ΣτΕ: παράνομη κύρωση δασικού χάρτη – εκτός όλοι οι οικισμοί προ του ’23

Του Αργύρη Δεμερτζή/

Απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίνει «εν μέρει παράνομη απόφαση κύρωσης του Δασικού Χάρτη», στην περιοχή Άνω Βόλου «ξεπρασινίζει» ιδιοκτησία με κτίσμα για το οποίο έχει εκδοθεί οικοδομική άδεια,  ζητά από τη διοίκηση  σαφή οριοθέτηση των οικισμών και ξεκαθαρίζει ότι «δεν έχουν, κατ’ αρχήν, τον χαρακτήρα δάσους και δασικής εκτάσεως, μεταξύ άλλων, εκτάσεις περιλαμβανόμενες εντός ορίων οικισμών προϋφισταμένων του 1923, έστω και αν αυτοί δεν έχουν νομίμως οριοθετηθεί».

Στην απόφαση του ΣτΕ διατυπώνονται δύο βασικές παρατηρήσεις ευρύτατου ενδιαφέροντος για χιλιάδες ιδιοκτησίες, που εμπίπτουν σε παρόμοιες υποθέσεις εμπλοκής με τους δασικούς χάρτες, οι οποίες είναι:

Η πρώτη, ότι μπορεί να γίνουν αιτήσεις ακυρώσεως του δασικού χάρτη ενώπιον του ΣτΕ, τόσο στη φάση της ανάρτησης τους, όσο και κατά των πράξεων κύρωσης των δασικών χαρτών, ακόμη και εάν δεν έχουν υποβληθεί προηγουμένως αντιρρήσεις.

Σχετικά σημειώνεται στην απόφαση ότι: «Οι πράξεις, με τις οποίες κυρώνονται οι αναρτηθέντες δασικοί χάρτες, αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, κατά των οποίων χωρεί αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικράτειας. Υπόκεινται, επομένως, σε αίτηση ακυρώσεως όχι μόνον οι πράξεις κύρωσης που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 19 του ν. 3889/2010 (Α΄ 182), δηλαδή μετά την εξέταση των αντιρρήσεων που ασκήθηκαν από τους ενδιαφερομένους και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, τη διόρθωση των χαρτών σύμφωνα με όσες από τις αντιρρήσεις έγιναν δεκτές, αλλά και οι πράξεις κύρωσης που εκδίδονται κατά το άρθρο 17 του ίδιου νόμου και αφορούν το μέρος των αναρτηθέντων δασικών χαρτών που δεν έχει αμφισβητηθεί με την άσκηση αντιρρήσεων».

Η δεύτερη, ότι δεν έχουν, κατ’ αρχήν, τον χαρακτήρα δάσους και δασικής εκτάσεως, μεταξύ άλλων, εκτάσεις περιλαμβανόμενες εντός ορίων οικισμών προϋφισταμένων του 1923, έστω και αν αυτοί δεν έχουν νομίμως οριοθετηθεί.

Συγκεκριμένα σημειώνεται στην απόφαση ότι: «Το Συμβούλιο της Επικράτειας, το οποίο ερμηνεύοντας τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 6 περ. ε΄ του ν. 998/1979, έκρινε ότι δεν έχουν, κατ’ αρχήν, τον χαρακτήρα δάσους και δασικής εκτάσεως, μεταξύ άλλων, εκτάσεις περιλαμβανόμενες εντός ορίων οικισμών προϋφισταμένων του 1923, έστω και αν αυτοί δεν έχουν νομίμως οριοθετηθεί, στην περίπτωση δε αυτή, η αρμόδια για την εφαρμογή της δασικής νομοθεσίας διοικητική αρχή, σε συνεργασία, εφόσον συντρέχει περίπτωση, με την πολεοδομική αρχή, οφείλει να εκφέρει δική της αιτιολογημένη κρίση, αφενός μεν ως προς το ζήτημα αν υφίσταται πράγματι στην περιοχή οικισμός προϋφιστάμενος του 1923 και αφετέρου αν το συγκεκριμένο ακίνητο εμπίπτει στα πραγματικά όρια του εν λόγω οικισμού».

