Η αλήθεια είναι ότι οι προσδοκίες για την ανταπόκριση των οφειλετών στη ρύθμιση για τις 120 δόσεις ήταν μεγαλύτερες, αλλά φαίνεται ότι οι οφειλέτες, όπως και σε όλα στην Ελλάδα θα περιμένουν μέχρι την τελευταία στιγμή, αρκεί βέβαια στο μεσοδιάστημα να μην δημιουργήσουν νέα χρέη και αυτό διότι αν αυτό συμβεί τότε αυτομάτως αποβάλλονται από το δικαίωμα ένταξης στην ρύθμιση.
Οι οφειλέτες της Εφορίας έχουν περιθώριο μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου προκειμένου να αποφασίσουν εάν θα υπαχθούν στη ρύθμιση ενώ αναλυτικό οδηγό δίνει με εγκύκλιό της η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων.
Σύμφωνα με την εγκύκλιο:
1. Οφειλές που υπάγονται στη ρύθμιση
α) Υποχρεωτικά:
Στη ρύθμιση υπάγεται υποχρεωτικά το σύνολο των ληξιπρόθεσμων έως και την 31η Δεκεμβρίου 2018 οφειλών, οι οποίες, κατά την ημερομηνία της αίτησης υπαγωγής, έχουν βεβαιωθεί και έχουν καταχωρισθεί στα βιβλία της Φορολογικής Διοίκησης (Δ.Ο.Υ./Ελεγκτικών Κέντρων/Τελωνείων) και δεν έχουν τακτοποιηθεί κατά νόμιμο τρόπο με αναστολή πληρωμής ή ρύθμιση τμηματικής καταβολής οφειλών βάσει νόμου ή δικαστικής απόφασης ή προσωρινής διαταγής.
β) Μετά από επιλογή του οφειλέτη:
Ληξιπρόθεσμες έως και την 31η Δεκεμβρίου 2018 οφειλές, οι οποίες, κατά την ημερομηνία της αίτησης υπαγωγής, έχουν βεβαιωθεί και έχουν καταχωρισθεί στα βιβλία της Φορολογικής Διοίκησης και
– τελούν σε αναστολή, διοικητική ή δικαστική ή εκ του νόμου
– έχουν υπαχθεί σε νομοθετική ρύθμιση τμηματικής καταβολής οφειλών κατά τις διατάξεις της υποπαρ. Α2 της παρ. Α του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 (ΦΕΚ 107 Α’), του άρθρου 43 του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ 170 Α’) ή σε ρύθμιση κατά τις διατάξεις της παρ. 5 του πέμπτου άρθρου του ν. 2275/1994 (ΦΕΚ 238 Α’), η οποία είναι σε ισχύ.
2. Στη ρύθμιση υπάγονται και οφειλές που βεβαιώθηκαν έως την ημερομηνία αίτησης υπαγωγής, εφόσον αυτές κατέστησαν ληξιπρόθεσμες έως την 31η Δεκεμβρίου 2018.
3. Στην περίπτωση υπαγωγής στη νέα ρύθμιση ήδη ρυθμισμένων κατά την ημερομηνία της αίτησης οφειλών επέρχεται απώλεια των ανωτέρω νομοθετικών ρυθμίσεων τμηματικής καταβολής χρεών και των ευεργετημάτων αυτών. Η απώλεια επέρχεται αυτοματοποιημένα με την επικύρωση της νέας ρύθμισης, δηλαδή μετά την πίστωση της πρώτης δόσης αυτής.
4. Σε περίπτωση που υφίστανται οφειλές που είναι βεβαιωμένες σε περισσότερες της μίας/ενός Δ.Ο.Υ./Ελεγκτικού Κέντρου ή Τελωνείου, αυτές ρυθμίζονται ανά Υπηρεσία.
