έχει αντιστραφεί, με τις εξαγωγές να φτάνουν τους 80-90 χιλιάδες τόνους».

Το ίδιο ισχύει και στην Κύπρο. Οι περισσότεροι Κύπριοι καταναλωτές τρώνε εισαγόμενο χαλούμι τύπου grilled cheese, που είναι πιο φτηνό στο ράφι. Το χαλούμι ΠΟΠ που παράγεται στη χώρα κυρίως εξάγεται, σε ποσοστό 97%.

Τα μερίδια της βιομηχανίας στα σούπερ μάρκετ

Για την Ελλάδα, ενδεικτικά είναι τα στοιχεία πρόσφατης μελέτης της Επιτροπής Ανταγωνισμού, που δείχνει ότι από το σύνολο των πωλήσεων φέτας στα σούπερ μάρκετ (244,1 εκατ. ευρώ με αύξηση 13,8% το 2023 και αύξηση 3% στο α’ εξάμηνο του 2024), τα επώνυμα προϊόντα φέτας αποτελούν το 80% του τζίρου, με τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας να ελέγχουν πλέον μερίδιο 20%. Στα σούπερ μάρκετ ο προμηθευτής με το μεγαλύτερο μερίδιο στη φέτα ΠΟΠ (15-20%) είναι ο Συνεταιρισμός Καλαβρύτων, με αποκλειστική συνεργασία με τον Σκλαβενίτη, ενώ ακολουθούν με μερίδια 10%-15% ΟΠΤΙΜΑ και ΔΩΔΩΝΗ και με μικρότερα μερίδια Βαλμάς, Simos Food, Νταμπίζας, Ελληνικά Γαλακτοκομεία, Α.ΒΙ.ΓΑΛ., First Quality, Νικ. Τσατσουλής, Galaktokomiki Tripol, Βιομηχανία Γάλακτος Λέσβου και Καράλης.

Επιπλέον, μελέτη του ΙΕΛΚΑ δείχνει ότι η μέση ετήσια δαπάνη των ελληνικών νοικοκυριών για τυριά υποχώρησε το 2023 κατά 16%, ενώ η πτώση από το 2009 υπολογίζεται σε 3%.

Στροφή στις εξαγωγές

Την ίδια ώρα, οι ελληνικές εξαγωγές φέτας αυξάνονται ετησίως περίπου 6%-7%. Αυτή είναι η εικόνα και για το 2024. Για τον μεγάλο παίκτη της γαλακτοβιομηχανίας, βάσει τζίρου, τον όμιλο Ελληνικά Γαλακτοκομεία (που αναμένεται να προσθέσει το 2024 πάνω από 50 εκατ. ευρώ έσοδα, ξεπερνώντας τα 650 εκατ. ευρώ σε κύκλο εργασιών), καταγράφεται διψήφια αύξηση εξαγωγών.

Όσον αφορά τις τιμές, στην Ελλάδα κινούνται σταθεροποιητικά, με εκτιμήσεις παραγόντων της αγοράς να αναφέρουν προβλέψεις και για ελαφρά μείωση.

Σημειώνεται ότι η τιμή ζώνης κινείται κάτω από 1,5 ευρώ στο πρόβειο γάλα και εκτιμάται ότι θα κινηθεί χαμηλότερα για την τρέχουσα σεζόν κατά μονοψήφιο ποσοστό. Σύμφωνα με στοιχεία και εκτιμήσεις του ομίλου Ελληνικά Γαλακτοκομεία, η τιμή θα κλείσει 4%-5% κάτω από τα σημερινά επίπεδα, γύρω στο 1,40 ευρώ, με αποτέλεσμα αντίστοιχη μείωση και στο τελικό προϊόν στο ράφι.