Η υπόθεση που εκδικάστηκε

Στο ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο έγινε προσφυγή ιδιώτη κατά της πράξης κύρωσης του δασικού χάρτη, στον οποίο περιελήφθη τμήμα του ακινήτου της ως δασικό (με την ένδειξη ΔΔ), προσκομίζοντας στοιχεία τα οποία έλαβε υπόψη του το δικαστήριο και από τα όποια προκύπτει ότι:

α) δεν υφίσταται μέχρι σήμερα έγκυρη οριοθέτηση του προϋφισταμένου του 1923 οικισμού του Άνω Βόλου,

 β) το επίμαχο ακίνητο τέμνεται από τη γραμμή χάραξης των ορίων του οικισμού και μικρό τμήμα του (των 589,45 τ.μ.) βρίσκεται οριακά εκτός των ορίων αυτών, όπως προκύπτει από έγγραφο της Διοικήσεως και τον χάρτη που το συνοδεύει,

γ) η αρμόδια πολεοδομική αρχή, χορηγώντας την  άδεια οικοδομής του 1933, την έγκριση δόμησης του 2016 και την άδεια δόμησης του 2016 θεώρησε ότι το επίμαχο ακίνητο ευρίσκεται εντός των ορίων του ως άνω οικισμού, όπως συνάγεται από τα προσκομισθέντα στοιχεία. Και

 δ) τα όρια κτηματογράφησης καθώς και τα όρια του οικισμού του Άνω Βόλου, που χορηγήθηκαν από την αρμόδια υπηρεσία κτηματολογίου για να χρησιμοποιηθούν για την υποβολή της δήλωσης του Δημοσίου του ν. 2308/1995, διαφοροποιούνται από τα αντίστοιχα όρια που χρησιμοποιήθηκαν για την κατάρτιση των θεωρημένων δασικών χαρτών, ώστε να προκύπτουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς τα ακριβή όρια του ως άνω οικισμού και τη θέση του επίμαχου ακινήτου εντός ή εκτός των ορίων αυτού.

Το ΣτΕ με πρόεδρο της δίκης την Κ. Χριστοφορίδου αποφάσισε ότι:

Πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη, κατά το μέρος που αφορά το περιληφθέν, στον κυρωθέντα χάρτη, ως δασικό τμήμα των 589,45 τ.μ. του ακινήτου της αιτούσας και να αναπεμφθεί η υπόθεση στη Διοίκηση, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3889/2010, προκειμένου να απαντήσει αιτιολογημένα επί των ως άνω προβαλλόμενων ισχυρισμών της αιτούσας, συνεκτιμώντας και τους χάρτες που συνοδεύουν την έγκριση μελέτης αναθεώρησης και επέκτασης του Γ.Π.Σ. Βόλου.

Η απόφαση του ΣτΕ αναφέρει ότι «ειδικότερα, η αρμόδια για την εφαρμογή της δασικής νομοθεσίας διοικητική αρχή, σε συνεργασία με την πολεοδομική αρχή, οφείλει να εκφέρει δική της αιτιολογημένη κρίση, αφενός ως προς το ζήτημα αν το συγκεκριμένο ακίνητο εμπίπτει στα πραγματικά όρια του εν λόγω οικισμού του Άνω Βόλου, αίροντας τις σχετικές αμφιβολίες, και αφετέρου ως προς την επιρροή που ασκεί, η έκδοση των προμνημονευθεισών διοικητικών αδειών δόμησης στο ζήτημα της ενδεχόμενης αποσύνδεσης του ακινήτου ή τμήματος αυτού από τη δασική νομοθεσία».

Η απόφαση του ΣτΕ

Ολόκληρη η απόφαση  «ΣτΕ 2371/2022 Εν μέρει παράνομη απόφαση κύρωσης του Δασικού Χάρτη»- Περίληψη, όπως αναρτήθηκε στον ιστότοπο  nomosphysis έχει ως εξής:

– Οι πράξεις, με τις οποίες κυρώνονται οι αναρτηθέντες δασικοί χάρτες, αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, κατά των οποίων χωρεί αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικράτειας. Υπόκεινται, επομένως, σε αίτηση ακυρώσεως όχι μόνον οι πράξεις κύρωσης που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 19 του ν. 3889/2010 (Α΄ 182), δηλαδή μετά την εξέταση των αντιρρήσεων που ασκήθηκαν από τους ενδιαφερομένους και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, τη διόρθωση των χαρτών σύμφωνα με όσες από τις αντιρρήσεις έγιναν δεκτές, αλλά και οι πράξεις κύρωσης που εκδίδονται κατά το άρθρο 17 του ίδιου νόμου και αφορούν το μέρος των αναρτηθέντων δασικών χαρτών που δεν έχει αμφισβητηθεί με την άσκηση αντιρρήσεων.