5. Ο οφειλέτης δύναται να επιλέξει να υπαγάγει στη ρύθμιση ορισμένες μόνο από τις προαιρετικά υπαγόμενες οφειλές. Στην περίπτωση αυτή η αίτηση για την υπαγωγή υποβάλλεται στην αρμόδια για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής Υπηρεσία. Στην αρμόδια για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής Υπηρεσία υποβάλλεται η αίτηση και στην περίπτωση που ο οφειλέτης έχει ευθύνη για την καταβολή μέρους προαιρετικά εντασσόμενης στη ρύθμιση οφειλής.
6. Η ρύθμιση χορηγείται ανά οφειλέτη και για τις οφειλές για τις οποίες έχει ευθύνη καταβολής. Στη ρύθμιση δύνανται να υποβάλουν αίτηση υπαγωγής με τους ίδιους όρους:
– ο πρωτοφειλέτης (φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, όπως νόμιμα εκπροσωπείται),
– τα πρόσωπα που ευθύνονται μαζί με τον πρωτοφειλέτη, κατά το μέρος της ευθύνης τους.
– οι κληρονόμοι αποβιωσάντων οφειλετών, δεδομένου ότι δεν πρόκειται περί συνυπευθυνότητας με τον οφειλέτη αλλά επιμεριστικής ευθύνης καταβολής κατά το ποσοστό της κληρονομικής τους μερίδας,
– οι οφειλέτες σύζυγοι για φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων που προέκυψε από την κοινή δήλωση φορολογίας εισοδήματος, δεδομένου ότι η ευθύνη καταβολής ανήκει στον κάθε σύζυγο χωριστά για το φόρο που αναλογεί στα εισοδήματά του. Ομοίως και σε περίπτωση άλλων φόρων και τελών που προκύπτουν από κοινή δήλωση.
7. Από την υπαγωγή στη ρύθμιση εξαιρούνται:
– Οφειλέτες που κατά το χρόνο υπαγωγής έχουν καταδικαστεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση για φοροδιαφυγή ή λαθρεμπορία.
– Οφειλές οι οποίες, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, δεν δύνανται να υπαχθούν σε νομοθετική ρύθμιση τμηματικής καταβολής οφειλών, όπως οι οφειλές που προκύπτουν λόγω ανάκτησης κρατικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν με τη σύσταση ειδικών αφορολόγητων αποθεματικών σε εφαρμογή του άρθρου 22 του ν.4002/2011, οι οποίες δεν δύνανται να ρυθμιστούν σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ.1β του ως άνω άρθρου.
8. Στην περίπτωση οφειλών που έχουν βεβαιωθεί στα Τελωνεία
α) Ρυθμίζονται:
– οφειλές που αφορούν συμπληρωματικές χρεώσεις εκ των υστέρων επί τελωνειακών παραστατικών
– οφειλές που αφορούν πρόστιμα, πολλαπλά τέλη και ποινές για παραβάσεις της τελωνειακής νομοθεσίας
– το 30% του ποσού της καταλογιστικής πράξης, το οποίο είναι απαιτητό με την κατάθεση προσφυγής κατά αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 150 του Τελωνειακού Κώδικα.
β) Δεν Ρυθμίζονται:
– οφειλές, η προηγούμενη καταβολή των οποίων είναι προϋπόθεση για την έκδοση άδειας παράδοσης του εμπορεύματος.
– το 50% οφειλής, το οποίο είναι απαιτητό κατά την άσκηση προσφυγής, σύμφωνα με το άρθρο 31 του Τελωνειακού Κώδικα.
9. Η αίτηση για υπαγωγή στη ρύθμιση υποβάλλεται ηλεκτρονικά, μέσω διαδικτυακής εφαρμογής, έως και την 30η Σεπτεμβρίου 2019.
10. Η αίτηση για υπαγωγή στη ρύθμιση επέχει θέση υπεύθυνης δήλωσης του άρθρου 8 του ν. 1599/1986.
11. Τυχόν εκκρεμής πίστωση ποσού έως πενήντα (50) ευρώ από καταβολή ή απόδοση που έχει διενεργηθεί πριν την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση δεν εμποδίζει την υποβολή της σχετικής αίτησης μέσω διαδικτυακής εφαρμογής. Σε περίπτωση που εκκρεμεί πίστωση ποσού άνω των πενήντα (50) ευρώ, η πίστωση διενεργείται κατά προτεραιότητα και η τυχόν εναπομείνασα οφειλή δύναται να υπαχθεί στη ρύθμιση.