Εν τω μεταξύ, σύμφωνα με στοιχεία του ΕΛΓΟ-Δήμητρα, για τη μέση τιμή νωπού γάλακτος στο σύνολο της χώρας (Ιούλιος 2024), πρόβειο και γίδινο κινούνται χαμηλότερα από πέρυσι, ενώ αυξήσεις σημειώνονται στο αγελαδινό. Ειδικότερα, το πρόβειο φτάνει στα 1,4440 ευρώ/κιλό, το γίδινο 0,9203 ευρώ/κιλό και το αγελαδινό 0,5194 ευρώ/κιλό. Οι αντίστοιχες μέσες τιμές το 2023 ήταν 1,5542 ευρώ/κιλό στο πρόβειο, 0,9731 ευρώ/κιλό στο γίδινο και 0,4981 ευρώ/κιλό στο αγελαδινό.

Η γαλακτοβιομηχανία αυτήν την περίοδο, που είναι σε εξέλιξη οι διαπραγματεύσεις με τους παραγωγούς, στοχεύει σε εξασφάλιση πρώτης ύλης σε προσιτές τιμές. Σύμφωνα με τον Στέλιο Σαράντη, η τιμή ζώνης του αγελαδινού γάλακτος έχει αυξηθεί δραματικά, περίπου 18% σε ετήσια βάση, τάση που παρατηρείται πανευρωπαϊκά λόγω της μεγάλης ζήτησης χωρίς αντίστοιχη προσφορά. Εν τω μεταξύ, το γεγονός αυτό καθιστά αποτρεπτική -τουλάχιστον για το τρέχον έτος- την εθελοντική μείωση τιμών.

Σημειώνεται ότι η βιομηχανία απολαμβάνει υψηλά περιθώρια κέρδους από τα φυτικά ροφήματα και το γιαούρτι, αντίθετα με αυτά στο τυρί, που παραδοσιακά είναι χαμηλά, όπως και στο φρέσκο γάλα, που έχει πολλά έξοδα. Δίνει έμφαση στις εξαγωγές και ειδικά στις εξαγωγές φέτας και ελληνικού γιαουρτιού.

Η πτώση τιμών δεν έχει βοηθήσει

Όσον αφορά τις τάσεις στην κατανάλωση, θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν προβλέπεται σημαντική διαφοροποίηση από την προβλεπόμενη οριακή μείωση της τιμής της φέτας και άλλων τυροκομικών στο ράφι. Εξάλλου, υπάρχει χάσμα στις τιμές μεταξύ επώνυμων και προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας.

Ας σημειωθεί ότι η πρόσφατη μελέτη της Επιτροπής Ανταγωνισμού για την περίοδο 1/2/2023-30/6/2024 έδειξε ότι η διαφορά τιμής προϊόντων (εκτός vs εντός καλαθιού νοικοκυριού) διαχρονικά αυξάνει για τα επώνυμα προϊόντα, φτάνοντας τα 4,5 ευρώ ενώ, αντίθετα, στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας παρατηρείται σταθερή διαφορά τιμής (εκτός vs εντός καλαθιού), ύψους περίπου 1,50 ευρώ.

Ειδικότερα, στα ζυγιζόμενα προϊόντα εκτός «καλαθιού νοικοκυριού» οι τιμές των επώνυμων προϊόντων κυμάνθηκαν από περίπου 10,4 έως 10,9 ευρώ, ενώ οι τιμές των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας από 9,8 έως 11,1 ευρώ.

Στα ζυγιζόμενα προϊόντα, εντός «καλαθιού νοικοκυριού» οι τιμές των επώνυμων κυμάνθηκαν 8 με 9 ευρώ και οι τιμές των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας μεταξύ 7,2 και 9,4 ευρώ.

Από την άλλη μεριά, στα συσκευασμένα προϊόντα, εκτός «καλαθιού νοικοκυριού» οι τιμές των επώνυμων κυμάνθηκαν περίπου στα 14,7 ευρώ συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, ενώ αρκετά φθηνότερα είναι τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, με τιμές μεταξύ 10,7 και 11,9 ευρώ.

Στα συσκευασμένα προϊόντα, εντός «καλαθιού νοικοκυριού» οι τιμές των επωνύμων προϊόντων και των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας δεν παρουσίασαν αξιοσημείωτη απόκλιση και κυμάνθηκαν στην εξεταζόμενη περίοδο μεταξύ 8,9 και 11,1 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ.