Γράφει ο Αργύρης Δεμερτζής
Σχεδόν ταυτόχρονα με τις ανακοινώσεις του πρωθυπουργού για μεταβατική νομοθετική ρύθμιση εκδόθηκε νέα απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία δικαιώνει ιδιοκτήτη που έχτισε και προσέφυγε στο δικαστήριο για να μην χτίσει ο γείτονας. Βάζει ακόμη ψηλότερα από τους κυβερνητικούς περιορισμούς τον πήχη των απαγορεύσεων στην εκτός σχεδίου δόμηση, ιδίως στα μικρά νησιά, για γήπεδα άνω των τεσσάρων στρεμμάτων με πρόσωπο σε προϋφιστάμενη οδό του 1923 και για όλες τις ιδιοκτησίες σε απόσταση έως 500 μέτρων από τη θάλασσα.
Η νέα απόφαση του ΣτΕ ακυρώνει ως παράνομη, απόφαση αναγνώρισης οδού προϋφιστάμενης του 1923, του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αιγαίου, κρίνοντας ότι «δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη». Εκδικάστηκε υπόθεση στην οποία το δικαστήριο έκανε αποδεκτή προσφυγή ιδιοκτήτη, που έχει ανεγείρει εξοχική κατοικία με πρόσωπο επί της επίμαχης οδού, ο οποίος όπως λέει η απόφαση «φέρεται να έχει παραβιάσει διάταξη της κείμενης νομοθεσίας», κατά άλλου γειτονικού ιδιοκτήτη, που με την αναγνώριση του δρόμου θα αποκτούσε οικοδομησιμότητα το γήπεδο του στην ίδια οδό, σε εκτός σχεδίου περιοχή στην Αντίπαρο.
Νέα ανατροπή στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς για την εκτός σχεδίου δόμηση
Δημιουργούνται νέα δεδομένα, που ανατρέπουν τους μέχρι τώρα κυβερνητικούς σχεδιασμούς για την τελική μεταβατική νομοθετική ρύθμιση στην εκτός σχεδίου δόμηση, για την οποία ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ότι σύντομα θα κατατεθεί για ψήφιση στη Βουλή, με περιορισμούς δόμησης σε «τυφλά οικόπεδα» και σε εκτός σχεδίου γήπεδα με πρόσωπο σε οδό, που δεν είναι πολεοδομικά αναγνωρισμένη.
Αυτά συμβάινουν διότι, όπως προκύπτει από την νέα απόφαση του ΣτΕ:
-Τίθενται αυστηροί περιορισμοί στην αναγνώριση οδών προϋφισταμένων του 1923 από τη Διοίκηση και η αναγνώριση τους ουσιαστικά παραπέμπεται στον πολεοδομικό σχεδιασμό με Προεδρικό Διάταγμα.
-Υπογραμμίζεται ότι ο πολεοδομικός σχεδιασμός στην εκτός σχεδίου περιοχή αφορά στα μικρά νησιά και στις περιοχές που βρίσκονται σε απόσταση μικρότερη των 500 μέτρων από τη θάλασσα.
Επανεξέταση των εξαιρέσεων
Με τα νέα δεδομένα σε επανεξέταση μπαίνουν οι εξαιρέσεις που προέβλεψε η μεταβατική νομοθετική ρύθμιση που ετοίμασε η κυβέρνηση, δίνοντας δυνατότητα να δομούνται γήπεδα άνω των τεσσάρων στρεμμάτων στην εκτός σχεδίου περιοχή, που έχουν πρόσωπο σε μη αναγνωρισμένο ως κοινόχρηστο-κατά την έννοια της πολεοδομικής νομοθεσίας οδό εφόσον:
-«Δημιουργήθηκαν πριν τις 31 Μαΐου 1985 ή από την 31η Μαΐου 1985 έως και την 31η Δεκεμβρίου 2003 και έχουν πρόσωπο τουλάχιστον 25 μέτρων σε οδό η οποία διακρίνεται σε αεροφωτογραφίες προ της 27ης Ιουλίου 1977, έχει πλάτος τουλάχιστον 3,5 μέτρων και είτε συνδέεται με διεθνή, εθνική, επαρχιακή, δημοτική ή κοινοτική οδό είτε στη διάνοιξή της ή στη συντήρησή της έχει εμπλακεί το Δημόσιο». Αναλυτικά δείτε εδώ στο ecopress
Πρόλαβαν να χτίσουν και προσφεύγουν για να μην χτίσει ο γείτονας
Ακόμη όμως και η πρόβλεψη στην κυβερνητική νομοθετική ρύθμιση ότι μπορούν να ανεγερθούν νέες κατοικίες μόνον σε οικόπεδα που βρίσκονται σε απόσταση έως και δύο χιλιομέτρων από τα υφιστάμενα κτίρια της περιοχής, που έχουν ανεγερθεί νόμιμα, φαίνεται στην πράξη ότι θέλει επανεξέταση. Όπως δείχνει η περίπτωση της προσφυγής της Αντιπάρου, στην οποία μάλιστα δεν έχει χτίσει νόμιμα αλλά όπως λέει η απόφαση «ο αιτών φέρεται να έχει παραβιάσει διάταξη της κείμενης νομοθεσίας» υπάρχουν περιπτώσεις ιδιοκτητών, που δεν αποκλείεται να συνιστούν γενικότερο φαινόμενο, οι οποίοι πρόλαβαν να χτίσουν και προσφεύγουν για να μην χτίσει ο γείτονας.
Αυστηροί περιορισμοί στη διοίκηση για την αναγνώριση οδού
-«Σε κάθε δε περίπτωση, η αναγνώριση οδού ως προϋφιστάμενης του 1923 συνιστά διαδικασία εντασσόμενη στον πολεοδομικό σχεδιασμό, και δεν έχει ως σκοπό να παρασχεθεί η δυνατότητα οικοδόμησης συγκεκριμένων παρακείμενων ακινήτων -ασχέτως αν η πρόσδοση οικοδομησιμότητας σε γεωτεμάχια συνιστά, υπό προϋποθέσεις, μία από τις έννομες συνέπειες της αναγνώρισης οδού», λέει η απόφαση του ΣτΕ
Η ίδια απόφαση εστιάζοντας στα μικρά νησιά του Αιγαίου, θέτει αυστηρούς περιορισμούς, στη Διοίκηση για την αναγνώριση οδού ως προϋφιστάμενης του 1923, κάτι που δίνει οικοδομησιμότητα σε παρόδια γήπεδα άνω των τεσσάρων στρεμμάτων και αφορά στις εκτός σχεδίου περιοχές όλης της χώρας, υπογραμμίζοντας συγκεκριμένα ότι:
-«Η αναγνώριση της επίμαχης οδού στην Αντίπαρο ως προϋφιστάμενης του 1923 θα μπορούσε να γίνει μόνο με π.δ., τόσο λόγω του ότι κείται σε απόσταση μικρότερη των 500 μ. από τη θάλασσα, όσο και λόγω της θέσης της σε μικρή νήσο των Κυκλάδων».
«Ευαίσθητες περιοχές αποτελούν και οι παραλιακοί οικισμοί»
Η απόφαση του δικαστηρίου, αναφερόμενη στις διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας που προβλέπουν αρμοδιότητα της Διοίκησης, να προβαίνει υπό όρους και προϋποθέσεις σε αναγνώριση οδών λέει ότι: «επιτρεπτώς ανατίθεται σε άλλα πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας όργανα, ως εντοπισμένη ρύθμιση, εφόσον αφορά ένα ακίνητο ή μικρό αριθμό γειτονικών ακινήτων». Και σημειώνει στη συνέχεια ότι:
-«Ωστόσο, εάν η εν λόγω αναγνώριση αφορά οδό ευρισκόμενη σε ευαίσθητη περιοχή του φυσικού ή του πολιτιστικού περιβάλλοντος, η αναγνώριση πρέπει να γίνεται με προεδρικό διάταγμα, διότι ακόμη και οι όλως εντοπισμένες τροποποιήσεις των πολεοδομικών σχεδίων στις περιοχές αυτές υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας».
-«Τέτοιες ευαίσθητες περιοχές αποτελούν και οι παραλιακοί οικισμοί, διότι ευρίσκονται πλησίον των ευαίσθητων οικοσυστημάτων των ακτών, με αποτέλεσμα κάθε πολεοδομική ρύθμιση που επιχειρείται σε απόσταση 500 μ. από την ακτή να πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος, να γίνεται με την έκδοση π.δ/τος. Για την ταυτότητα του λόγου, ακόμη και εκτός σχεδίου ή εκτός ορίων οικισμών περιοχές που ευρίσκονται πλησίον των ευαίσθητων οικοσυστημάτων των ακτών είναι ευαίσθητες, με αποτέλεσμα κάθε πολεοδομική ρύθμιση που επιχειρείται σε απόσταση 500 μ. από την ακτή να πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος, να γίνεται με την έκδοση π.δ/τος».
Αβάσιμοι οι ισχυρισμοί της Διοίκησης ότι η περιοχή στην Αντίπαρο δεν βρίσκεται σε ειδικό καθεστώς προστασίας
Είναι σχετικά αξιοσημείωτο ότι η απόφαση του ΣτΕ απορρίπτει τους ισχυρισμούς της Διοίκησης ότι η συγκεκριμένη περιοχή στην Αντίπαρο δεν βρίσκεται σε ειδικό καθεστώς προστασίας, υπογραμμίζοντας ότι:
-«Αβασίμως δε, ενόψει των ανωτέρω, προβάλλεται από το Δημόσιο και τους παρεμβαίνοντες ότι η προσβαλλόμενη πράξη απλώς αναγνωρίζει, βάσει αντικειμενικών δεδομένων, μία προϋπάρχουσα κατάσταση, ότι το ειδικότερο ζήτημα του παραλιακού χαρακτήρα της οδού δεν μπορεί να ερευνηθεί αυτεπαγγέλτως και ότι νομίμως εκδόθηκε από τον Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αιγαίου, διότι η νήσος Αντίπαρος δεν έχει χαρακτηριστεί ως τόπος ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους, η δε αναγνωρισθείσα οδός ούτε βρίσκεται εντός ορίων περιοχής ενταγμένης στο δίκτυο Natura 2000 ή χαρακτηρισμένης ως Καταφύγιο Άγριας Ζωής (ΚΑΖ) ή αρχαιολογικής ζώνης ή περιοχής αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, ούτε έχει χαρακτηριστεί ως Διαδρομή Πολιτιστικού Ενδιαφέροντος (μονοπάτι)».
«Δεν νοείται οδός που προβάλλεται αποκλειστικά στο όριο μιας ιδιοκτησίας»
Όσον αφορά τους λόγους, για τους οποίους η απόφαση του Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αιγαίου περί αναγνώρισης οδού προϋφιστάμενης του 1923 στην περίπτωση του γηπέδου στην Αντίπαρο κρίθηκε ότι «δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη», στην απόφαση του ΣτΕ, δημιουργώντας νέα νομολογία, η οποία αφορά στο σύνολο των εκτός σχεδίου γηπέδων στην χώρα, σημειώνεται ότι:
–«Η οδός, έστω και κατά ένα τμήμα της ή κατά τη μία κατεύθυνσή της, πρέπει απαραιτήτως να ενώνει κοινόχρηστους χώρους ή σημεία προορισμού. Αντιθέτως, δεν νοείται οδός που προβάλλεται αποκλειστικά στο όριο μιας ιδιοκτησίας, αποτελώντας κατ’ ουσία την προέκταση αυτής».
-«Πρέπει να αποδεικνύεται ότι καθ’ όλο το προσδιοριζόμενο μήκος της, μέχρι του σημείου συνδέσεως με οδό ή άλλο σημείο προορισμού, προϋπήρχε του έτους 1923».
