Μπορεί το καλοκαίρι να έχει εκπνεύσει, όµως το «έξυπνο χρήµα» δεν παύει να οργώνει την αγορά για τον εντοπισµό ευκαιριών στη δεύτερη κατοικία, που θα µπορούσε να χρησιµοποιηθεί και ως κύρια, σε συνάρτηση µε τις συνήθειες και το επαγγελµατικό στάτους των ιδιοκτητών.
Δεδοµένου ότι οι επιλογές για την απόκτηση ενός πολυτελούς -µε αξία άνω των 500.000 ευρώ- ακινήτου είναι πολυάριθµες, το ερώτηµα που τίθεται είναι εάν υφίσταται «βεντάλια» επιλογών για αγορά κατοικίας σε τιµή προσιτή, χαµηλότερη από 150.000 ευρώ, σε µια συγκυρία κατά την οποία επίκειται η αναστολή του ΦΠΑ 24% στα νεόδµητα. Η απάντηση είναι καταφατική, όπως προκύπτει από την έρευνα που πραγµατοποίησε το κτηµατοµεσιτικό δίκτυο Ε-Real Εstates, µε επικεφαλής τον Θέµη Μπάκα, για λογαριασµό της «Ηµερησίας», βάσει της οποίας υπάρχει σηµαντικός αριθµός περιοχών, ανά την Ελλάδα, που απευθύνονται σε επενδυτές οι οποίοι δεν διαθέτουν µεγάλα κεφάλαια.
Σύµφωνα µε τα στοιχεία που παρουσιάζει σήµερα η «Η», ευκαιρίες για την απόκτηση κατοικίας, σε τιµές ακόµη και από 400 έως 1.600 ευρώ ανά τετραγωνικό µέτρο, εντοπίζονται στην Αττική αλλά και σε περιοχές εκτός αυτής, όπως είναι η Αργολίδα, η Αρκαδία, η Μεσσηνία, η Στερεά Ελλάδα, η Χαλκιδική, αλλά και σε ορισµένα νησιά του Ιονίου, των Κυκλάδων και των ∆ωδεκανήσων. Αξίζει να σηµειωθεί ότι το «κυνήγι» κατοικιών σε µη δηµοφιλείς -πλην γραφικούς- προορισµούς µε άµεση πρόσβαση στη θάλασσα βρίσκεται σε εξέλιξη, κυρίως από ξένους, εδώ και πολλά χρόνια. Ενδεικτική περίπτωση αποτελεί κατοικία µε τρία υπνοδωµάτια και αυλή σε µικρό ελληνικό νησί χωρίς σηµαντική τουριστική κίνηση, την οποία αγόρασε ένα ζευγάρι Γάλλων προς µόλις 60.000 ευρώ το 2016 και φιλοξενείται, χωρίς να αποκαλύπτεται η τοποθεσία, σε πρόσφατο δηµοσίευµα της εφηµερίδας «Les Echos». Όπως αναφέρεται, η Ελλάδα έπειτα από 10 χρόνια κρίσης, που συνοδεύθηκε από πτώση τιµών άνω του 50%, αποτελεί παράδεισο για όσους επιθυµούν να αγοράσουν κατοικία στη Μεσόγειο, διαθέτοντας ένα ευρύ φάσµα επιλογών, από την Πελοποννήσου µέχρι την Αττική, τα προάστια και πολλές ανά την επικράτεια περιοχές.
Στόχος οι υπεραξίες
Όπως εξηγεί ο κ. Μπάκας, τα οφέλη από την αγορά ενός ακινήτου σε χαµηλή τιµή σχετίζονται, µεταξύ άλλων, µε την ισχυ ροποίηση της πιθανότητας για εξασφάλιση υπεραξιών σε περίπτωση µεταπώλησής του. Αυτό, σε µια στιγµή κατά την οποία η «δεύτερη κατοικία στην Ελλάδα» αποτελεί λέξη-κλειδί που συναντάται όλο και πιο συχνά σε διεθνή δηµοσιεύµατα, καθώς το επενδυτικό ενδιαφέρον από ξένους είναι ισχυρό. Σύµφωνα, εξάλλου, µε τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, το πρώτο εξάµηνο της φετινής χρονιάς οι καθαρές εισροές κεφαλαίων από το εξωτερικό για την αγορά ακινήτων στη χώρα µας αυξήθηκαν σε ποσοστό της τάξης του 95%, σε σχέση µε το αντίστοιχο διάστηµα του 2018, οπότε η µεταβολή, συγκριτικά µε την αµέσως προηγούµενη χρονιά, ήταν 172,1%.