12. Εξαιρετικά, σε περίπτωση που δεν είναι δυνατή η υποβολή της αίτησης ηλεκτρονικά, υποβάλλεται στη Δ.Ο.Υ. ή Τελωνείο ή άλλη Υπηρεσία, ο Προϊστάμενος της οποίας είναι αρμόδιος για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής.
13. Κατ’ εξαίρεση, όταν η αίτηση δεν υποβάλλεται από τον πρωτοφειλέτη, η υποβολή της διενεργείται μόνο στην αρμόδια Υπηρεσία.
14. Προϋπόθεση για την υπαγωγή στη ρύθμιση είναι η καταβολή τουλάχιστον της πρώτης δόσης εντός τριών εργάσιμων ημερών από την ημέρα υποβολής της αίτησης. Οι επόμενες δόσεις καταβάλλονται μέχρι και την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επόμενων μηνών.
15. Εφόσον η πρώτη δόση δεν εξοφληθεί εντός της ανωτέρω αποκλειστικής προθεσμίας, ο αιτών μπορεί να υποβάλει εκ νέου αίτηση έως τη λήξη της προθεσμίας για υπαγωγή στη ρύθμιση του ν. 4611/2019, ήτοι τις 30.09.2019.
16. Δεν υφίσταται περιορισμός ως προς το ύψος της οφειλής, η οποία δύναται να υπαχθεί στη ρύθμιση.
17. Ο οφειλέτης τυγχάνει των ευεργετημάτων της ρύθμισης με την εξόφληση της πρώτης δόσης αυτής.
18. Οι βεβαιωμένες οφειλές δύνανται να ρυθμίζονται με καταρχήν άπαξ απαλλαγή ποσοστού δέκα τοις εκατό (10%) από τους τόκους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής που τις επιβαρύνουν κατά την ημερομηνία της αίτησης για υπαγωγή με ελάχιστο ποσό δόσης τα τριάντα (30) ευρώ.
19. Φυσικά πρόσωπα και νομικά πρόσωπα/νομικές οντότητες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα:
– Για οφειλέτες φυσικά πρόσωπα και νομικά πρόσωπα/νομικές οντότητες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, στα οποία περιλαμβάνονται και τα κάθε είδους σωματεία και ιδρύματα, με συνολικό εισόδημα κατά το φορολογικό έτος 2017 μέχρι δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ χορηγείται δυνατότητα ρύθμισης των οφειλών τους σε έως εκατόν είκοσι (120) δόσεις, υπό τον περιορισμό του ελάχιστου ποσού μηνιαίας δόσης, ήτοι τριάντα (30) ευρώ. Για τους ως άνω οφειλέτες με εισόδημα άνω των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, ο αριθμός των δόσεων καθορίζεται από τη Φορολογική Διοίκηση με βάση το συνολικό εισόδημα του οφειλέτη (ατομικό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο, πραγματικό για τα φυσικά πρόσωπα και φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο για τα νομικά πρόσωπα/νομικές οντότητες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα) κατά το φορολογικό έτος 2017 και το ύψος της ρυθμιζόμενης οφειλής. Ειδικότερα, το συνολικό εισόδημα του φορολογικού έτους 2017 πολλαπλασιάζεται τμηματικά με προοδευτικά κλιμακωτό συντελεστή, ως ακολούθως:
Για τμήμα εισοδήματος:
i) από 10.000,01 ευρώ έως 15.000 ευρώ με συντελεστή τέσσερα τοις εκατό (4%),
ii) από 15.000,01 ευρώ έως 20.000 ευρώ με συντελεστή έξι τοις εκατό (6%),
iii) από 20.000,01 ευρώ έως 25.000 ευρώ με συντελεστή οκτώ τοις εκατό (8%),
iv) από 25.000,01 ευρώ έως 30.000 ευρώ με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%),
ν) από 30.000,01 ευρώ έως 50.000 ευρώ με συντελεστή δώδεκα τοις εκατό (12%),
vi) από 50.000,01 ευρώ έως 75.000 ευρώ με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%),
vii) από 75.000,01 ευρώ έως 100.000 ευρώ με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%),
viii) πάνω από 100.000 ευρώ με συντελεστή είκοσι πέντε τοις εκατό (25%).
