Η Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Νίκη Κεραμέως, παρουσίασε σήμερα τον νέο μηχανισμό διαμόρφωσης του κατώτατου μισθού που θα τεθεί σε ισχύ από το 2028, κατά τη διάρκεια συνέντευξης τύπου. Στην παρουσίαση συμμετείχε επίσης ο Γενικός Γραμματέας Εργασιακών Σχέσεων, Νίκος Μηλαπίδης.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, η κυρία Κεραμέως ρωτήθηκε αν τα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα θα επανέλθουν και για τον δημόσιο τομέα, όπως ισχύει στον ιδιωτικό. Ωστόσο, δεν έδωσε σαφή απάντηση, επισημαίνοντας ότι το ζήτημα αφορά το Υπουργείο Οικονομικών.
Υπενθυμίζεται ότι η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων έχει ήδη απευθύνει επιστολή στο Υπουργείο Οικονομικών ζητώντας την επαναφορά των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς και του επιδόματος θερινής άδειας (13ου και 14ου μισθού) στον δημόσιο τομέα. Στο πλαίσιο αυτό, πραγματοποιήθηκε συνάντηση του αντιπροέδρου της Ένωσης, Χαράλαμπου Σεβαστίδη, με τον διευθυντή του γραφείου του υφυπουργού Οικονομικών.
Η Ένωση υποστηρίζει ότι οι λόγοι κατάργησης των δώρων δεν υφίστανται πλέον, δεδομένου ότι η χώρα έχει εισέλθει σε μια «μεταμνημονιακή εποχή». Επισημαίνεται ότι το καθεστώς των δώρων, που εξακολουθεί να ισχύει στον ιδιωτικό τομέα, πρέπει να διατηρηθεί και στον δημόσιο, καθώς αποτελεί ιστορική κατάκτηση των εργαζομένων. Η επιστολή καταλήγει με την επισήμανση ότι το αίτημα είναι δίκαιο και απαιτεί κοινωνική στήριξη, ενώ ζητείται και νέα συνάντηση με τον αρμόδιο υπουργό.
Να σηµειωθεί ότι το ΣτΕ, µε πρόεδρό του τη σηµερινή Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, έκρινε το 2019 νόµιµες τις περικοπές του 13ου και 14ου µισθού, µε το σκεπτικό ότι από το νέο ενιαίο µισθολόγιο των δηµοσίων υπαλλήλων που θεσπίστηκε µε τον ν. 4014/2011, µε το οποίο ο βασικός µισθός των δηµοσίων υπαλλήλων κυµαίνεται µεταξύ 780 (ΥΕ µε βαθµό ΣΤ΄) και 1.092 ευρώ (ΠΕ µε βαθµό ΣΤ΄), οι αποδοχές των δηµοσίων υπαλλήλων, ακόµη και µετά την κατάργηση των επίµαχων επιδοµάτων, εξασφάλιζαν αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, τόσο σε σχέση µε όσους διαβιούσαν στα όρια της φτώχειας όσο και µε όσους απασχολούνταν στον ιδιωτικό τοµέα µε τον κατώτατο βασικό µισθό και ηµεροµίσθιο.
Όπως χαρακτηριστικά αναφερόταν στην τότε απόφαση: «Επιπλέον, η τυχόν ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων δεν καθιστά, ενόψει των ευρέων περιθωρίων εκτίµησης που απολαµβάνει ο νοµοθέτης στη χάραξη της οικονοµικής και κοινωνικής πολιτικής και του οριακού ελέγχου στον οποίο υπόκειται κατά τούτο, από µόνη της µη αιτιολογηµένη την επίδικη ρύθµιση, ούτε, άλλωστε, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο η συγκεκριµένη επιλογή, αν, δηλαδή, ο νοµοθέτης επέλεξε τον καλύτερο τρόπο χειρισµού του προβλήµατος ή αν έπρεπε να είχε ασκήσει διαφορετικά την εξουσία του. Τέλος, το ίδιο µέτρο δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 5 και 25 παρ. 4 του Συντάγµατος, δεδοµένου ότι αφορά όλους τους υπαλλήλους του ∆ηµοσίου και του ευρύτερου δηµόσιου τοµέα, ενώ διαφορετικό είναι το ζήτηµα της χορήγησης των επιδοµάτων εορτών και αδείας στους υπαλλήλους του ιδιωτικού τοµέα, οι οποίοι αποτελούν διαφορετική κατηγορία, σε βάρος της οποίας έχουν επιβληθεί άλλα οικονοµικής φύσεως µέτρα».