Τα µεγέθη αυτά σχετίζονται µε την αύξηση του τουρισµού, τη ζήτηση που καταγράφεται για την απόκτηση φθηνών ακινήτων µε στόχο τη βραχυπρόθεσµη µίσθωσή τους, αλλά και τις επενδυτικές ευκαιρίες της εγχώριας αγοράς ακινήτων. Σύµφωνα µε τις εκτιµήσεις, ενδέχεται µέχρι το τέλος της φετινής χρονιάς οι ξένες επενδύσεις στο ελληνικό real estate να αγγίξουν τα 3 δισ. ευρώ, µε το αντίστοιχο µέγεθος για το 2018 να διαµορφώνεται σε 1,3 δισ. ευρώ. ∆ίχως αµφισβήτηση, σηµαντικό ρόλο στην ενίσχυση των ξένων επενδύσεων διαδραµατίζει το καθεστώς χορήγησης άδειας διαµονής σε ξένους επενδυτές-υπηκόους τρίτων χωρών, έναντι επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία µε ελάχιστη αξία 250.000 ευρώ.
Βάσει έρευνας της πορτογαλικής εταιρείας παροχής υπηρεσιών ακινήτων Imovirtual, το ελληνικό πρόγραµµα της «Χρυσής Βίζας» είναι από τα πιο φθηνά παγκοσµίως, καθώς το συγκεκριµένο ποσό αντιστοιχεί σε ακίνητο επιφάνειας της τάξης των 178 τ.µ. Στην Ουγγαρία, έναντι 200.000 ευρώ αποκτά κάποιος ιδιοκτησία 122 τ.µ., ενώ στη Βόρεια Μάλτα για κατοικία 98 τ.µ. χρειάζονται 270.000 ευρώ. Από το 2013, οπότε ξεκίνησε να ισχύει το πρόγραµµα, µέχρι και τις 4 Ιουνίου εκδόθηκαν συνολικά 4.537 άδειες, ενώ από τις αρχές της χρονιάς (έως την 4η Ιουνίου) χορηγήθηκαν 645 άδειες. Με στόχο την εξασφάλιση υπεραξίας, παράγοντες της αγοράς αναφέρουν ότι ένας επενδυτής σε ακίνητο µε αξία έως 150.000 ευρώ θα µπορούσε βραχυ-µεσοπρόθεσµα να απευθυνθεί στην «οµάδα» των ξένων αγοραστών που ενδιαφέρονται να αποκτήσουν άδεια διαµονής.
Σηµειώνεται ότι στην κορυφή της λίστας των ξένων επενδυτών που αγοράζουν µέσω «Χρυσής Βίζας» βρίσκονται Κινέζοι, Τούρκοι, Ρώσοι και Λιβανέζοι. Την ίδια στιγµή, µε δεδοµένη τη σταθεροποίηση της ελληνικής οικονοµίας και τη σταδιακή εµφάνιση αυξανόµενων ρυθµών ανάπτυξης, φαίνεται νοµοτελειακό, όπως εξηγούν οι ειδικοί, ότι οι τιµές στις περιοχές που βρίσκονται κάτω από τα ραντάρ των επενδυτών θα αυξηθούν. Σε αυτές τις περιπτώσεις, όπως φαίνεται στον πίνακα που παρουσιάζει η «Η», ανήκουν ισόγειο στη Νέα Μάκρη µε τιµή ανά τ.µ. 850 ευρώ ή µεζονέτα στο Ξυλόκαστρο της οποίας η τιµή ανά τ.µ. είναι 857 ευρώ.
