Η προσωρινή κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης σε συγκεκριμένες κατηγορίες φορολογουμένων, αυξάνει το ύψος των δαπανών για αγορές αγαθών και παροχή υπηρεσιών το οποίο θα χρειαστεί να καλύψουν φέτος, με ηλεκτρονικές e-αποδείξεις, χιλιάδες φορολογούμενοι με εισοδήματα από επιχειρηματικές δραστηριότητες, αγροτικές εκμεταλλεύσεις, ακίνητα ή κινητές αξίες.
Η αύξηση αυτή, που επιφέρει την αύξσηη των ηλεκτρονκών δαπανών οφείλεται στην προσωρινή κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για τα εισοδήματα των πηγών από δραστηριότητες του ιδιωτικού τομέα που αποκτώνται εντός του 2020.
Οπως είναι πλέον γνωστό, κάθε φορολογούμενος ο οποίος θα δηλώσει για το έτος 2020 εισοδήματα από επιχειρηματικές δραστηριότητες, αγροτικές εκμεταλλεύσεις, ακίνητα ή κινητές αξίες θα εξαιρεθεί από την εισφορά αλληλεγγύης, κατά την υποβολή της φορολογικής δήλωσης του 2021. Ως εκ τούτου, για κάθε φορολογούμενο αυτής της περίπτωσης, κατά την εκκαθάριση της δήλωσης του 2021, δεν θα αφαιρεθεί κανένα ποσό εισφοράς αλληλεγγύης από το ετήσιο πραγματικό εισόδημά του το οποίο θα ληφθεί υπόψη ως βάση υπολογισμού των δαπανών που απαιτείται να έχει εξοφλήσει το 2020 με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής (με πιστωτικές ή χρεωστικές ή προπληρωμένες κάρτες, μέσω e-banking κ.λπ.), για να γλιτώσει την επιβάρυνση με επιπλέον φόρο 22%.
Δηλαδή, το ποσό των δαπανών που απαιτείται να έχει καλύψει έως το τέλος του τρέχοντος έτους με ηλεκτρονικές πληρωμές κάθε φορολογούμενος αυτής της κατηγορίας, για να αποφύγει την πληρωμή έξτρα φόρου 22%, θα είναι, τελικά, μεγαλύτερο από εκείνο που θα προέκυπτε εάν ίσχυε και εξέπιπτε η εισφορά αλληλεγγύης. Ουσιαστικά, όλα αυτά σημαίνουν ότι κάθε φορολογούμενος με εισοδήματα από επιχειρήσεις, αγροτικές δραστηριότητες, ακίνητα και κινητές αξίες θα πρέπει να καλύψει έως το τέλος του τρέχοντος έτους μεγαλύτερο ποσό δαπανών με ηλεκτρονικές πληρωμές για να αποφύγει τον κίνδυνο απρόβλεπτης επιβάρυνσης με επιπλέον ποσά πληρωτέου φόρου εισοδήματος.
Πιο αναλυτικά σύμφωνα με τον Ελέυθερο Τύπο, με τις διατάξεις του άρθρου 7 του φορολογικού νόμου 4646/2019 προβλέπεται ότι:
1 Κάθε φορολογούμενος με ετήσιες απολαβές προερχόμενες εκ μίας ή περισσοτέρων από τις 5 βασικές πηγές εισοδήματος, δηλαδή από μισθούς, συντάξεις, επιχειρηματική δραστηριότητα, αγροτικές εκμεταλλεύσεις και ενοίκια ακινήτων, θα πρέπει να έχει πραγματοποιήσει κατά το χρονικό διάστημα από την 1η-1-2020 έως την 31η-12-2020 δαπάνες για αγορές αγαθών και παροχή υπηρεσιών συνολικού ύψους έως 30% του ετήσιου ατομικού πραγματικού εισοδήματός του από τις πηγές αυτές. Για να αναγνωριστούν οι δαπάνες αγοράς αγαθών και παροχής υπηρεσιών θα πρέπει να έχουν εξοφληθεί με πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες ή με άλλα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής (προπληρωμένες κάρτες, πληρωμές μέσω e-banking κ.λπ.).
Από το ετήσιο πραγματικό εισόδημα που θα ληφθεί υπ’ όψιν για τον υπολογισμό του απαιτούμενου ποσού δαπανών θα αφαιρούνται η ειδική εισφορά αλληλεγγύης και τυχόν δαπάνες του φορολογούμενου για διατροφή. Τεκμαρτά εισοδήματα προσδιοριζόμενα με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης και απόκτησης περιουσιακών στοιχείων δεν θα ληφθούν υπ’ όψιν.
