Για ποια σπίτια αυξάνεται ο ΕΝΦΙΑ από την επόμενη χρονιά; Οργή για νέα μέτρα που αφορούν κλειστά σπιτια.
Να δώσει λύσεις στην επωαζόμενη οικιστική κρίση με τις τιμές των ενοικίων και ανάσες στην αγορά ακινήτων σκοπεύει η κυβέρνηση με δέσμη μέτρων που θα φέρει τον Σεπτέμβριο.
Τα μέτρα θα είναι εστιασμένα στις στρεβλώσεις της αγοράς, καθώς στόχος είναι να αντιμετωπιστεί πρωτίστως το φαινόμενο της έλλειψης σπιτιών.
Η κυβέρνηση σχεδιάζει έναν συνδυασμό κινήτρων με φοροελαφρύνσεις για όσους επιλέγουν να διαθέσουν τα ακίνητά τους σε μακροχρόνιες μισθώσεις και αντικινήτρων για τα διαμερίσματα που είναι κενά ή δηλώνονται ως τέτοια, ενοικιαζόμενα με μαύρο χρήμα. Ολες οι προσπάθειες εστιάζουν στην αποκλιμάκωση των τιμών ενοικίασης που θα φέρει η μεγαλύτερη προσφορά και στον τερματισμό του πονοκεφάλου μη ανεύρεσης σπιτιών που αναμένεται να λύσει το «Σπίτι μου 2».
Το πρώτο μέτρο που ετοιμάζεται για το ερχόμενο φθινόπωρο εστιάζει σε περισσότερα από 200.000 (από τα περίπου ένα εκατομμύριο) οικιστικά ακίνητα, τα οποία διατηρούνται κλειστά από τους ιδιοκτήτες τους. Γι’ αυτά έχει αποφασιστεί να αναπροσαρμοστεί ο ΕΝΦΙΑ – δηλαδή να αυξάνεται για όσο διάστημα οι ιδιοκτήτες τους τα διατηρούν εκτός της αγοράς, προφανώς για όσο δεν θα έχουν καμία χρήση, είτε ενοικίαση, είτε πώληση, είτε ιδιοκατοίκηση.
Με τον αυξημένο ΕΝΦΙΑ για τα κλειστά ακίνητα, η κυβέρνηση φιλοδοξεί ότι θα πετύχει δύο στόχους. Ο πρώτος είναι η διάθεση περισσότερων σπιτιών για ενοικίαση ή και για πώληση (θυμίζουμε ότι παράγοντες της κτηματομεσιτικής αγοράς εκτιμούν ότι οι καλπάζουσες τιμές των ενοικίων, απόρροια του περιορισμένου αποθέματος ακινήτων, μπορούν να εξορθολογιστούν αν σε αυτή διατεθούν περίπου 100.000 κατοικίες), ενώ ο δεύτερος είναι η καταπολέμηση της διακίνησης μαύρου χρήματος.
Να αποθαρρυνθούν δηλαδή οι ιδιοκτήτες ακινήτων που φοροδιαφεύγουν ενοικιάζοντας διαμερίσματα χωρίς να τα δηλώνουν στην Εφορία. Κι αυτό γιατί η είσπραξη μαύρων χρημάτων από ενοίκια πλέον δεν θα αποτελεί κίνητρο για φοροδιαφυγή, καθώς όσα κερδίζονται από τη μη δήλωση των εισπραχθέντων ενοικίων θα πληρώνονται στον αυξημένο ΕΝΦΙΑ που θα εφαρμόζεται στα κλειστά ακίνητα.
Πόσα είναι τα κενά σπίτια
Το γεγονός ότι η κυβέρνηση εστιάζει σε πρώτη φάση στα κλειστά σπίτια δεν είναι τυχαίο αν αναλογιστεί κανείς ότι η Ελλάδα διαθέτει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά κενών κατοικιών σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ερευνα του Ινστιτούτου Eteron υπολογίζει ότι μετά τη δεκαετή κρίση στη χώρα το ένα στα τέσσερα διαμερίσματα στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας βγήκε εκτός αγοράς και παραμένει ως σήμερα κενό.
Σήμερα, στην Ελλάδα υπάρχουν περισσότερα από 6,5 εκατομμύρια οικιστικής χρήσης ακίνητα, εκ των οποίων το Eteron διαπιστώνει ότι το 1 εκατομμύριο είναι κλειστά και αναξιοποίητα. Τα περισσότερα εξ αυτών, περίπου 550.000, βρίσκονται στην Αττική, ενώ περισσότερα από 120.000 κλειστά σπίτια βρίσκονται στη Θεσσαλονίκη, σύμφωνα με στοιχεία παραγόντων της κτηματομεσιτικής αγοράς.
Κυβερνητικές πηγές, ωστόσο, κατεβάζουν την εκτίμηση για τα κλειστά ακίνητα στα περίπου 200.000, καθώς στα παραπάνω κενά συνυπολογίζονται και κατοικίες οι οποίες είναι στον αέρα έπειτα από αποποιήσεις κληρονομιάς (αυτά μόνο εκτιμώνται σε περισσότερα από 450.000), αμφισβητούμενες ιδιοκτησίες μετά από κληρονομιές, αλλά και κατασχεμένες ή δεσμευμένες από funds, οι οποίες μεταφέρονται μέσω πακέτων από το ένα fund στο άλλο.
Τα κενά οικιστικά ακίνητα που απομένουν, αφαιρώντας τις παραπάνω κατηγορίες και για τα οποία οι ιδιοκτήτες αναμένεται να κληθούν να επιλέξουν αν θα τα διαθέσουν για μίσθωση ή θα πληρώσουν αυξημένο ΕΝΦΙΑ, είναι αυτά που μένουν κλειστά, καθώς οι ιδιοκτήτες τους δεν θέλουν ή αδυνατούν να τα ενοικιάσουν ή να τα χρησιμοποιήσουν ως κατοικία.
Στη δεύτερη κατηγορία πρόκειται για ακίνητα που έμειναν κλειστά για πολλά χρόνια, με αποτέλεσμα να μην έχει γίνει σε αυτά καμία απολύτως ανακαίνιση τις τελευταίες δεκαετίες (με παλιά κουφώματα, ντουλάπια να καταρρέουν, μη λειτουργικά θερμαντικά σώματα κ.ά.) και άρα είτε είναι αδύνατο να διατεθούν στην αγορά ως κατοικήσιμα, είτε αν διατεθούν δεν θα επιλεγούν ποτέ λόγω της κατάστασής τους.
Μια μερίδα ιδιοκτητών έχει κακή… εμπειρία από κακοπληρωτές, κακή συνεργασία με ενοικιαστές και αυξημένες ανάγκες συντήρησης που προέκυψαν στη διάρκεια της υπερδεκαετούς κρίσης και προτίμησαν να τα κρατήσουν κλειδωμένα, με αποτέλεσμα τα ακίνητά τους σήμερα να βρίσκονται σε πολύ κακή κατάσταση.
Οι κατοικίες που ανήκουν σε ιδιώτες και χρήζουν ανακαίνισης αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό των κενών κατοικιών (υπολογίζεται ότι ξεπερνούν το 70%-80%), όμως από την αγορά λείπουν χιλιάδες ακίνητα, τα οποία ανήκουν είτε σε ιδρύματα (συχνά καταλήγουν εκεί ως κληροδοτήματα), είτε σε δημόσιους φορείς. Αυτά συνήθως παραμένουν αναξιοποίητα λόγω δυσκίνητων, δαιδαλωδών διαδικασιών που απαιτούν σειρά αποφάσεων από επιτροπές και φορείς για να συντηρηθούν και να διατεθούν προς αξιοποίηση. Εκτιμάται ότι αυτά τα ακίνητα μπορεί να αγγίζουν ή και να ξεπερνούν τα 100.000.
Το «Σπίτι μου 2»
Την ίδια ώρα η αγορά βρίσκεται σε κατάσταση αναμονής για την ανακοίνωση του δεύτερου κύκλου του προγράμματος «Σπίτι μου» στις αρχές του φθινοπώρου. Το πρόγραμμα επιδότησης επιτοκίου για την αγορά πρώτης κατοικίας που αναμένεται δεν διπλασιάζει μόνο το διατιθέμενο ποσό, αλλά διευρύνει και τα ηλικιακά όρια των υποψήφιων αγοραστών, κατεβάζοντας παράλληλα τα όρια ηλικίας των πωλούμενων οικοδομών.
Είναι λογικές, λοιπόν, οι αυξημένες προσδοκίες που έχει δημιουργήσει η αναμονή της ανακοίνωσης του προγράμματος τόσο στους αγοραστές όσο και τους πωλητές.
Πηγές της αγοράς σχολιάζουν ότι ενώ στον πρώτο κύκλο του προγράμματος η ζήτηση διατηρήθηκε σε μέτρια επίπεδα και έμεινε ανικανοποίητη, εν πολλοίς, από τη χαμηλή προς πώληση προσφορά κατοικιών, αυτό είναι κάτι που αναμένεται να αλλάξει. Είναι τα 2 δισ. ευρώ των διαθέσιμων κονδυλίων, αλλά και το γεγονός ότι θα μειωθούν δραματικά οι περιορισμοί στα επιλέξιμα ακίνητα, αλλά κυρίως η ταυτότητα των αγοραστών που κάνει τη διαφορά. Το «Σπίτι μου 2», για το οποίο βρίσκονται σε φάση ολοκλήρωσης οι διαπραγματεύσεις του υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Νίκου Παπαθανάση με τις ευρωπαϊκές αρχές, θα παρέχει προνομιακά (σχεδόν άτοκα) δάνεια σε 30.000 ζευγάρια για να αγοράσουν πρώτη κατοικία, ενώ θα περιλαμβάνει και τα ζευγάρια ηλικίας 40-50 ετών που είχαν αποκλειστεί από τον πρώτο κύκλο και τα οποία θεωρείται ότι θα δώσουν ζωή στο πρόγραμμα λόγω της μεγαλύτερης οικονομικής δύναμης που έχουν.
Ο δεύτερος κύκλος του προγράμματος, λοιπόν, οι λεπτομέρειες για τον οποίο αναμένεται να ανακοινωθούν στην ομιλία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στη ΔΕΘ, θα αφορά δικαιούχους ηλικίας από 25 έως 50 ετών εφόσον καλύπτουν τα απαραίτητα εισοδηματικά κριτήρια (οι δικαιούχοι θα πρέπει να έχουν ατομικό εισόδημα από 10.000 έως 16.000 ευρώ, οικογενειακό εισόδημα έως 24.000 ευρώ, ενώ για τις μονογονεϊκές οικογένειες το εισόδημα πρέπει να αγγίζει τα 27.000 ευρώ).
Παράλληλα, προβλέπεται προσαύξηση των ορίων κατά 3.000 ευρώ για κάθε παιδί, ενώ ειδικά για τις μονογονεϊκές οικογένειες υπάρχει προσαύξηση κατά 3.000 ευρώ για κάθε παιδί μετά το πρώτο.
Χωρίς εγγυητή
Αυτό που αναμένεται να αλλάξει, επίσης, με σκοπό να υπάρξει μεγαλύτερη προσφορά κατοικιών είναι τα επιλέξιμα ακίνητα αυτά καθαυτά, τα οποία στον πρώτο κύκλο έπρεπε να έχουν αξία ως 200.000 ευρώ, επιφάνεια έως 150 τ.μ. και έτος κατασκευής έως το 2007. Το δάνειο μπορεί να φτάσει κατ’ ανώτατο όριο τα 150.000 ευρώ, καλύπτει έως το 90% της αξίας του ακινήτου και έχει διάρκεια αποπληρωμής μέχρι 30 έτη, με το τελικό επιτόκιο να είναι euribor (τριμήνου) +1%. Το δάνειο θα μετατρέπεται σε άτοκο και για όσα ζευγάρια αποκτήσουν 3 ή και περισσότερα παιδιά κατά τη διάρκεια αποπληρωμής του, ενώ πλέον δεν απαιτείται εγγυητής για την έγκρισή του.