-«Από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι ναι μεν υπάρχουν στοιχεία ότι η οδός, στην οποία ανήκει το επίμαμαχο αναγνωρισθέν μικρό τμήμα των 130 μέτρων, φαίνεται να ενώνει κοινόχρηστους χώρους και σημεία προορισμού, ωστόσο το αρμόδιο Τμήμα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, δεν προέβη σε συνολική αξιολόγηση του ιστορικού διαμόρφωσης του δρόμου, καθ’ όλο του το μήκος, αλλά περιορίστηκε σε θετική εισήγηση σχετικά με την αναγνώριση μόνο του επίμαχου τμήματος «έμπροσθεν της ιδιοκτησίας ……, δηλαδή σε τμήμα της οδού μόνο ολίγων μέτρων, όπως φαίνεται και στα οικεία τοπογραφικά διαγράμματα, και μάλιστα χωρίς να προβεί σε δική του έρευνα, αφού «βασίστηκε αποκλειστικά στα προσκομισθέντα από τον ενδιαφερόμενο στοιχεία».
-«Σχετικά με την έννοια των κρίσιμων για την υπόθεση διατάξεων, κατά την οποία η κατ’ εξαίρεση εφαρμογή της διαδικασίας αναγνώρισης οδού ως προϋφιστάμενης του έτους 1923, προϋποθέτει την ύπαρξη ιδιωτικής οδού τεθείσας από ιδιώτες σε κοινή χρήση καθ’ όλο της το μήκος δεν αφορά σε προϋφιστάμενη δημόσια ή δημοτική οδό για τις οποίες ακολουθείται άλλη διαδικασία».
-«Η κρίση της Διοικήσεως περί αναγνώρισης τμήματος οδού ως προϋφιστάμενου του 1923 δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη, καθώς δεν διευκρινίστηκε από αυτήν, με βεβαία και απηλλαγμένη αμφιβολιών κρίση, και μάλιστα κατόπιν αξιολόγησης όχι μόνο των στοιχείων που προσκόμισε ο ενδιαφερόμενος, αλλά και κάθε άλλου πρόσφορου στοιχείου που η Διοίκηση έχει στη διάθεσή της, ότι η προς αναγνώριση οδός προϋφίσταται ως ιδιωτική και τεθείσα σε κοινή χρήση προ του έτους 1923, και δη καθ’ όλο της το μήκος, το οποίο εκτείνεται μεταξύ των δύο ακραίων σημείων σύνδεσης με κοινόχρηστους χώρους και σημεία προορισμού».
-«Εξάλλου, το γεγονός ότι η προτεινόμενη προς αναγνώριση οδός προβάλλει στο όριο και έμπροσθεν ιδιοκτησιών, αποτελώντας κατ’ ουσίαν προέκτασή τους, δεν δύναται να της προσδώσει τον χαρακτήρα της οδού».
Η νέα απόφαση του ΣτΕ που έκρινε παράνομη την αναγνώριση τμήματος οδού στην Αντίπαρο
Η νέα απόφαση του ΣτΕ 1461/2024, που έκρινε παράνομη την αναγνώριση τμήματος οδού στην Αντίπαρο ως προϋφιστάμενου του 1923 (Πρόεδρος: Μαργαρίτα Γκορτζολίδου Εισηγητής: Δημήτρης Πυργάκης), σε περίληψη, όπως δημοσιεύεται στη νομική επιθεώρηση “Νόμος+Φύση” αναφέρει τα ακόλουθα:
– «Ο αιτών, φερόμενος ως ιδιοκτήτης ακινήτου όμορου με αυτό του πρώτου εκ των παρεμβαινόντων, τα οποία έχουν πρόσωπο στην προαναφερθείσα οδό, με έννομο συμφέρον ασκεί την υπό κρίση αίτησή. Λαμβάνοντας, εξάλλου, υπόψη ότι με την υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως επιδιώκεται η ακύρωση πράξης που αφορά σε προϋπόθεση δόμησης, αρκεί η ιδιότητα του αιτούντος ως όμορου ιδιοκτήτη για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος. Επομένως δεν ασκεί, εν προκειμένω, επιρροή ο ισχυρισμός των παρεμβαινόντων ότι ο αιτών έχει ανεγείρει εξοχική κατοικία με πρόσωπο επί της επίμαχης οδού. Και τούτο, διότι, κατά την έννοια του άρθρου 47 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989 (Α’ 8), το συμφέρον προς άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως δεν παύει να είναι έννομο από μόνο το γεγονός ότι ο αιτών φέρεται να έχει παραβιάσει διάταξη της κείμενης νομοθεσίας. Όπως δε έχει κριθεί, ο νόμος αποβλέπει, και αρκείται, στην ύπαρξη δεσμού που επιτρέπει στον αιτούντα να αμφισβητήσει την αντικειμενική νομιμότητα της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξεως, προκειμένου να επιτύχει αποτέλεσμα που καθ’ εαυτό δεν αποδοκιμάζεται από την έννομη τάξη.
