ΑΤΜ τράπεζες: Την πώληση από κοινού ή κάθε μια χωριστά των off-site ΑΤΜs που διαθέτουν στη χώρα, εξετάζουν συστημικές και μη τράπεζες , ώστε να μειώσουν περαιτέρω τα λειτουργικά τους έξοδα.
Η κίνηση αυτή, με μια υποτιθέμενη μείωση τέτοιου είδους ΑΤΜ, τα οποία βρίσκονται σε καίρια σημεία, όπως νοσοκομεία, τείνει να δημιουργήσει προβλήματα στους πελάτες τους , καθώς αυτά κρίνονται ιδιαιτέρως απαραίτητα για τις συναλλαγές τους.
Τις επιλογές τους γύρω από την «αξιοποίηση» των off-site ATMs, των μηχανημάτων αυτόματων συναλλαγών, δηλαδή, που λειτουργούν εκτός τραπεζικών καταστημάτων, μελετούν οι τράπεζες, οι οποίες τα τελευταία χρόνια βρίσκονται σε μία διαρκή αναζήτηση εξεύρεσης τρόπων για την περαιτέρω μείωση του λειτουργικού τους κόστους.
Πρόκειται για περισσότερα από 3.350 ATMs που είναι τοποθετημένα σε διάφορα σημεία – από πολυκαταστήματα και σούπερ μάρκετ μέχρι νοσοκομεία και απομακρυσμένες περιοχές ανά την Ελλάδα, καλύπτοντας τις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας – τα οποία, λαμβάνοντας υπόψη και τις χαμηλές χρεώσεις επί των συναλλαγών, αποδεικνύονται εξαιρετικά κοστοβόρα για τις τράπεζες.
ΑΤΜ τράπεζες: Τα νέα δεδομένα
Όπως εξηγούν στο newmoney αρμόδιες πηγές, μολονότι οι όποιες συζητήσεις βρίσκονται σε πολύ πρώιμο στάδιο, μιας και πρόκειται για μία μάλλον σύνθετη διαδικασία, εντούτοις οι τράπεζες – συστημικές, αλλά και μικρότερες – βολιδοσκοπούν το ενδεχόμενο της πώλησης είτε κατά μόνας είτε από κοινού.
«Η κάθε τράπεζα έχει τη στρατηγική της. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει πως δεν θα μπορούσε να ληφθεί μία συλλογική απόφαση, για την αξιοποίηση των συγκεκριμένων μηχανημάτων από σύσσωμο το χρηματοπιστωτικό σύστημα»,
σημειώνουν χαρακτηριστικά, αφήνοντας να εννοηθεί πως μία τέτοια κίνηση θα μπορούσε – στο βαθμό που αυτό είναι εφικτό – να δεσμεύσει τους υποψήφιους επενδυτές αφενός, για τη συνέχιση της λειτουργίας των ATMs και δη, σε σημεία που εξυπηρετούν συγκεκριμένες ανάγκες των πολιτών και αφετέρου, για τη συγκράτηση των τιμών.
Ως προς τη διαδικασία, αυτή θα μπορούσε να προσομοιάζει με εκείνη που ακολουθήθηκε στην περίπτωση της πώλησης του τομέα του acquiring των καρτών, δηλαδή, με εισφορά του δικτύου σε νέα εταιρεία και τη διατήρηση ενός ποσοστού από τις τράπεζες.
ΑΤΜ τράπεζες: Ο «χάρτης» των off-site ATMs
Με βάση τα στοιχεία της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (ΕΕΤ), συνολικά το δίκτυο των off site ΑΤΜs αριθμούσε στα τέλη του 2021 3.353 σημεία έναντι 2.575 μηχανημάτων εντός τραπεζών και συγκεκριμένα:
1.206 από την Τράπεζα Πειραιώς (293 στον Νομό Αττικής, 86 στον Νομό Θεσσαλονίκης και 827 στην υπόλοιπη Επικράτεια).
826 από την Εθνική Τράπεζα (341 στον Νομό Αττικής, 61 στον Νομό Θεσσαλονίκης και 424 στην υπόλοιπη Επικράτεια).
670 από την Alpha Bank (239 στον Νομό Αττικής, 53 στον Νομό Θεσσαλονίκης και 378 στην υπόλοιπη Επικράτεια).
577 από τη Eurobank (176 στον Νομό Αττικής, 35 στον Νομό Θεσσαλονίκης και 366 στην υπόλοιπη Επικράτεια).