– Όσον αφορά στους οφειλέτες φυσικά πρόσωπα, ο ανωτέρω συντελεστής μειώνεται, για κάθε έναν από τους γονείς, κατά μία ποσοστιαία μονάδα, ανάλογα με τον αριθμό των εξαρτώμενων τέκνων του, ως εξής:
i) κατά μία (1) μονάδα για ένα τέκνο,
ii) κατά δύο (2) μονάδες για δύο τέκνα,
iii) κατά τρεις (3) μονάδες για τρία τέκνα και άνω.
– Το προκύπτον άθροισμα των γινομένων των τμημάτων του εισοδήματος με τους αντίστοιχους συντελεστές αναγόμενο σε μηνιαία βάση διαιρεί το ποσό της ρυθμιζόμενης οφειλής. Το πλήθος των δόσεων προκύπτει από το ακέραιο μέρος του πηλίκου της διαίρεσης αυτής, υπό τον περιορισμό του ελάχιστου ποσού μηνιαίας δόσης, ήτοι τριάντα (30) ευρώ.
20. Ο αριθμός των δόσεων που προτείνεται από τη Φορολογική Διοίκηση για τα ανωτέρω πρόσωπα δεν μπορεί να είναι μικρότερος των δεκαοκτώ (18), με την επιφύλαξη του ελάχιστου ποσού δόσης.
21. Όσον αφορά στα φυσικά πρόσωπα, το εισοδηματικό κριτήριο που για την υπαγωγή στην ρύθμιση περιλαμβάνει όλα τα ατομικά πραγματικά εισοδήματα φορολογούμενα, απαλλασσόμενα, φορολογούμενα με ειδικό τρόπο ή αυτοτελώς και ανεξάρτητα από το αν τα εισοδήματα αυτά υπόκεινται σε ειδική εισφορά αλληλεγγύης. Δηλαδή, δεν περιλαμβάνονται τα τεκμαρτά εισοδήματα των δαπανών διαβίωσης και απόκτησης περιουσιακών στοιχείων καθώς και η προστιθέμενη διαφορά τεκμηρίου που τυχόν προκύψει (διαφορά μεταξύ τεκμαρτού και συνολικού εισοδήματος που προστίθεται στο φορολογητέο εισόδημα).
Επίσης, στο ατομικό εισόδημα του φορολογούμενου (γονέας) περιλαμβάνεται και το εισόδημα του ανήλικου τέκνου του που προστίθεται και φορολογείται στο όνομα του γονέα.
22. Εάν ο οφειλέτης, φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο/νομική οντότητα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, επιλέξει πριν από την υπαγωγή της οφειλής του στη ρύθμιση να καταβάλει την οφειλή του σε μικρότερο πλήθος δόσεων από αυτό που προτείνεται από τη Φορολογική Διοίκηση, δικαιούται μείωσης των προσαυξήσεων και τόκων εκπρόθεσμης καταβολής μεγαλύτερης της καταρχάς απαλλαγής κατά ποσοστό 10% που χορηγείται σε όλους τους οφειλέτες που υπάγονται στη ρύθμιση, και σε συνάρτηση με το ποσοστό απομείωσης του πλήθους δόσεων που επιλέγεται από το φορολογούμενο, το οποίο υπολογίζεται στην πλησιέστερη ακέραιη μονάδα.