Με τις νέες προϋποθέσεις που θα ισχύουν στον δεύτερο κύκλο του προγράμματος «Σπίτι μου» θεωρείται ότι θα αποφευχθούν οι στρεβλώσεις που προκάλεσε στην αγορά ο πρώτος, καθώς λόγω των περιορισμών στα επιλέξιμα ακίνητα και των μικρών χρονικών περιθωρίων βρέθηκαν σχεδόν εν μια νυκτί σπίτια που πωλούνταν αντί 70.000-80.000 ευρώ να δίνονται με τιμή που έφτανε ως και τα 200.000 ευρώ στην Αθήνα.
Βεβαίως, το πρόγραμμα αναμένεται ότι θα αυξήσει τη ζήτηση στα ακίνητα (ιδιαίτερα στην Αττική) και άρα θα βοηθήσει στη διατήρηση των υψηλών τιμών, από την άλλη όμως θα είναι ανεβασμένη και η προσφορά.
akinita
Νέα φορολογικά κίνητρα
Στην εξάλειψη των στρεβλώσεων, αλλά και στην αύξηση του προσφερόμενου αποθέματος ακινήτων για μακροχρόνια ενοικίαση στοχεύει και μια σειρά μέτρων που εξετάζονται από το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης για το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα.
Σε αυτά περιλαμβάνονται (εκτός της προαναφερθείσας αύξησης του ΕΝΦΙΑ για τα κλειστά ακίνητα) φοροελαφρύνσεις για όσους επιλέγουν να διαθέσουν τις ιδιοκτησίες τους για μακροχρόνια μίσθωση, αλλά και η έναρξη λειτουργίας του Μητρώου Ιδιοκτησίας και Διαχείρισης Ακινήτων.
Σε ό,τι αφορά το τελευταίο, η νέα ηλεκτρονική πλατφόρμα της ΑΑΔΕ αναμένεται να τεθεί σε λειτουργία ως το τέλος του έτους (ολοκληρώνεται τον Σεπτέμβριο και συνδέεται με το Κτηματολόγιο), περιλαμβάνοντας τις πλήρεις «ταυτότητες» της ακίνητης περιουσίας των φορολογουμένων.
Μεταξύ αυτών, το Μητρώο θα περιέχει καταγεγραμμένα τα χαρακτηριστικά των ακινήτων, όπως η θέση και το είδος τους, η επιφάνεια, το αν πρόκειται για ολοκληρωμένη ή ημιτελή οικοδομή, τα ποσοστά συνιδιοκτησίας, αλλά κυρίως το εάν είναι νοικιασμένα ή δωρεάν παραχωρημένα, με τα ποσά των μισθωμάτων και τα στοιχεία των ενοικιαστών.
Με τα στοιχεία να αντλούνται από το Κτηματολόγιο, από το Ε2 των φορολογικών δηλώσεων (σε αυτό καταγράφονται τα εισοδήματα από μισθώματα), καθώς και την πλατφόρμα της ΑΑΔΕ για τα μισθωτήρια ακινήτων, το ριζοσπαστικό είναι ότι στο Μητρώο θα έχουν πρόσβαση και οι ενοικιαστές, οι οποίοι θα πρέπει να δηλώσουν τα ακίνητα που μισθώνουν με τα ποσά που πληρώνουν και να επισημάνουν όποιες αποκλίσεις παρατηρούν.
Με τη διασταύρωση των στοιχείων των μισθωμένων -δηλωμένων- ακινήτων η ΑΑΔΕ θα μπορεί να ενημερώνεται για τα ποσά των ενοικίων που δηλώνονται και εισπράττονται, ενώ θεωρείται ότι θα αποτελέσει ένα «όπλο» ακόμα στον εντοπισμό όσων μισθώνουν αδήλωτα ακίνητα ή δηλώνουν μικρότερα μισθώματα από τα πραγματικά.
Επιπλέον, καθώς αυξάνεται η πίεση που προκαλεί στα εισοδήματα η άνοδος των ενοικίων (συνεπεία της έλλειψης ακινήτων που διατίθενται σε μακροχρόνια μίσθωση και η υπερδραστηριότητα στη βραχυχρόνια) η κυβέρνηση εξετάζει μια σειρά μέτρων που θα ωθήσουν την αγορά σε διόρθωση των τιμών των μισθωμάτων.
Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης στοχεύει να εξισορροπήσει τις τιμές ενοικίασης αυξάνοντας την προσφορά ακινήτων σε αυτόν τον τομέα αγοράς. Πρόκειται για ένα πρόβλημα που είναι πανευρωπαϊκό και έχει κάνει την εμφάνισή του στο κέντρο της ελληνικής πρωτεύουσας, σε νησιά και σε όλους τους τουριστικούς προορισμούς της χώρας, όπου οι πολίτες (νέα ζευγάρια, γιατροί, αστυνομικοί ή δάσκαλοι που παίρνουν μετάθεση κ.ά.) πλέον δεν βρίσκουν προσιτή -ή δεν βρίσκουν καθόλου- στέγη. Το ιδανικό σενάριο θα ήταν τα μέτρα να εστιάσουν σε κίνητρα για μακροχρόνια μίσθωση ενός ακινήτου και όχι στις δρακόντειες απαγορεύσεις στις βραχυχρόνιες, οι οποίες έχουν τον κίνδυνο να καταπέσουν δικαστικά και δεν φαίνεται να λύνουν το πρόβλημα πουθενά, ούτε σε άλλες χώρες που έχουν ανάλογο πρόβλημα λόγω υπερτουρισμού (Ισπανία κ.ά.).
Προσώρας δείχνουν να έχουν προβάδισμα περισσότερο τα μέτρα που θα παρέχουν κίνητρα προς τους ιδιοκτήτες για να τα διαθέσουν στη μακροχρόνια μίσθωση. Στο τραπέζι έχουν πέσει προτάσεις όπως οι εκπτώσεις στον φόρο για ενοίκιο πρώτης κατοικίας ή και στους τόκους για στεγαστικά δάνεια, αν και δεν δείχνουν να προκρίνονται λόγω του μεγάλου αριθμού των δυνητικά δικαιούχων που θα περιόριζαν δραματικά το πραγματικό όφελος γι’ αυτούς για δημοσιονομικούς λόγους.
Σε πρώτο πλάνο, λοιπόν, ανάμεσα στα μέτρα που εξετάζει η κυβέρνηση είναι η μείωση φόρου στις μακροχρόνιες μισθώσεις. Εδώ εξετάζεται η υιοθέτηση μιας ορθολογικής φορολογικής κλιμάκωσης για μισθώματα από τις 10.000 ή τα 12.000 ευρώ και ως 15.000 ή και 20.0000 ευρώ τον χρόνο, καταργώντας το σημερινό σύστημα, βάσει του οποίου από το πρώτο ευρώ ο φόρος από 15% εκτινάσσεται στο 35% μετά τα 12.000 ευρώ.
Η κατάργηση αυτού του συστήματος εκτιμάται ότι θα φέρει επιπλέον έσοδα στα δημόσια ταμεία, καθώς θα οδηγήσει σε μείωση της φοροαποφυγής, αφού το σημερινό σύστημα ουσιαστικά αποτελεί κίνητρο να δηλώνουν πολλοί έσοδα από μισθώματα μικρότερα των 12.000 ευρώ, καθώς σε κάθε ευρώ πάνω από 1.000 ευρώ τον μήνα θα πρέπει ο ιδιοκτήτης να πληρώνει το 1/3 αντί το 1/6 που ισχύει για κάτω από 12.000 ευρώ τον χρόνο.
Τι θα γίνει με τα Airbnb
Παράλληλα με τις υπόλοιπες παρεμβάσεις για τον εξορθολογισμό της αγοράς ακινήτων που θα οδηγήσει στη λύση του προβλήματος έλλειψης ακινήτων για μακροχρόνια μίσθωση, η κυβέρνηση εξετάζει τη λήψη μιας σειράς μέτρων και για τη βραχυχρόνια μίσθωση. Μέχρι στιγμής, η στόχευση είναι να αποκτήσει συγκριτικό πλεονέκτημα η μακροχρόνια με την παροχή κινήτρων, κάτι που οδηγεί σε δύο βασικούς δρόμους: είτε θα μείνει ίδιος ο φόρος στις βραχυχρόνιες μισθώσεις χωρίς την πρόσθεση επιπλέον επιβαρύνσεων, είτε θα αυξηθεί.