20 από την Attica Bank (οκτώ στον Νομό Αττικής, τρία στον Νομό Θεσσαλονίκης και εννέα στην υπόλοιπη Επικράτεια).
14 από την Παγκρήτια Τράπεζα ανά την Επικράτεια.
ΑΤΜ τράπεζες: Επτά από την HSBC στον Νομό Αττικής.
10 από την Optima Bank (πέντε στον Νομό Αττικής και πέντε στην υπόλοιπη Επικράτεια).
23 από τις Συνεταιριστικές Τράπεζες ανά την Επικράτεια.
Όπως προκύπτει και από τον πίνακα, τη μερίδα του λέοντος των off site ΑΤΜs κατέχουν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες, λειτουργώντας σήμερα 3.279 μηχανήματα έναντι 2.738 πριν από μία πενταετία (1.127 από Πειραιώς, 670 από ΕΤΕ, 489 από Alpha Bank και 452 από Eurobank).
Σύμφωνα με την Ομοσπονδία Τραπεζοϋπαλληλικών Οργανώσεων Ελλάδας (ΟΤΟΕ), πάντως, από το 2010 ο συνολικός αριθμός των ATMs έχει μειωθεί κατά 33,3%, ενώ πλέον αντιστοιχούν 63,87 μηχανήματα ανά 100.000 κατοίκους έναντι 80,43 την αρχή της οικονομικής κρίσης (μείωση 20,6%), όταν στην Ευρωζώνη το επίμαχο στοιχείο διαμορφώνεται σε 105,2.
Η Γερμανία κλείνει όλα τα ΑΤΜ με τη δύση του ηλίου
Οι Γερμανοί δεν θα είναι πια σε θέση να σηκώνουν χρήματα από τα μηχανήματα αυτόματης ανάληψης των τραπεζών κατά τη διάρκεια της νύχτας, καθώς ένα μπαράζ βομβιστικών επιθέσεων κατά ΑΤΜ, ανάγκασε τις αρχές να αποφασίσουν τη διακοπή της λειτουργίας τους.
Ο αριθμός των επιθέσεων με εκρηκτικά κατά ΑΤΜ αυξήθηκε το 2022 κατά 125% σε σχέση με το 2020, σε 250 και οι Γερμανοί αξιωματούχοι δήλωσαν χθες Τρίτη ότι η αυξητική τάση μάλλον συνεχίστηκε και φέτος.
Οι ληστές τραπεζών χρησιμοποιούν περισσότερα στέρεα εκρηκτικά για να ανοίξουν τα ΑΤΜ παρά αέριο. ΑΤΜ τράπεζες.
«Η δραματική αύξηση στις επιθέσεις αυτές που γίνονται συχνά με επικίνδυνα εκρηκτικά, απειλούν τη ζωή αθώων πολιτών », ανέφερε η υπουργός Εσωτερικών, Νάνσι Φέζερ, μετά από συνομιλίες με τραπεζικούς, ασφαλιστικούς και αστυνομικούς κύκλους. Πρόσθεσε ότι οι επιθέσεις μπορούν να σταματήσουν μόνο με μια σειρά αποτελεσματικών μέτρων και σε εθνική κλίμακα.
Οι τράπεζες θα θέσουν σε λειτουργία πρόσθετες κάμερες ασφαλείας και μέτρα κατά επίδοξων εισβολέων, όπως συστήματα ομίχλης από τις 11 μμ έως και τις 6 πμ. Επίσης μειώνεται η ποσότητα χρημάτων που θα αποθηκεύονται στα ΑΤΜ.
Έρχονται μηνιαίες χρεώσεις για συναλλαγές
Τι μας χρεώνουν οι τράπεζες αυτή την στιγμή αλλά και τα νέα πακέτα που έρχονται για συναλλαγές και υπηρεσίες
Η συζήτηση για την υιοθέτηση από τις ελληνικές τράπεζες του ευρωπαϊκού μοντέλου, αναφορικά με τις ηλεκτρονικές συναλλαγές και τον τρόπο χρέωσης των υπηρεσιών, έχει ανοίξει λόγω του έντονου ανταγωνισμού που δέχονται από τις λεγόμενες ψηφιακές τράπεζες ή ακόμα και εμπορικούς παρόχους, που λανσάρουν εφαρμογές, μέσω των οποίων μπορεί ο χρήστης να ανοίξει λογαριασμό και να κάνει μεταφορές με άλλους κατόχους της εφαρμογής, σε συνδυασμό με κάποιες άλλες συναλλαγές σε προσιτό κόστος.
