Την εκτίμησή τους ότι οι περισσότερες ασφαλιστικές εταιρείες θα προχωρήσουν σε αυξήσεις τιμολογίων στα συμβόλαια υγείας που θα υπολείπονται σημαντικά του σχετικού Ενιαίου Δείκτη του ΙΟΒΕ, εκφράζουν στο Euro2day.gr παράγοντες της αγοράς.
Ειδικότερα, ο ΙΟΒΕ ανακοίνωσε χθες την αύξηση του Ενιαίου Δείκτη Υγείας κατά 10,9% για το έτος 2019 κάτι που σημαίνει ότι το κόστος των ασφαλιστικών εταιρειών για τα μακροπρόθεσμα συμβόλαια υγείας αυξήθηκε κατά 10,9% σε σχέση με αυτό του 2018.
Τι σημαίνει αυτό για τα τιμολόγια του κλάδου υγείας;
Πρώτον, τίποτε για όσα συμβόλαια προβλέπουν είτε σταθερό ασφάλιστρο, είτε ασφάλιστρο που μεταβάλλεται με προκαθορισμένο τρόπο και
δεύτερον, στα υπόλοιπα συμβόλαια οι ασφαλιστικές εταιρείες μπορούν να αυξάνουν τα τιμολόγια έως του ποσοστού του συγκεκριμένου δείκτη (δηλαδή έως και κατά 10,9%) χωρίς αιτιολόγηση στον πελάτη. Σε περίπτωση τώρα που οι εταιρείες αποφασίσουν αναπροσαρμογή τιμολογίου άνω του 10,9% τότε θα πρέπει να εξηγούν αναλυτικά στον πελάτη γιατί το έκαναν και να τον ενημερώνουν τουλάχιστον δύο μήνες πριν λήξει το συμβόλαιό του, προκειμένου να καθορίσει τη στάση του.
Ωστόσο, σύμφωνα με εκτιμήσεις κύκλων της αγοράς, οι περισσότερες ασφαλιστικές εταιρείες θα ακολουθήσουν συντηρητική πολιτική, ανεβάζοντας τα τιμολόγια κατά περίπου 5%.
«Δεν νομίζω ότι οι ασφαλιστικές εταιρείες θα επιλέξουν εν μέσω πανδημίας και ύφεσης που οδήγησαν σε οικονομική αφαίμαξη πολλά νοικοκυριά, να προχωρήσουν σε μεγάλες αυξήσεις. Αντιλαμβάνονται ότι κάτι τέτοιο δεν το σηκώνει η αγορά. Άλλωστε, ο κλάδος υγείας αποτελεί πλέον στρατηγική προτεραιότητα για πολλές εταιρείες, οι οποίες βλέπουν μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης μέσα από τη διεύρυνση του πελατολογίου τους», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Προς την ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι απόψεις οικονομικού διευθυντή γνωστής ασφαλιστικής εταιρείας: «Άλλο ο δείκτης του ΙΟΒΕ και άλλο ο ανταγωνισμός. Πιστεύω ότι οι εταιρείες θα προχωρήσουν σε τέτοιες αυξήσεις που αφενός οι πελάτες θα μπορούν να τις αντέξουν και αφ’ ετέρου να μπορούν να τις… ακούσουν στο αυτί τους. Ένα ποσοστό γύρω στο 5% θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί εύλογο».
Από την άλλη πλευρά όμως, οι ίδιοι κύκλοι θεωρούν πως πρέπει να αλλάξουν πολλά πράγματα στο συγκεκριμένο προϊόν, προς όφελος των πελατών. Είναι γνωστό ότι οι ασφαλιστικές εταιρείες διαμαρτύρονται για τα υψηλά νοσήλια με τα οποία τους χρεώνουν οι ιδιωτικοί πάροχοι υγείας, οι οποίοι ωστόσο με τη σειρά τους επικαλούνται το αυξημένο κόστος των νέων θεραπειών. Οι ασφαλιστικές εταιρείες επίσης φοβούνται τις τάσεις συγκέντρωσης στο χώρο της ιδιωτικής υγείας, καλώντας τις κλινικές σε διάλογο για τρόπους τιμολόγησης που θα φέρουν περισσότερους πελάτες προς όφελος και των δύο πλευρών.
Πέραν αυτού, οι ασφαλιστικές εταιρείες επισημαίνουν και την υπέρμετρη φορολόγηση που επιβαρύνει τα τιμολόγια. Για παράδειγμα, ο φόρος επί των ασφαλίστρων στα συμβόλαια υγείας έχει αυξηθεί στο 15% από το 2016 και είναι από τους υψηλότερους στην Ευρώπη. Ταυτόχρονα, οι ασφαλιστικές εταιρείες επιβαρύνονται με το ΦΠΑ των ιδιωτικών κλινικών (24% στις υπηρεσίες και μικρότερος συντελεστής για τα φάρμακα), φόρο τον οποίον δεν μπορούν να εκπέσουν γιατί δεν επιβαρύνουν σχετικά τους πελάτες τους.
Έτσι, δεν είναι τυχαία η πρόταση των φορέων της ασφαλιστικής αγοράς είτε για την άρση των υπαρχόντων αντικινήτρων, είτε για τη θέσπιση φορολογικών κινήτρων στα συμβόλαια των κλάδων ζωής και υγείας.
Πηγή: aftodioikisi.gr