Όπως έχει κριθεί η προθεσμία προσβολής με αίτηση ακυρώσεως πράξης με την οποία οδός, καίτοι μη προβλεπόμενη σε εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο, αναγνωρίζεται ως προϋφισταμένη του 1923 δεν κινείται από τη δημοσίευση της πράξης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως αλλά αρχίζει από τη γνώση ή την κοινοποίησή της στον αιτούντα. Και τούτο διότι, κατά την ειδική διαδικασία που προβλέπεται στο νόμο για την αναγνώριση οδού, δεν διασφαλίζεται δημόσια ή ατομική γνωστοποίηση και πρόσκληση για τη συμμετοχή των ενδιαφερομένων και την υποβολή ενστάσεων, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να δημιουργηθεί τεκμήριο γνώσης από τη δημοσίευση της οικείας πράξης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η μη αναφορά των αγροτικών οδών στο νεώτερο ν. 3155/1955 (αντίθετα από το π.δ. έτους 1929 που τις περιελάμβανε) οφείλεται, προφανώς, στο ότι οι εν λόγω οδοί, εφόσον είναι κοινόχρηστες, αποτελούν ειδικότερη κατηγορία των δημοτικών ή κοινοτικών οδών, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι στο νόμο αυτό η έννοια των δημοτικών ή κοινοτικών οδών είναι ευρεία, δηλαδή περιλαμβάνει τις οδούς που εξυπηρετούν τις «πάσης φύσεως ανάγκες του Δήμου ή μιας Κοινότητας μέσα στα δημοτικά όρια αυτών». Οι διατάξεις του άρθρου 411 Κ.Β.Π.Ν. απαγορεύουν, κατ’ αρχήν, από τη θέση τους σε ισχύ και εφεξής, την καθ’ οιονδήποτε τρόπο δημιουργία οδών ή άλλων κοινοχρήστων χώρων με ιδιωτική βούληση, αποσκοπούν στην παρεμπόδιση της δημιουργίας ιδιωτικών σχεδίων ρυμοτομίας και εφαρμόζονται επί περιοχών ευρισκομένων είτε εντός είτε εκτός ρυμοτομικού σχεδίου. Επιτρέπεται πάντως, κατά παρέκκλιση από την προαναφερθείσα απαγόρευση, η αναγνώριση από τη Διοίκηση, κατά τη διαδικασία της παραγράφου 4 του ως άνω άρθρου, κοινοχρήστου χώρων ως σχηματισθέντων από ιδιώτες πριν από τη θέση σε ισχύ των εν λόγω απαγορευτικών διατάξεων.