2 To ποσό των δαπανών που θα ληφθεί υπόψη δεν μπορεί να υπερβεί σε ετήσια βάση τις 20.000 ευρώ. Δηλαδή για όσους φορολογούμενους πραγματοποιήσουν φέτος με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής ποσό δαπανών μεγαλύτερο των 20.000 ευρώ, θα ληφθούν υπόψη μόνο οι 20.000 ευρώ.
3 Για τους περισσότερους φορολογούμενους το ποσό που πρέπει να έχει καλυφθεί με δαπάνες εξοφληθείσες με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής θα αντιστοιχεί στο 30% του ετήσιου πραγματικού εισοδήματος, όπως αυτό διαμορφώνεται μετά την αφαίρεση της αναλογούσας ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης και τυχόν ποσού δαπάνης για διατροφή. Ομως, όσοι φορολογούμενοι βαρύνονται με δαπάνες για πληρωμές φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων και ΕΝΦΙΑ, για τοκοχρεολυτικές δόσεις δανείων και για ενοίκια, οι οποίες υπερβαίνουν αθροιστικά το 60% του ετήσιου πραγματικού εισοδήματος, οφείλουν να καλύψουν ποσοστό 20% του εισοδήματος αυτού με δαπάνες για αγορές αγαθών και παροχή υπηρεσιών εξοφληθείσες με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής. Προϋπόθεση για να ισχύσει αυτό το μειωμένο ποσοστό είναι οι δαπάνες για φόρους, δάνεια και ενοίκια να έχουν εξοφληθεί με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής.
4 Για κάθε φορολογούμενο του οποίου έχει κατασχεθεί ο τραπεζικός λογαριασμός, το ετήσιο ποσό δαπανών που πρέπει να έχει εξοφληθεί με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής περιορίζεται στις 5.000 ευρώ.
5 Σε κάθε περίπτωση φορολογουμένου ο οποίος δεν θα έχει καταφέρει να καλύψει το απαιτούμενο συνολικό ποσό δαπανών, το «ακάλυπτο» ποσό θα φορολογηθεί με 22%. Π.χ. σε περίπτωση που το ετήσιο ατομικό πραγματικό εισόδημα ανέρχεται σε 10.000 ευρώ, το απαιτούμενο ποσό δαπανών έτους 2020 ανέρχεται σε 3.000 ευρώ (30% των 10.000 ευρώ). Αν ο φορολογούμενος που έχει αυτό το εισόδημα πραγματοποιήσει συνολικό ποσό δαπανών 1.000 ευρώ, τότε θα χρεωθεί με επιπλέον φόρο 22% επί της «ακάλυπτης» διαφοράς των 2.000 ευρώ, δηλαδή θα κληθεί να καταβάλει επιπλέον φόρο 440 ευρώ (2.000 ευρώ x 22%).
6 Στις δαπάνες που λαμβάνονται υπόψη για την κάλυψη του απαιτούμενου ποσοστού περιλαμβάνονται τα περισσότερα από τα καθημερινά, μηνιαία και ετήσια έξοδα κάθε νοικοκυριού, όπως οι δαπάνες για αγορές τροφίμων, ποτών, ρούχων, παπουτσιών, κλινοσκεπασμάτων, χαρτικών ειδών, τσιγάρων, ειδών υγιεινής και καθαριότητος, για αγορές ηλεκτρικών, ηλεκτρονικών συσκευών, επίπλων και άλλων διαρκών ειδών οικιακής χρήσης, οι δαπάνες για παντός είδους υπηρεσίες επισκευών, καθώς και τα έξοδα για πληρωμές λογαριασμών ΔΕΚΟ και κοινοχρήστων, για δίδακτρα, ιατρικές επισκέψεις, ιατρικές εξετάσεις, νοσήλια και ασφάλιστρα. Εξαιρούνται οι πληρωμές για ενοίκια, δάνεια, φόρους και τέλη υπέρ του δημοσίου, καθώς και οι δαπάνες για αγορές ακινήτων, αυτοκινήτων, δικύκλων (πλην ποδηλάτων), σκαφών, αεροπλάνων, αεροσκαφών, αποταμιευτικών και επενδυτικών προϊόντων (μετοχών, ομολόγων κ.λπ.).
7 Από την υποχρέωση να καλύψουν έως και το 30% του ετήσιου πραγματικού εισοδήματος με δαπάνες αγοράς αγαθών και παροχής υπηρεσιών εξοφληθείσες με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής εξαιρούνται πλήρως:
α) Φορολογούμενοι 70 ετών και άνω.
β) Ατομα με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω.
γ) Φορολογούμενοι που βρίσκονται σε δικαστική συμπαράσταση.
δ) Φορολογικοί κάτοικοι της Ε.Ε. ή του ΕΟΧ, που υποχρεούνται σε υποβολή δήλωσης στην Ελλάδα.