Το ευρωπαϊκό μοντέλο προβλέπει τη μηνιαία επιβάρυνση ενός λογαριασμού με ένα ποσό π.χ. 2 ή 10 ευρώ, αλλά δίνει τη δυνατότητα σημαντικών πακέτων συναλλαγών ή απεριόριστων κινήσεων, δωρεάν χορήγηση χρεωστικής κάρτας και προνόμια εκπτώσεων, ανάλογα με το προφίλ και το πακέτο κάθε καταθέτη.
Στην πράξη, το μοντέλο αυτό προσφέρει δωρεάν την υπηρεσία μεταφοράς πίστωσης από λογαριασμό μιας τράπεζας σε άλλη εντός της ίδιας χώρας (εφόσον πρόκειται για μεταφορά εντός Ευρωζώνης), προάγοντας έτσι στην πράξη τις ηλεκτρονικές συναλλαγές.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ξένης τράπεζας αποτελεί η Deutsche Bank, που -με βάση το τιμολόγιο που έχει αναρτήσει στην ιστοσελίδα της- εισπράττει από 6,9 έως 13,9 ευρώ ανά λογαριασμό ως έξοδα διαχείρισης (με εξαίρεση τος λογαριασμούς νέων που δεν επιβαρύνονται) και προσφέρει δωρεάν από 1 έως 2 χρεωστικές κάρτες, αλλά και έως 2 πιστωτικές κάρτες στην περίπτωση των 13,9 ευρώ.
Οι άμεσες πληρωμές από ιδιώτες χρεώνονται με 60 λεπτά και 35 λεπτά για τους εμπόρους, ενώ τα εισερχόμενα εμβάσματα είναι δωρεάν για τους ιδιώτες πελάτες της τράπεζας. Η γερμανική τράπεζα χρεώνει την ανάληψη μετρητών με κάρτες εκτός Γερμανίας, αλλά εντός Ε.Ε., όπως δηλαδή οι ελληνικές τράπεζες, αλλά δεν χρεώνει την αντικατάσταση της κάρτα της.
Ειδικότερα όπως αναφέρει η εφημερίδα «Καθημερινή»:
Τι μας χρεώνουν τελικά οι τράπεζες
Πριν από αρκετά χρόνια όταν οι ηλεκτρονικές συναλλαγές δεν ήταν ακόμη καθημερινή πρακτική, οι τράπεζες χρέωναν προμήθεια όχι μόνο για να στείλεις χρήματα σε μια άλλη τράπεζα, αλλά και για να λάβεις. Ηταν το λεγόμενο εισερχόμενο έμβασμα και το σκεπτικό πίσω από αυτήν τη χρέωση ήταν απλοϊκό. Οταν λαμβάνει κανείς χρήματα έχει κάθε λόγο να είναι χαρούμενος και μέσα στην ευφορία του δεν θα διαμαρτυρηθεί για τη διπλή χρέωση.
Η απλοϊκή και κυρίως απαρχαιωμένη αυτή πρακτική δεν έχει αλλάξει παρόλο που ζούμε στην εποχή των ψηφιακών συναλλαγών. ΑΤΜ τράπεζες.
Ετσι οι ελληνικές τράπεζες διατηρούν ακόμη και σήμερα σε υψηλά επίπεδα την προμήθεια όχι μόνο για το εξερχόμενο αλλά και για το εισερχόμενο έμβασμα, ενώ την ίδια λογική έχουν καθιερώσει και στις άμεσες μεταφορές πίστωσης, δηλαδή τη μεταφορά χρημάτων σε μερικά δευτερόλεπτα (instant payment) που αποτελεί την πιο σύγχρονη τραπεζική συναλλαγή.
Η μέση προμήθεια στην πρώτη περίπτωση έχει υπολογιστεί ότι διαμορφώνεται στα 3 ευρώ περίπου ανάλογα με την τιμολογιακή πολιτική κάθε τράπεζας και η συναλλαγή εκτελείται από 1 έως και 3 ημέρες, ενώ μεταξύ 4-5 ευρώ είναι η προμήθεια για τις άμεσες πληρωμές, δηλαδή για την ταχεία μεταφορά χρημάτων, η οποία είναι σχεδόν δωρεάν στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
Η διαφορά
Η διαφορά στην τιμολόγηση που χωρίζει τις άμεσες πληρωμές από τα εμβάσματα είναι και η αιτία παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που δρομολογεί την ψήφιση κανονισμού με στόχο την ενοποίηση στις τιμές δύο τύπων πληρωμών, προκειμένου οι άμεσες πληρωμές να γίνουν προσιτός τρόπος συναλλαγής για όλους τους Ευρωπαίους πολίτες.