Ειδικότερα:
α) για ποσοστό απομείωσης δόσεων 20%, χορηγείται απαλλαγή κατά ποσοστό 15%,
β) για ποσοστό απομείωσης δόσεων 30%, χορηγείται απαλλαγή κατά ποσοστό 25%,
γ) για ποσοστό απομείωσης δόσεων 40%, χορηγείται απαλλαγή κατά ποσοστό 35%,
δ) για ποσοστό απομείωσης δόσεων 50%, χορηγείται απαλλαγή κατά ποσοστό σαράντα πέντε 45%,
ε) για ποσοστό απομείωσης δόσεων 60%, χορηγείται απαλλαγή κατά ποσοστό 55%,
στ) για ποσοστό απομείωσης δόσεων 70%, χορηγείται απαλλαγή κατά ποσοστό 75%,
ζ) για ποσοστό απομείωσης δόσεων 80%, χορηγείται απαλλαγή κατά ποσοστό 85%,
η) για ποσοστό απομείωσης δόσεων 90%, χορηγείται απαλλαγή κατά ποσοστό 90%,
θ) σε περίπτωση που ο οφειλέτης εξοφλήσει εφάπαξ την οφειλή του, χορηγείται απαλλαγή τόκων και προσαυξήσεων κατά ποσοστό 100%.
22. Στις ανωτέρω απαλλαγές τόκων και προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής συμπεριλαμβάνεται το ποσοστό απαλλαγής του 10%.
23. Οφειλέτες φυσικά πρόσωπα ή νομικά πρόσωπα/νομικές οντότητες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με συνολικό εισόδημα άνω των 10.000 ευρώ για τους οποίους το πλήθος των δόσεων της ρύθμισης διαμορφώνεται σε μικρότερο των 18 δόσεων με βάση τους σχετικούς κλιμακωτούς συντελεστές υπολογισμού αυτού (π.χ. 16 δόσεις), αλλά, λόγω του ελάχιστου αριθμού δόσεων, τους χορηγείται ρύθμιση 18 μηνιαίων δόσεων, εφόσον επιθυμούν την υπαγωγή σε μικρότερο πλήθος δόσεων απ’ αυτές που τους προτείνει η Φορολογική Διοίκηση, τυγχάνουν επιπλέον απαλλαγής τόκων/προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής σύμφωνα με τα ανωτέρω ποσοστά απομείωσης σε συνάρτηση με το πλήθος δόσεων που αρχικά διαμορφώνεται από τους κλιμακωτούς συντελεστές (π.χ. 16 δόσεις).
24. Στην περίπτωση που οι ανωτέρω οφειλέτες (φυσικά πρόσωπα ή νομικά πρόσωπα/νομικές οντότητες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα) επιλέξουν σε οποιοδήποτε στάδιο της ρύθμισης την εφάπαξ εξόφληση του υπολοίπου αριθμού των δόσεων των ρυθμισμένων οφειλών ή τη μετάπτωση σε μικρότερο αριθμό δόσεων, τυγχάνουν απαλλαγής επί του εναπομείναντος ποσού των προσαυξήσεων και τόκων εκπρόθεσμης καταβολής, σε ποσοστό ίσο με αυτό που αντιστοιχεί στον αριθμό των μηνιαίων δόσεων που τελικά διαμορφώνεται σύμφωνα με τα ανωτέρω ποσοστά απομείωσης.
– Σε περίπτωση που ο οφειλέτης φυσικό πρόσωπο δεν είχε υποχρέωση υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος κατά το φορολογικό έτος 2017, χορηγείται το μέγιστο πλήθος δόσεων υπό τον περιορισμό του ελάχιστου ποσού δόσης.
Χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας
25. Στον οφειλέτη που είναι συνεπής στη ρύθμιση δύναται να χορηγείται αποδεικτικό ενημερότητας των οφειλών του στη Φορολογική Διοίκηση, μηνιαίας διάρκειας (με παρακράτηση ποσοστού, όπου απαιτείται).
26. Σε έκτακτες περιπτώσεις που για οποιαδήποτε αιτία δεν εμφανίζονται στο πληροφοριακό σύστημα των Δ.Ο.Υ. οι σχετικές πληρωμές, ο αιτών οφείλει να προσκομίζει στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. το σχετικό παραστατικό πληρωμής, για την αξιολόγηση του αιτήματος χορήγησης αποδεικτικού ενημερότητας.