Καθώς ακόμα από τις προτάσεις που έχουν πέσει στο τραπέζι δεν έχει αποφασιστεί ποιος δρόμος θα επιλεγεί, ένα σενάριο που έχει προβάδισμα είναι αυτό που θέλει την αύξηση του ελάχιστου συντελεστή από 15% στο 22% για τις βραχυχρόνιες μισθώσεις, που θα μπορούσε να… χρηματοδοτήσει και τη μείωση για τις μακροχρόνιες.
Προς εξέταση βρίσκεται και η πρόταση που έχει υποβάλει η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ιδιοκτητών Ακινήτων (ΠΟΜΙΔΑ) «να αφαιρείται αντί του 5% για αποσβέσεις και για δαπάνες το 100% για τρία χρόνια μόνο και μόνο για τα σπίτια εκείνα που ήταν κλειστά όλο το 2023 ή για σπίτια που ήταν στη βραχυχρόνια μίσθωση πέρυσι, αλλά οι ιδιοκτήτες τους είναι διατεθειμένοι να καταργήσουν τον αριθμό μητρώου ακινήτου και να τα νοικιάσουν».
Η ουσία και εδώ είναι να λυθεί το πρόβλημα της μικρής προσφοράς διαμερισμάτων σε σχέση με τη ζήτηση, φαινόμενο στο οποίο δίνει εκρηκτικές διαστάσεις η «διαρροή» επιπλέον 170.000 κατοικιών προς την Airbnb.
Αυτή, άλλωστε, η μείωση της προσφοράς και όχι η βραχυχρόνια μίσθωση αυτή καθαυτή (η οποία έχει γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής λόγω της εκρηκτικής αύξησης του τουρισμού) είναι η αιτία της αύξησης των ενοικίων και των τιμών αγοράς οικιστικών ακινήτων, όπως συμπεραίνει μελέτη του Harvard Business Review.
Η ακαδημαϊκή μελέτη χρησιμοποιεί ως παράδειγμα τη Νέα Υόρκη, στην οποία δια πιστώνει ότι στην αύξηση της τάξης του 32% στα ενοίκια την περίοδο 2011-2021 (η οποία έφτασε το μέσο μηνιαίο μίσθωμα στα 1.800 δολάρια), η Airbnb «συνέβαλε» μόλις στο 1%. Φυσικά, κάθε περίπτωση είναι διαφορετική.
Στην Αθήνα, για παράδειγμα, στο κέντρο της οποίας υπολογίζεται ότι λειτουργούν περίπου 20.000 καταλύματα Airbnb, τα διατιθέμενα προς μακροχρόνια μίσθωση ακίνητα είναι πλέον ελάχιστα, καθώς στη δεκαετία της κρίσης η οικοδομική δραστηριότητα είχε σχεδόν μηδενίσει.
Σε κάθε περίπτωση, οι νέες παρεμβάσεις στην αγορά βραχυχρόνιας μίσθωσης, οι οποίες αναμένονται επίσης τον Σεπτέμβριο, θα αποτελούν τις δεύτερες σε λιγότερο από ένα έτος.
Ηδη, από τον περασμένο Ιανουάριο, μεταξύ άλλων, προβλέπεται ότι η εκμετάλλευση τριών και περισσότερων ακινήτων θεωρείται επιχειρηματική δραστηριότητα, κάτι που σημαίνει ότι όσοι αποκτούν εισοδήματα από βραχυχρόνια μίσθωση πρέπει να καταβάλλουν τις ανάλογες ασφαλιστικές εισφορές, το τέλος επιτηδεύματος και τον ΦΠΑ από το πρώτο ακίνητο.