Η κατ’ εφαρμογήν των προπαρατεθεισών διατάξεων αναγνώριση οδών ως προϋφισταμένων του 1923, συνδεόμενη κατά την πολεοδομική νομοθεσία με την οικοδομησιμότητα των ακινήτων που έχουν πρόσωπο στις αναγνωριζόμενες αυτές οδούς, έχει τις συνέπειες της δημιουργίας κοινοχρήστου χώρου και εξομοιώνεται με τροποποίηση πολεοδομικού σχεδίου, επιτρεπτώς, όμως, ανατίθεται σε άλλα πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας όργανα, ως εντοπισμένη ρύθμιση, εφόσον αφορά ένα ακίνητο ή μικρό αριθμό γειτονικών ακινήτων. Ωστόσο, εάν η εν λόγω αναγνώριση αφορά οδό ευρισκόμενη σε ευαίσθητη περιοχή του φυσικού ή του πολιτιστικού περιβάλλοντος, η αναγνώριση πρέπει να γίνεται με προεδρικό διάταγμα, διότι ακόμη και οι όλως εντοπισμένες τροποποιήσεις των πολεοδομικών σχεδίων στις περιοχές αυτές υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας. Τέτοιες ευαίσθητες περιοχές αποτελούν και οι παραλιακοί οικισμοί, διότι ευρίσκονται πλησίον των ευαίσθητων οικοσυστημάτων των ακτών, με αποτέλεσμα κάθε πολεοδομική ρύθμιση που επιχειρείται σε απόσταση 500 μ. από την ακτή να πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος, να γίνεται με την έκδοση π.δ/τος. Για την ταυτότητα του λόγου, ακόμη και εκτός σχεδίου ή εκτός ορίων οικισμών περιοχές που ευρίσκονται πλησίον των ευαίσθητων οικοσυστημάτων των ακτών είναι ευαίσθητες, με αποτέλεσμα κάθε πολεοδομική ρύθμιση που επιχειρείται σε απόσταση 500 μ. από την ακτή να πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος, να γίνεται με την έκδοση π.δ/τος.
Όπως έχει κριθεί, σημαντικό στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος είναι τα ευπαθή ή ευαίσθητα οικοσυστήματα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται τα μικρά νησιά, που χαρακτηρίζονται από την ενότητα και τη λιτή συμμετρία του τοπίου τους και τη στενή αλληλεξάρτηση των ανθρωπογενών συστημάτων και του φυσικού περιβάλλοντος, με συνέπεια να είναι ιδιαιτέρως ευάλωτα σε εξωγενείς επεμβάσεις. Για την προστασία των νησιών προνοεί ιδιαιτέρως το Σύνταγμα, το οποίο στο άρθρο 101 παρ. 4, όπως ισχύει, επιβάλλει στο νομοθέτη και τη Διοίκηση, όταν δρουν κανονιστικώς, να λαμβάνουν υπ’ όψη τις ιδιαίτερες συνθήκες, μεταξύ άλλων, των νησιωτικών περιοχών και να μεριμνούν για την ανάπτυξή τους. Επομένως, και τα μικρά νησιά αποτελούν ευαίσθητες περιοχές με αποτέλεσμα κάθε πολεοδομική ρύθμιση που αφορά σε αυτά να πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος, να γίνεται με την έκδοση π.δ/τος.
Η αναγνώριση της επίμαχης οδού στην Αντίπαρο ως προϋφιστάμενης του 1923 θα μπορούσε να γίνει μόνο με π.δ., τόσο λόγω του ότι κείται σε απόσταση μικρότερη των 500 μ. από τη θάλασσα, όσο και λόγω της θέσης της σε μικρή νήσο των Κυκλάδων. Αβασίμως δε, ενόψει των ανωτέρω, προβάλλεται από το Δημόσιο και τους παρεμβαίνοντες ότι η προσβαλλόμενη πράξη απλώς αναγνωρίζει, βάσει αντικειμενικών δεδομένων, μία προϋπάρχουσα κατάσταση, ότι το ειδικότερο ζήτημα του παραλιακού χαρακτήρα της οδού δεν μπορεί να ερευνηθεί αυτεπαγγέλτως και ότι νομίμως εκδόθηκε από τον Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αιγαίου, διότι η νήσος Αντίπαρος δεν έχει χαρακτηριστεί ως τόπος ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους, η δε αναγνωρισθείσα οδός ούτε βρίσκεται εντός ορίων περιοχής ενταγμένης στο δίκτυο Natura 2000 ή χαρακτηρισμένης ως Καταφύγιο Άγριας Ζωής (ΚΑΖ) ή αρχαιολογικής ζώνης ή περιοχής αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, ούτε έχει χαρακτηριστεί ως Διαδρομή Πολιτιστικού Ενδιαφέροντος (μονοπάτι).