«Άλμα στις τιμές»
Άλλωστε, σύµφωνα µε την Τράπεζα της Ελλάδος, οι τιµές κατά το β’ τρίµηνο του 2019 αυξήθηκαν σε ποσοστό 6,3%, µε τον µέσο ετήσιο ρυθµό αύξησης το 2018 να είναι 1,7%. Ταυτόχρονα, εκτιµάται ότι το β’ τρίµηνο του 2019 οι τιµές των διαµερισµάτων (σε ονοµαστικούς όρους) ήταν κατά µέσο όρο αυξηµένες κατά 7,7% σε σύγκριση µε το αντίστοιχο τρίµηνο του 2018, µε την άνοδο να είναι συνεχής τα τελευταία χρόνια, καθώς το α’ τρίµηνο του 2019 η αντίστοιχη αύξηση ήταν 4,9%, ενώ για το σύνολο του 2018 οι τιµές των διαµερισµάτων ενισχύθηκαν µε µέσο ετήσιο ρυθµό 1,7%. Τα σκήπτρα της ανοδικής αναπροσαρµογής των τιµών κρατά η Αθήνα µε ποσοστό 11,1%, ενώ ακολουθούν η Θεσσαλονίκη (7%) και άλλες µεγάλες πόλεις (4,1%).
Εθνικό σχέδιο για την προβολή µη δηµοφιλών προορισµών
*Γράφει ο Θέμης Μπάκας – Επικεφαλής κτηµατοµεσιτικού δικτύου E-Real Estates
Με την έναρξη της κρίσης το 2009, η µείωση των τιµών πώλησης των ακινήτων διαµορφώθηκε µεσοσταθµικά σε 42%, ενώ σε πολλές περιπτώσεις άγγιξε ακόµα και το 60%. Κατά το διάστηµα αυτό της κρίσης, πολλοί δηµοφιλείς τουριστικοί προορισµοί επέδειξαν ανθεκτικότητα στην πίεση των τιµών εξαιτίας του έντονου επενδυτικού ενδιαφέροντος, κυρίως από το εξωτερικό, για την απόκτηση δευτερεύουσας κατοικίας, µε στόχο την ιδιοκατοίκηση ή και την τουριστική εκµετάλλευση. Την ίδια στιγµή, όµως, υπάρχουν πολλές περιοχές ανά την Ελλάδα που δεν έχουν παγιώσει τη θέση τους ως προορισµοί για τουρισµό και αναψυχή ή για επένδυση.
Εάν λάβουµε υπόψη ότι µια παραθαλάσσια περιοχή υπολογίζεται ότι απέχει, κατά µέσον όρο, µε αυτοκίνητο 1 ώρα και 20 λεπτά από οποιοδήποτε σηµείο της ηπειρωτικής Ελλάδας, γίνεται αντιληπτό πως αυτού του είδους οι προορισµοί, που δεν βρίσκονται στην πρώτη γραµµή της ζήτησης, είναι πολυάριθµοι. Στο πλαίσιο αυτό, ενδεχοµένως θα ήταν χρήσιµο να ανοίξει η συζήτηση για τη διαµόρφωση ενός εθνικού σχεδίου µε στόχο την προβολή περιοχών που, έως έναν βαθµό, δεν είναι ιδιαίτερα δηµοφιλείς στους ξένους, αλλά προσφέρουν τη δυνατότητα απόκτησης κατοικίας σε προσιτή τιµή, η οποία, για παράδειγµα, για κατοικία 80-120 τ.µ. µε έτος κατασκευής µετά το 2000 δεν ξεπερνά τα 150.000 ευρώ.
Η επιχείρηση µε την κωδική ονοµασία «Εξοχική Κατοικία» θα µπορούσε να συµµετάσχει στην ελληνική οικονοµία µε 115 δισ. ευρώ εντός δεκαετίας, αν υπολογίσουµε ότι το 0,5% ανά έτος και όχι το 2%, που παρατηρείται στις ευρωπαϊκές χώρες, των τουριστών επένδυαν στην εξοχική κατοικία ποσά έως 120.000 ευρώ. Προς την κατεύθυνση αυτή, η πολιτεία θα µπορούσε να εντοπίσει εκείνες τις περιοχές που θα ήταν δυνατόν να φιλοξενήσουν σχέδια οργανωµένης δόµησης εξοχικών κατοικιών ή ανάδειξής τους ως αναδυόµενων τουριστικών προορισµών
Πηγή: ethnos.gr