Μη λήψη αναγκαστικών μέτρων είσπραξης
27. Για οφειλές που έχουν υπαχθεί σε πρόγραμμα ρύθμισης και ο οφειλέτης συμμορφώνεται με το πρόγραμμα αυτής και εφόσον έχει ελεγχθεί η συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων υπαγωγής και διατήρησής τους, όπως αναφέρονται στις αντίστοιχες Ενότητες της παρούσας, αναστέλλεται η λήψη αναγκαστικών μέτρων και η συνέχιση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης εν γένει (π.χ. έκδοση προγράμματος πλειστηριασμού) επί κινητών ή ακινήτων. Η αναστολή αυτή δεν ισχύει για κατασχέσεις που κατά την ημερομηνία υπαγωγής στη ρύθμιση έχουν ήδη επιβληθεί στα χέρια τρίτων ή έχουν εκδοθεί παραγγελίες κατάσχεσης, τα ποσά όμως που θα αποδίδονται από τις κατασχέσεις στα χέρια τρίτων καλύπτουν δόση ή δόσεις της ρύθμισης, εφόσον εισπράττονται κατά τη διάρκεια αυτής και δεν πιστώνονται διαφορετικά κατά τις κείμενες διατάξεις. Με την απώλεια των ευεργετημάτων της ρύθμισης, τα μέτρα που έχουν ανασταλεί συνεχίζονται.
Δικαιώματα του Δημοσίου
28. Η Φορολογική Διοίκηση διατηρεί το δικαίωμα και μετά την υπαγωγή στη ρύθμιση:
α) να μη χορηγεί αποδεικτικό ενημερότητας για μεταβίβαση ακινήτου ή σύσταση εμπραγμάτου δικαιώματος επ’ αυτού, εφόσον δεν διασφαλίζονται τα συμφέροντά του Δημοσίου
β) να εγγράφει υποθήκες σε περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, των συνυπόχρεων προσώπων ή των εγγυητών, εφόσον η οφειλή δεν είναι ασφαλισμένη,
γ) να ορίζει ποσοστό παρακράτησης, στις περιπτώσεις που απαιτείται η προσκόμιση αποδεικτικού για είσπραξη χρημάτων από φορείς του Δημοσίου, το οποίο αναγράφεται επί του χορηγούμενου αποδεικτικού ενημερότητας
δ) να προβαίνει σε συμψηφισμό των χρηματικών απαιτήσεων του οφειλέτη
Απώλεια της ρύθμισης
29. Η ρύθμιση απόλλυται, με συνέπεια την υποχρεωτική άμεση καταβολή του υπολοίπου της οφειλής, σύμφωνα με τα στοιχεία της αρχικής βεβαίωσης και την άμεση επιδίωξη της είσπραξης αυτής με όλα τα προβλεπόμενα από την ισχύουσα νομοθεσία μέτρα, εάν ο οφειλέτης:
α) δεν καταβάλλει δύο (2) συνεχόμενες μηνιαίες δόσεις της ρύθμισης ή καθυστερήσει την καταβολή των δύο (2) τελευταίων δόσεων της ρύθμισης για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα,
β) δεν υποβάλλει τις προβλεπόμενες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και του φόρου προστιθέμενης αξίας, καθ’ όλο το διάστημα της ρύθμισης των οφειλών του και μέχρι την εξόφλησή της, εντός τριών (3) μηνών το αργότερο από την παρέλευση της προθεσμίας υποβολής τους ή εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση του παρόντος, εφόσον η προθεσμία υποβολής έχει παρέλθει πριν την υπαγωγή σε αυτή,
γ) δεν εξοφλήσει ή τακτοποιήσει κατά νόμιμο τρόπο τις οφειλές του, καθ’ όλη τη διάρκεια της ρύθμισης, εντός διμήνου από τη λήξη της προθεσμίας καταβολής τους ή εντός διμήνου από την ημερομηνία αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση του παρόντος, εφόσον η προθεσμία καταβολής τους έχει παρέλθει πριν την υπαγωγή σε αυτή,
δ) μετά την υπαγωγή στη ρύθμιση, υποπέσει σε παραβάσεις του άρθρου 54 παρ. 1 περ. ι), ια), ιβ), ιε) ή ιστ) ή του άρθρου 58Α παρ. 1 του ν. 4174/2013 καθ’ υποτροπή. Ως υποτροπή νοείται δηλαδή η διαπίστωση με την έκδοση πράξης επιβολής προστίμου εκ νέου διάπραξης οποιασδήποτε παράβασης εκ των ως άνω αναφερομένων από την ένταξη του φορολογούμενου στη ρύθμιση και εφεξής.