Η οδός, έστω και κατά ένα τμήμα της ή κατά τη μία κατεύθυνσή της, πρέπει απαραιτήτως να ενώνει κοινόχρηστους χώρους ή σημεία προορισμού. Αντιθέτως, δεν νοείται οδός που προβάλλεται αποκλειστικά στο όριο μιας ιδιοκτησίας, αποτελώντας κατ’ ουσία την προέκταση αυτής. Οίκοθεν νοείται ότι πρέπει να αποδεικνύεται ότι καθ’ όλο το ούτω προσδιοριζόμενο μήκος της, μέχρι του σημείου συνδέσεως με οδό ή άλλο σημείο προορισμού, προϋπήρχε του έτους 1923. Σε κάθε δε περίπτωση, η αναγνώριση οδού ως προϋφιστάμενης του 1923 συνιστά διαδικασία εντασσόμενη στον πολεοδομικό σχεδιασμό, και δεν έχει ως σκοπό να παρασχεθεί η δυνατότητα οικοδόμησης συγκεκριμένων παρακείμενων ακινήτων -ασχέτως αν η πρόσδοση οικοδομησιμότητας σε γεωτεμάχια συνιστά, υπό προϋποθέσεις, μία από τις έννομες συνέπειες της αναγνώρισης οδού.
Από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι ναι μεν υπάρχουν στοιχεία ότι η οδός, στην οποία ανήκει το επίμαμαχο αναγνωρισθέν μικρό τμήμα των 130 μέτρων, φαίνεται να ενώνει κοινόχρηστους χώρους και σημεία προορισμού, ωστόσο το αρμόδιο Τμήμα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, δεν προέβη σε συνολική αξιολόγηση του ιστορικού διαμόρφωσης του δρόμου, καθ’ όλο του το μήκος, αλλά περιορίστηκε σε θετική εισήγηση σχετικά με την αναγνώριση μόνο του επίμαχου τμήματος «έμπροσθεν της ιδιοκτησίας ……, δηλαδή σε τμήμα της οδού μόνο ολίγων μέτρων, όπως φαίνεται και στα οικεία τοπογραφικά διαγράμματα, και μάλιστα χωρίς να προβεί σε δική του έρευνα, αφού «βασίστηκε αποκλειστικά στα προσκομισθέντα από τον ενδιαφερόμενο στοιχεία». Ενόψει των γενομένων δεκτών ανωτέρω σχετικά με την έννοια των κρίσιμων για την υπόθεση διατάξεων, κατά την οποία η κατ’ εξαίρεση εφαρμογή της διαδικασίας αναγνώρισης οδού ως προϋφιστάμενης του έτους 1923, προϋποθέτει την ύπαρξη ιδιωτικής οδού τεθείσας από ιδιώτες σε κοινή χρήση καθ’ όλο της το μήκος και πάντως δεν αφορά σε προϋφιστάμενη δημόσια ή δημοτική οδό για τις οποίες ακολουθείται άλλη διαδικασία η ως άνω κρίση της Διοικήσεως περί αναγνώρισης τμήματος οδού ως προϋφιστάμενου του 1923 δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη, καθώς δεν διευκρινίστηκε από αυτήν, με βεβαία και απηλλαγμένη αμφιβολιών κρίση, και μάλιστα κατόπιν αξιολόγησης όχι μόνο των στοιχείων που προσκόμισε ο ενδιαφερόμενος, αλλά και κάθε άλλου πρόσφορου στοιχείου που η Διοίκηση έχει στη διάθεσή της, ότι η προς αναγνώριση οδός προϋφίσταται ως ιδιωτική και τεθείσα σε κοινή χρήση προ του έτους 1923, και δη καθ’ όλο της το μήκος, το οποίο εκτείνεται μεταξύ των δύο ακραίων σημείων σύνδεσης με κοινόχρηστους χώρους και σημεία προορισμού. Εξάλλου, το γεγονός ότι η προτεινόμενη προς αναγνώριση οδός προβάλλει στο όριο και έμπροσθεν ιδιοκτησιών, αποτελώντας κατ’ ουσίαν προέκτασή τους, δεν δύναται να της προσδώσει τον χαρακτήρα της οδού».
πηγή: ecopress.gr