Η συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Mercosur (οικονομική ένωση των χωρών Βραζιλίας, Αργεντινής, Παραγουάης και Ουρουγουάης) φέρνει ένα ισχυρό πλήγμα στο εμβληματικό ελληνικό προϊόν, τη φέτα ΠΟΠ. Η συμφωνία, η οποία περιλαμβάνει ρυθμίσεις για την προστασία γεωγραφικών ενδείξεων, αφήνει τη φέτα εκτεθειμένη σε αθέμιτο ανταγωνισμό, προκαλώντας ανησυχία τόσο στους παραγωγούς όσο και στην ελληνική οικονομία συνολικά.
Η φέτα ΠΟΠ στο στόχαστρο
Η φέτα, ένα προϊόν-σύμβολο της ελληνικής γαστρονομικής παράδοσης, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της εξαγωγικής δραστηριότητας της χώρας. Μόνο το πρώτο επτάμηνο του 2024, οι εξαγωγές φέτας συνεισέφεραν πάνω από 1 δισεκατομμύριο ευρώ στην ελληνική οικονομία. Ωστόσο, η συμφωνία ΕΕ – Mercosur υπονομεύει την αποκλειστικότητα της ονομασίας της, επιτρέποντας τη χρήση του όρου «φέτα» από παραγωγούς των χωρών της Mercosur για επτά χρόνια, υπό την προϋπόθεση ότι θα αναγράφεται η χώρα προέλευσης.
Αυτό σημαίνει ότι τυριά από αγελαδινό γάλα, τα οποία παράγονται σε χώρες όπως η Βραζιλία ή η Αργεντινή, μπορούν να διατίθενται στην αγορά με την ονομασία «φέτα», γεγονός που αλλοιώνει την αυθεντικότητα του προϊόντος και μειώνει τη φήμη του στις διεθνείς αγορές.
Οι αντιδράσεις
Η απόφαση αυτή έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις στην Ελλάδα. Ο Σύνδεσμος Ελληνικής Κτηνοτροφίας (ΣΕΚ) κάνει λόγο για «οικονομική και πολιτιστική καταστροφή», τονίζοντας ότι η συμφωνία ανοίγει τον δρόμο για την εμπορευματοποίηση ενός προϊόντος που αποτελεί σύμβολο της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς. Οι παραγωγοί προειδοποιούν ότι η ρύθμιση υπονομεύει τη βιωσιμότητά τους, καθώς θα βρεθούν αντιμέτωποι με φθηνές απομιμήσεις που δεν πληρούν τις αυστηρές προδιαγραφές του προϊόντος ΠΟΠ.
Επιπτώσεις για την ελληνική οικονομία
Η φέτα δεν είναι το μοναδικό προϊόν που επηρεάζεται. Η συμφωνία ΕΕ – Mercosur επιτρέπει την εισαγωγή φθηνότερων γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων από τις χώρες της Mercosur, τα οποία συχνά παράγονται με χαμηλότερα πρότυπα ποιότητας, υγιεινής και ασφάλειας. Ενδεικτικά, προϊόντα όπως βόειο κρέας, πουλερικά, ζάχαρη και φρούτα θα εισάγονται χωρίς δασμούς, δημιουργώντας αθέμιτο ανταγωνισμό για τους παραγωγούς της ΕΕ.
Επιπλέον, οι χώρες της Mercosur λειτουργούν με χαμηλότερα πρότυπα εργασίας και περιβαλλοντικής προστασίας, γεγονός που τους επιτρέπει να παράγουν με μικρότερο κόστος. Αυτό καθιστά δύσκολο για τους Ευρωπαίους παραγωγούς να ανταγωνιστούν σε ίσους όρους, ενώ παράλληλα δημιουργεί ανησυχίες για την ποιότητα και την ασφάλεια των προϊόντων που καταναλώνουν οι Ευρωπαίοι πολίτες.