Γενικώς, στην περίπτωση που διαπιστωθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της ρύθμισης ότι δεν πληρούνται οι όροι των διατάξεων των άρθρων 98-109 του μέρους Β του ν. 4611/2019, η ρύθμιση απόλλυται και ο οφειλέτης χάνει τα ευεργετήματα αυτής.
Προϋποθέσεις υπαγωγής
30. Για την υπαγωγή στη ρύθμιση είναι απαραίτητη η υποβολή των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος της τελευταίας πενταετίας με τελευταίο φορολογικό έτος το 2017, με την εξαίρεση των νομικών προσώπων/νομικών οντοτήτων που έχουν προβεί σε διακοπή εργασιών, για τα οποία ως τελευταίο έτος της πενταετίας θεωρείται το φορολογικό έτος διακοπής εργασιών, με τελευταίο έτος ελέγχου υποβολής δήλωσης εκείνο για το οποίο κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση, δεν έχει παρέλθει η δεκαπενταετής παραγραφή της παρ. 5 του άρθρου 84 του ν. 2238/1994. Για περιπτώσεις νομικών προσώπων/οντοτήτων που ήταν ενεργά κατά τα έτη 2003 ή 2004 και εφόσον τα έτη αυτά ελέγχονται για την υποβολή των δηλώσεων της πενταετίας, ο έλεγχος κατά τα ως άνω διενεργείται στη Δ.Ο.Υ.. Για τα νομικά πρόσωπα/οντότητες που έχουν προβεί σε διακοπή εργασιών μετά την 31.12.2017 ως τελευταίο έτος της πενταετίας για τον έλεγχο υποβολής δηλώσεων θεωρείται το φορολογικό έτος 2017.
Σε περίπτωση φυσικού προσώπου, στην αίτηση υπαγωγής αναγράφονται το έτος ή τα έτη εντός της ανωτέρω πενταετίας για τα οποία ο οφειλέτης δεν είχε υποχρέωση υποβολής δήλωσης με βάση τις διατάξεις του άρθρου 67 του ν.4172/2013.
Τόκος
31. Οι υπαχθείσες στη ρύθμιση οφειλές δεν επιβαρύνονται εφεξής με προσαυξήσεις ή τόκους εκπρόθεσμης καταβολής κατά Κ.Ε.Δ.Ε. και κατά Κ.Φ.Δ. αλλά με τόκο που ανέρχεται σε πέντε εκατοστιαίες μονάδες (5%) ετησίως υπολογισμένο.
Κατ’ εξαίρεση, βασικές συνολικές οφειλές ανά Υπηρεσία μέχρι τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ που υπάγονται σε πρόγραμμα ρύθμισης δεν επιβαρύνονται πλέον με προσαυξήσεις και τόκους εκπρόθεσμης καταβολής εφόσον ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο και το συνολικό εισόδημά του (ατομικό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο, πραγματικό) κατά το φορολογικό έτος 2017 δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ.
32. Εκπρόθεσμη καταβολή δόσης
Στην περίπτωση καθυστέρησης δόσης, αυτή πρέπει να καταβληθεί με επιβάρυνση που ανέρχεται σε δύο εκατοστιαίες μονάδες (2%) ανά μήνα καθυστέρησης.
Αναδημοσίευση από www.newsit.gr