Αυτό σημαίνει ότι για τους ιδιοκτήτες ακινήτων που τα διαθέτουν σε πλατφόρμες βραχυχρόνιας μίσθωσης (Airbnb), το ελάχιστο εισόδημα που θα πρέπει να δηλώσουν στην Eφορία το 2025 θα υπολογιστεί με βάση το τεκμαρτό εισόδημα των ελεύθερων επαγγελματιών. Στην πράξη, αν κάποιος εμφανίζεται να διαθέτει προς εκμίσθωση περισσότερα από τρία ακίνητα, θεωρείται ότι ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα, κάτι που σημαίνει ότι θα πρέπει να τηρεί βιβλία εσόδων – εξόδων, θα φορολογείται με συντελεστή 22%, θα επιβαρύνονται τα μισθώματα με ΦΠΑ, με φόρο διαμονής κ.ά.
Με τις ρυθμίσεις καθιερώθηκε επίσης τέλος διαμονής παρεπιδημούντων ύψους 0,5%, ανεξαρτήτως πλήθους ακινήτων, αλλά και τέλος «ανθεκτικότητας στην κλιματική κρίση», ύψους 1,5 ευρώ, ανά ημερήσια χρήση και ανά δωμάτιο ή διαμέρισμα για το διάστημα από Μάρτιο έως Οκτώβριο. Αντίστοιχα, για τη χρήση για τους μήνες Νοέμβριο έως Φεβρουάριο το τέλος ορίζεται σε 0,50 ευρώ, ενώ για μονοκατοικίες άνω των 80 τ.μ. διαμορφώνεται στα 10 ευρώ και βαρύνει τον διαμένοντα που έκανε χρήση του δωματίου ή του διαμερίσματος.
Βάσει όσων ισχύουν ως σήμερα, ένα φυσικό πρόσωπο το οποίο αποκτά εισόδημα από τη βραχυχρόνια μίσθωση ακινήτου της οικονομίας διαµοιρασµού θεωρείται εισόδημα από ακίνητη περιουσία. Αυτό σημαίνει πως εφαρμόζονται οι ανάλογοι συντελεστές: 15% για ετήσιο εισόδημα έως 12.000 ευρώ, 35% για το κλιμάκιο εισοδήματος από 12.001 έως 35.000 ευρώ και συντελεστή 45% για μισθώματα άνω των 35.000 ευρώ.
Τα μέτρα που τέθηκαν σε ισχύ τον Ιανουάριο προβλέπουν αυστηρές κυρώσεις με βαριά πρόστιμα για όσους διαθέτουν τα ακίνητά τους σε βραχυχρόνια μίσθωση χωρίς να το δηλώνουν. Δημιουργήθηκε το Μητρώο Ακινήτων Βραχυχρόνιας Μίσθωσης, η μη εγγραφή στο οποίο επισύρει αυτοτελές διοικητικό πρόστιμο ανά έτος ίσο με το 50% των ακαθάριστων εσόδων του φορολογικού έτους που διαπράττεται παράβαση. Σε κάθε περίπτωση, το ποσό του προστίμου δεν μπορεί να είναι μικρότερο των 5.000 ευρώ.
Αν διαπιστωθεί υποτροπή, δηλαδή οι προϋποθέσεις δεν τηρούνται έναν χρόνο μετά την έκδοση της πράξης επιβολής του προστίμου, το πρόστιμο αυξάνεται στο διπλάσιο αυτού που είχε επιβληθεί αρχικά. Πρόστιμο ίσο με το διπλάσιο του μισθώματος, όπως αυτό εμφανίζεται στην ψηφιακή πλατφόρμα, προβλέπεται για τη μη υποβολή ή υποβολή ανακριβούς Δήλωσης Βραχυχρόνιας Διαμονής, ενώ για εκπρόθεσμη Δήλωση Βραχυχρόνιας Διαμονής προβλέπεται αυτοτελές διοικητικό πρόστιμο ύψους 100 ευρώ.
«Υπερθέρμανση» στα ενοίκια
Πάντως, μέχρι τη λήψη και των νέων μέτρων η αγορά της μίσθωσης κατοικιών δείχνει να συνεχίζει την πορεία της «υπερθέρμανσης» που έχει πάρει τα τελευταία χρόνια. Καθώς την τελευταία πενταετία οι τιμές των ενοικίων έχουν αυξηθεί πάνω από 50%, το ράλι στις τιμές συνεχίζεται.