Η πολιτική διάσταση
Η απώλεια της αποκλειστικότητας της φέτας εγείρει σοβαρά ερωτήματα για την αποτελεσματικότητα της ΕΕ στην προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων. Η Ελλάδα, ως χώρα που βασίζεται στην αγροτική παραγωγή και τις εξαγωγές προϊόντων υψηλής ποιότητας, βρίσκεται σε δυσμενή θέση. Η συμφωνία φαίνεται να ευνοεί τις μεγάλες αγορές και τις πολυεθνικές εταιρείες, εις βάρος των μικρών παραγωγών και των τοπικών κοινοτήτων.
Πιθανές λύσεις
Οι ελληνικές αρχές καλούνται να αντιδράσουν άμεσα, αναζητώντας τρόπους να περιορίσουν τις αρνητικές συνέπειες της συμφωνίας. Μεταξύ των προτάσεων που έχουν κατατεθεί, περιλαμβάνονται:
- Διπλωματικές πιέσεις για αναθεώρηση της συμφωνίας.
- Ενίσχυση των ελληνικών εξαγωγών μέσω στοχευμένων δράσεων προβολής της αυθεντικής φέτας στις διεθνείς αγορές.
- Νομική προστασία της γεωγραφικής ένδειξης «φέτα» σε παγκόσμιο επίπεδο, μέσω διεθνών οργανισμών όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ).
Απειλείται η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων
Στους κίνδυνους που ελλοχεύουν για την ευρωπαϊκή αγροτική παραγωγή αλλά και τα αγροτικά προϊόντα, που αποτελούν «θησαυρούς» της ελληνικής γης, όπως η φέτα, αναφέρθηκε στον ΟΤ ο πρόεδρος της ΕΘΕΑΣ, Παύλος Σατολιάς και πρόεδρος του Αγροτικού Γαλακτοκομικού Συνεταιρισμού Καλαβρύτων.
Αναφερόμενος στην επταετή ισχύ της συμφωνίας για την παραγωγή και διακίνηση τυριών από τις χώρες της Mercosur, τόνισε ότι «κανονικά θα έπρεπε να υπάρχει μια μεταβατική περίοδο για να προσαρμοστεί η αγορά στα νέα δεδομένα της συμφωνίας. Όχι όμως εφτά χρόνια. Το διάστημα αυτό αποτελεί μια ολόκληρη εμπορική ζωή. Έτσι, μπορεί η ΕΕ να θεωρεί ότι η συμφωνία αυτή κινείται σε σωστή κατεύθυνση σε ότι αφορά την ελεύθερη αγορά και την επισιτιστική επάρκεια, όμως πρέπει να μπουν κανόνες για την προστασία των προϊόντων με γεωγραφική ένδειξη».
«Με την εν λόγω συμφωνία απειλείται η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής και κατ’ επέκταση της ευρωπαϊκής γεωργίας», τόνισε στον ΟΤ ο κ. Σατολιάς, αναφέροντας ότι τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα παράγονται με συγκεκριμένες προδιαγραφές, ενώ οι εισαγωγές από τις χώρες της συμφωνίας θα είναι «ναι μεν φθηνότερες, αλλά χαμηλής ποιότητας ,καθώς δεν πληρούν τις αντίστοιχες φυτοϋγειονομικές πρακτικές, που εφαρμόζονται στην ΕΕ».
«Δεν είναι τυχαίο ότι οι αγρότες σε όλη την ΕΕ διαμαρτύρεται για τις επιπτώσεις που θα έρθουν απ’ αυτή τη συμφωνία. Νιώθουν ότι δεν έχουν αύριο, ότι δεν στηρίζονται. Γι’ αυτό και πρέπει η Ευρώπη να προστατεύσει τους παραγωγούς της και τα προϊόντα της. Το σημαντικότερα απ’ όλα είναι να συνεχίσουμε να έχουμε πρωτογενή τομέα», επισήμανε ο πρόεδρος της ΕΘΕΑΣ.