ε) Δημόσιοι λειτουργοί και δημόσιοι υπάλληλοι που υπηρετούν στην αλλοδαπή, καθώς και φορολογικοί κάτοικοι Ελλάδας που διαβιούν ή εργάζονται στην αλλοδαπή.
στ) Ανήλικοι που υποχρεούνται σε υποβολή δήλωσης φορολογίας εισοδήματος.
ζ) Oι υπηρετούντες την υποχρεωτική στρατιωτική τους θητεία.
η) Φορολογούμενοι που κατοικούν μόνιμα σε χωριά με πληθυσμό έως 500 κατοίκους και σε νησιά με πληθυσμό κάτω των 3.100 κατοίκων, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, εκτός αν πρόκειται για τουριστικούς τόπους.
θ) Οι φορολογούμενοι που είναι δικαιούχοι Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης (ΚΕΑ).
ι) Οι φορολογούμενοι που βρίσκονται σε κατάσταση μακροχρόνιας νοσηλείας (πέραν των 6 μηνών).
ια) Οσοι διαμένουν σε οίκο ευγηρίας και σε ψυχιατρικό κατάστημα.
ιβ) Οι φυλακισμένοι.
Για πρώτη φορά
Οι διατάξεις αυτές, όπως περιγράφηκαν παραπάνω, θα εφαρμοστούν για πρώτη φορά κατά την εκκαθάριση των φορολογικών δηλώσεων που θα υποβληθούν το 2021 για να δηλωθούν τα εισοδήματα του φορολογικού έτους 2020. Οταν ψηφίστηκαν οι διατάξεις αυτές, η κυβέρνηση δεν είχε αποφασίσει να καταργήσει την ειδική εισφορά αλληλεγγύης για τα εισοδήματα του έτους 2020, τα οποία δεν προέρχονται από μισθούς και συντάξεις.
Η απόφαση αυτή ελήφθη πρόσφατα και απομένει απλώς να νομοθετηθεί με επόμενο φορολογικό νομοσχέδιο. Από τη στιγμή όμως που θα ισχύσει η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης για τα εισοδήματα του έτους 2020, τα οποία δεν προέρχονται από μισθούς και συντάξεις, το ετήσιο πραγματικό εισόδημα κάθε φορολογούμενου μη μισθωτού ή μη συνταξιούχου το οποίο θα λαμβάνεται υπόψη (κατά την εκκαθάριση της δήλωσης εισοδήματος του φορολογικού έτους 2020) για να προσδιοριστεί το απαιτούμενο ποσό των δαπανών που θα πρέπει να έχει καλύψει με ηλεκτρονικές πληρωμές εντός του 2020 δεν θα είναι μειωμένο κατά το ποσό της αναλογούσας πληρωτέας ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης.
Μεγαλύτερο ποσό
Συνεπώς, λόγω μη έκπτωσης της εισφοράς αλληλεγγύης, το απαιτούμενο ποσό δαπανών θα είναι τελικά μεγαλύτερο από αυτό που προβλέπει το άρθρο 7 του Ν. 4646/2019. Σε κάθε περίπτωση λοιπόν κατά την οποία ο μη μισθωτός ή μη συνταξιούχος φορολογούμενος θα έχει καλύψει το απαιτούμενο ποσό έχοντας συνυπολογίσει έκπτωση της αναλογούσας ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης θα πέσει έξω και θα βρεθεί αντιμέτωπος με έξτρα χρέωση φόρου εισοδήματος ίση με το 22% της διαφοράς μεταξύ εκτιμώμενου απαιτούμενου ποσού, λόγω συνυπολογισμού της έκπτωσης της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, και πραγματικού απαιτούμενου ποσού δαπανών, το οποίο θα είναι υψηλότερο του εκτιμώμενου, λόγω μηδενικής εισφοράς αλληλεγγύης.
Θα πρέπει, λοιπόν, κάθε φορολογούμενος για τον οποίο ισχύει η κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για το εισόδημα του 2020 να λάβει υπόψη του ότι το ποσό των δαπανών που πρέπει να πραγματοποιήσει φέτος με ηλεκτρονικές πληρωμές είναι μεγαλύτερο από αυτό που αρχικά προέβλεπε γι’ αυτόν η ισχύουσα νομοθεσία.
Ως εκ τούτου θα πρέπει να καλύψει εγκαίρως πριν από τη λήξη του 2020 και το επιπλέον απαιτούμενο ποσό δαπανών που προκύπτει ώστε να μη βρεθεί προ καμίας δυσάρεστης εκπλήξεως το 2021, όταν θα λάβει το εκκαθαριστικό της φορολογικής δήλωσης για το 2020.
Πηγή: dikaiologitika.gr