Η χρέωση για τη μεταφορά από τον λογαριασμό μιας τράπεζας σε έναν άλλο λογαριασμό άλλης τράπεζας εντός της ίδιας χώρας αλλά και σε τράπεζα της Ευρωζώνης, δεν είναι η μόνη χρέωση που εφαρμόζουν οι ελληνικές τράπεζες.
Αποτελεί όμως την πιο διαδεδομένη και προσοδοφόρο μορφή από την οποία οι τράπεζες αντλούν ένα σημαντικό μέρος των εσόδων τους από προμήθειες τα τελευταία δύο χρόνια με την άνθηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών. ΑΤΜ τράπεζες.
Στην περίπτωση της μεταφοράς πίστωσης μέσω άμεσης πληρωμής, δηλαδή σε μερικά δευτερόλεπτα, το κόστος είναι μεταξύ 2-2,5 ευρώ, αλλά δεν εξαντλείται εκεί, αφού σε αυτό πρέπει να προστεθεί και η χρέωση της τράπεζας αποδέκτη των χρημάτων.
Η προμήθεια των 2,5 ευρώ επιβάλλεται από το 1ο ευρώ έως τα 12.500 ευρώ και είναι φιξ, ανεξάρτητα εάν δηλαδή κάποιος στείλει 50 ή 100 ευρώ ή στείλει το ανώτερο ποσό των 12.500 ευρώ.
Ανάληψη από ATM
Χρεώσεις ισχύουν και για συναλλαγές όπως η ανάληψη μετρητών σε ΑΤΜ άλλης τράπεζας που επιβαρύνεται κοντά στα 2,5 ευρώ, η πληρωμή λογαριασμών ενέργειας ή τηλεφωνίας που επιβαρύνεται με 30-40 λεπτά, η ανανέωση της χρεωστικής κάρτας κάθε φορά που λήγει και η οποία επιβαρύνεται με 5 ή 6 ευρώ, ενώ η συνδρομή της πιστωτικής κάρτας έχει επανέλθει ως κόστος και ξεκινάει από 25 ευρώ φθάνοντας έως και τα 100 ευρώ εάν πρόκειται για κάρτα με αυξημένα προνόμια.
Στις συναλλαγές με χώρες του εξωτερικού η πιο διαδεδομένη και ακριβή συναλλαγή είναι η αποστολή χρημάτων σε τράπεζα εκτός Ευρωζώνης, συνήθως τη Μεγάλη Βρετανία, που επιβαρύνεται με κόστος μετατροπής συναλλάγματος, αλλά και προμήθεια συναλλάγματος.
Το κόστος μετατροπής συναλλάγματος διαμορφώνεται στο 2% περίπου του ποσού που μεταφέρεται, ενώ η προμήθεια συναλλάγματος διαμορφώνεται στο 1 τοις χιλίοις του ποσού, με ελάχιστο όμως τα 5 ευρώ και μέγιστο τα 30 ευρώ, καθιστώντας την αποστολή χρημάτων ιδιαίτερα δαπανηρή υπόθεση για γονείς και επαγγελματίες που συναλλάσσονται με χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία.
Το υψηλό κόστος για την αποστολή χρημάτων στο εξωτερικό ερμηνεύει και την ταχεία ανάπτυξη των λεγόμενων ψηφιακών τραπεζών τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, όπως η λιθουανική Revolute και η γερμανική N26, που αυξάνουν συνεχώς το πελατολόγιό τους στη χώρα μας και όχι τυχαία, καθώς προσφέρουν χαμηλές χρεώσεις στις συναλλαγές με το εξωτερικό.
Η στρέβλωση
Οι χρεώσεις που ισχύουν για τη μεταφορά χρημάτων από μια τράπεζα σε άλλη είναι και ο λόγος για τον οποίο οι ελληνικές επιχειρήσεις διατηρούν συνήθως τέσσερις διαφορετικούς λογαριασμούς, δηλαδή και στις τέσσερις συστημικές τράπεζες προκειμένου να μπορούν έτσι να πληρώνουν προμηθευτές και να δέχονται χρήματα ανέξοδα.