Σύμφωνα με τον δείκτη SPI της Spitogatos, η ετήσια μεταβολή των τιμών ενοικίων έφτασε το 7,7% (έναντι 7,1% το 2023 και 6,7% το 2022), ενώ για το τρέχον έτος οι τιμές κορυφώθηκαν τον Μάιο (1,7%), σταθεροποιούμενες σχετικά τον Ιούλιο (μεταβολή 0,30%). Σε ό,τι αφορά τις τιμές πώλησης, ο SPI δείχνει άνοδο 7,2% φέτος και σε μηνιαία βάση, μεταβολή 0,5% από τον περασμένο Ιούλιο.
Τα μέτρα που παίρνουν Γαλλία, Ολλανδία, Καναδάς και ΗΠΑ
Με φορολογικά κυρίως αντικίνητρα «απαντούν» οι περισσότερες κυβερνήσεις στο πρόβλημα των κενών οικιστικών ακινήτων. Με τα ακατοίκητα σπίτια να υπολογίζονται σε περισσότερα από 11 εκατομμύρια (!) σε ολόκληρη την Ευρώπη, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της βρετανικής εφημερίδας «Guardian», οι κρατικές αρχές επιχειρούν να καταστήσουν μη συμφέρουσα την επιλογή των ιδιοκτητών να τα έχουν κενά και να τα… βλέπουν. Στη Γαλλία, όπου το 8% του οικιστικού αποθέματος (περίπου 3,1 εκατομμύρια σπίτια) είναι κενό, οι ιδιοκτήτες των αχρησιμοποίητων σπιτιών πληρώνουν τον φόρο ακίνητης περιουσίας χωρίς καμία απαλλαγή, αλλά και τον φόρο επί των κενών κατοικιών (TLV) για πόλεις με πληθυσμό άνω των 50.000 κατοίκων.
Ο φόρος αυτός είναι ετήσιος, ξεχωριστός για κάθε σπίτι που είναι κενό για διάστημα άνω του 1 έτους και υπολογίζεται με βάση την κτηματολογική αξία ενοικίασης της κατοικίας. Αυτή η μισθωτική αξία αναπροσαρμόζεται κάθε χρόνο ανάλογα με τις αυξήσεις των τιμών. Το ποσό του φόρου προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό της μισθωτικής αξίας επί έναν φορολογικό συντελεστή που ορίζεται σε 17% για το πρώτο φορολογικό έτος και 34% για τα επόμενα έτη. Οι άλλες περιοχές της Γαλλίας έχουν το δικαίωμα επιβολής του φόρου THLV, το ποσό του οποίου υπολογίζουν οι τοπικές αρχές, ενώ στο τραπέζι έχουν πέσει προτάσεις όπως αυτή του πρώην αντιδημάρχου του Παρισιού, Ζαν Μπροσά, ο οποίος ζήτησε επίταξη των κενών ακινήτων.
Στην Ολλανδία, φέτος επιβλήθηκε φόρος μεταβίβασης 10,4%σε όσους αγοράζουν ακίνητο στο οποίο δεν προτίθενται να διαμείνουν, ενώ στην Ισπανία οι ιδιοκτήτες κενών ακινήτων ελέγχονται εξονυχιστικά και οι ιδιοκτήτες οφείλουν να παράσχουν έναν επίσημο 20ψήφιο κωδικό που χρησιμοποιείται για την ταυτοποίηση όλων των ακινήτων στη χώρα. Εάν δεν το κάνουν, θεωρούνται παράνομοι και απειλούνται με πρόστιμα ως και 600.000 ευρώ (!), καθώς είναι σε εξέλιξη «πόλεμος» της κυβέρνησης με όσους τα νοικιάζουν παράνομα και αδήλωτα σε πλατφόρμες βραχυχρόνιας μίσθωσης.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στον Καναδά, το Τορόντο φέτος ακολούθησε το παράδειγμα του Βανκούβερ, επιβάλλοντας φόρο 3% επί της αντικειμενικής αξίας στα ακίνητα που μένουν κλειστά. Ανάλογο φορολογικό μέτρο ψηφίστηκε και στις ΗΠΑ, στο Σαν Φρανσίσκο.
πηγή: fimes.gr