«Το κρέας που θα εισάγεται απ’ αυτές τις χώρες στην Ευρώπη θα είναι φθηνότερο και αμφιβόλου ποιότητας»
Στον αυτόματο πιλότο η κτηνοτροφία
Η παράμετρος αυτή της συμφωνίας για την ελληνική φέτα ΠΟΠ, έχει φέρει αναστάτωση τόσο στην αγορά, όσο και στους ίδιους τους κτηνοτρόφους, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια μετρούν απανωτά χτυπήματα. Το αυξημένο κόστος παραγωγής, οι χαμηλές τιμές σε γάλα και κρέας, η μείωση των εκμεταλλεύσεων και των κοπαδιών, οι ζωονόσοι, αλλά και τα κρούσματα ελληνοποιήσεων και νοθείας, έχουν φέρει την ελληνική κτηνοτροφία σε δεινή θέση.
Τώρα η εισροή προϊόντων χαμηλού κόστους από τις χώρες της Mercosur θα πιέσει ακόμα περισσότερο τις τιμές για τους παραγωγούς βόειου κρέατος, αλλά και της φέτας και όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει στον ΟΤ ο αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας (ΣΕΚ) Δημήτρης Μόσχος, τα αποτελέσματα αυτής της συμφωνίας τόσο στο βόειο κρέας όσο και στη φέτα θα είναι ορατά το αμέσως επόμενο διάστημα.
«Το κρέας που θα εισάγεται απ’ αυτές τις χώρες στην Ευρώπη θα είναι φθηνότερο και αμφιβόλου ποιότητας, καθώς οι ζωοτροφές που χρησιμοποιούνται εκεί έχουν άλλες φυτοϋγειονομικές προδιαγραφές, πιο χαλαρές. Την ίδια στιγμή σε συνδυασμό με τις ελληνοποιήσεις και με τους ελέγχους που δεν γίνονται, θα δημιουργήσει έναν ανταγωνισμό και θα πιέσει τις τιμές στον παραγωγό ακόμα πιο κάτω», σημειώνει στον ΟΤ ο κ. Μόσχος.
Αυτή την στιγμή, σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο του ΣΕΚ, ήδη υπάρχει μείωση στην τιμή παραγωγού στο αιγοπρόβειο κρέας κατά 1,5 με 2 ευρώ χαμηλότερα από ότι πέρσι, ενώ «το κρέας στο σούπερ μάρκετ όχι μόνο δεν έχει πέσει σε σχέση με πέρσι αλλά είναι και πιο ακριβό. Το ίδιο ισχύει και με την φέτα, στην οποία έχουμε χάσει πάνω από 20 λεπτά/κιλό στο αιγοπρόβειο γάλα σε σχέση με πέρσι, ενώ το κόστος παραγωγής στις ζωοτροφές έχει αυξηθεί και κινείται στα επίπεδα του 2022».
Όλα αυτά σε συνδυασμό με την εφαρμογή της συμφωνίας και στη φέτα, όπως χαρακτηριστικά λέει ο κ. Μόσχος «θα δημιουργήσουν προβλήματα τα οποία θα είναι αρνητικά για τον κλάδο μας, καθώς ήδη καταγράφεται μείωση τόσο των εκμεταλλεύσεων όσο και των παραγόμενων ποσοτήτων».
Αυτό που ζητά ο Σύνδεσμος Ελληνικής Κτηνοτροφίας, πρόταση την οποία έχει ήδη καταθέσει εδώ και 1,5 χρόνο στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, είναι να δημιουργηθεί μια επιτροπή για την κτηνοτροφία, με τη συμμετοχή και των κτηνοτρόφων, ώστε όλοι από κοινού να συμβάλλουν στην ανάπτυξη της ελληνικής κτηνοτροφίας. «Δυστυχώς απ’ ότι βλέπουμε το ΥπΑΑΤ δεν θέλει να δημιουργηθεί αυτή η επιτροπή. Αν ο κλάδος δεν ενισχυθεί και δεν αναπτυχθεί, τότε η οικονομική καταστροφή μας είναι βέβαιη», επισημαίνει.
Μάθετε τα πάντα για ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ – ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ – ΔΥΠΑ – ΟΠΕΚΑ – ΟΑΕΔ – ΕΦΚΑ εδώ