Το ίδιο όταν είναι εφικτό κάνουν και οι ιδιώτες, που διατηρούν κατά μέσο όρο λογαριασμούς σε δύο τουλάχιστον τράπεζες ή μέσω συνδικαιούχων σε περισσότερες των δύο, σε μια προσπάθεια να μεταφέρουν χρήματα ανέξοδα είτε για να πληρώσουν το ενοίκιό τους στον εκμισθωτή είτε για να στείλουν χρήματα σε κάποιον τρίτο.
Αντίστοιχα, όσοι πληρώνουν π.χ. τον λογαριασμό του ρεύματος ηλεκτρονικά, επιλέγουν να συνδέσουν την αποπληρωμή στην πιστωτική τους κάρτα, που η χρέωση είναι χωρίς κόστος για τον πελάτη αντί της χρέωσης του λογαριασμού που έχει μικρό, αλλά αθροίζει ένα υπολογίσιμο κόστος για κάποιον που κάνει όλες τις συναλλαγές του ηλεκτρονικά.
Η τάση τού να διατηρεί κάποιος δύο, τρεις ή ακόμα τέσσερις κάποιες φορές λογαριασμούς συνιστά μια στρέβλωση, αλλά και ένα πρόσθετο κόστος για τις τράπεζες, που διαχειρίζονται πάνω από 20 εκατ. λογαριασμούς στη χώρα, πολλοί από τους οποίους είναι ανενεργοί για μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ άλλοι παρουσιάζουν ελάχιστη συναλλακτική κίνηση.
Εκτίναξη εσόδων λόγω πανδημίας
Στον δημόσιο διάλογο που αναπτύσσεται για το ύψος των τραπεζικών χρεώσεων στη χώρα μας, οι ελληνικές τράπεζες αντιτείνουν ότι τα έσοδα από προμήθειες είναι χαμηλά σε σχέση με τα αντίστοιχα έσοδα που έχουν οι ευρωπαϊκές τράπεζες ως ποσοστό των συνολικών εσόδων τους.
Η θέση αυτή επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία της ΕΚΤ, με βάση τα οποία τα έσοδα από προμήθειες των ελληνικών τραπεζών αντιπροσωπεύουν το 24,13% των συνολικών οργανικών εσόδων τους, ποσοστό ωστόσο σημαντικά αυξημένο από το 15% που ίσχυε το 2019.
Η άποψη αυτή υποβαθμίζει το γεγονός ότι τα έσοδα από προμήθειες των ευρωπαϊκών τραπεζών στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό σε υπηρεσίες διαχείρισης περιουσίας, διάθεσης ασφαλιστικών προϊόντων και φυσικά στη διαχείριση των λογαριασμών μέσα από την ενιαία τιμολόγηση για μια σειρά από υπηρεσίες, σε αντίθεση με τις ελληνικές τράπεζες που αντλούν έσοδα κυρίως από απλές συναλλαγές.
Το βασικό πρόβλημα παραμένει ο κατακερματισμός των συναλλαγών και η χρέωση για καθεμία διαφορετική συναλλαγή, που επιβαρύνει έτσι τους λίγους, αυτούς δηλαδή που πραγματοποιούν ηλεκτρονικές συναλλαγές μέσω Internet ή mobile banking.
Σε κάθε περίπτωση, τα καθαρά έσοδα από προμήθειες των τεσσάρων συστημικών τραπεζών –στα οποία περιλαμβάνονται και οι προμήθειες των συναλλαγών– αυξάνονται σταθερά τα τρία τελευταία χρόνια και σύμφωνα με τα τελευταία δημοσιευμένα στοιχεία της ΕΚΤ, από τα 525 εκατ. ευρώ το β΄ τρίμηνο του 2016, ανήλθαν στα 552 εκατ. ευρώ το β΄ τρίμηνο του 2019, αλλά εκτινάχθηκαν στα 797 εκατ. ευρώ το β΄ τρίμηνο του 2022.
Βασική αιτία ήταν η εκτόξευση των πληρωμών και των μεταφορών ποσών μέσω Internet και mobile banking κατά τη διάρκεια της πανδημίας. ΑΤΜ τράπεζες.
Πηγή: newsme.gr