Το Συμβούλιο της Επικράτειας, το οποίο ερμηνεύοντας τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 6 περ. ε΄ του ν. 998/1979, έκρινε ότι δεν έχουν, κατ’ αρχήν, τον χαρακτήρα δάσους και δασικής εκτάσεως, μεταξύ άλλων, εκτάσεις περιλαμβανόμενες εντός ορίων οικισμών προϋφισταμένων του 1923, έστω και αν αυτοί δεν έχουν νομίμως οριοθετηθεί, στην περίπτωση δε αυτή, η αρμόδια για την εφαρμογή της δασικής νομοθεσίας διοικητική αρχή, σε συνεργασία, εφόσον συντρέχει περίπτωση, με την πολεοδομική αρχή, οφείλει να εκφέρει δική της αιτιολογημένη κρίση, αφενός μεν ως προς το ζήτημα αν υφίσταται πράγματι στην περιοχή οικισμός προϋφιστάμενος του 1923 και αφετέρου αν το συγκεκριμένο ακίνητο εμπίπτει στα πραγματικά όρια του εν λόγω οικισμού.

Κατά τους ισχυρισμούς της αιτούσας, η προσβαλλόμενη πράξη, κατά το μέρος της οποίας  συμπεριελήφθη στον δασικό χάρτη το τμήμα του ακινήτου της ως δασικό (με την ένδειξη ΔΔ), δεν αιτιολογείται νομίμως, λόγω του ότι εμπίπτει εντός των ορίων του οικισμού Άνω Βόλου, παραβιάζονται δε τα άρθρα 3 παρ. 6 του ν.δ. 998/1979 και 23 του ν. 3889/2010, το τεκμήριο νομιμότητας των διοικητικών πράξεων και η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

Από το περιεχόμενο των προσκομισθέντων από την αιτούσα στοιχείων, με τα οποία δεν τίθενται ζητήματα τεχνικής φύσεως σχετικά με τη βλάστηση της εκτάσεως (ζητήματα που θα μπορούσαν να εξεταστούν μόνο από τις Επιτροπές Εξέτασης Αντιρρήσεων κλονίζεται η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης, κατά το μέρος που αφορά το ακίνητο της αιτούσας. Και τούτο διότι, λαμβάνοντας υπόψη α) ότι δεν υφίσταται μέχρι σήμερα έγκυρη οριοθέτηση του προϋφισταμένου του 1923 οικισμού του Άνω Βόλου, β) ότι, όπως προκύπτει από έγγραφο της Διοικήσεως και τον χάρτη που το συνοδεύει, το επίμαχο ακίνητο τέμνεται από τη γραμμή χάραξης των ορίων του οικισμού και μικρό τμήμα του (των 589,45 τ.μ.) βρίσκεται οριακά εκτός των ορίων αυτών, γ) ότι, από τα προσκομισθέντα από την αιτούσα στοιχεία συνάγεται ότι η αρμόδια πολεοδομική αρχή, χορηγώντας την  άδεια οικοδομής του 1933, την έγκριση δόμησης του 2016 και την άδεια δόμησης του 2016 θεώρησε ότι το επίμαχο ακίνητο ευρίσκεται εντός των ορίων του ως άνω οικισμού, και δ) ότι τα όρια κτηματογράφησης καθώς και τα όρια του οικισμού του Άνω Βόλου, που χορηγήθηκαν από την αρμόδια υπηρεσία κτηματολογίου για να χρησιμοποιηθούν για την υποβολή της δήλωσης του Δημοσίου του ν. 2308/1995, διαφοροποιούνται από τα αντίστοιχα όρια που χρησιμοποιήθηκαν για την κατάρτιση των θεωρημένων δασικών χαρτών, προκύπτουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς τα ακριβή όρια του ως άνω οικισμού και τη θέση του επίμαχου ακινήτου εντός ή εκτός των ορίων αυτού. Για τον λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη, κατά το μέρος που αφορά το περιληφθέν, στον κυρωθέντα χάρτη, ως δασικό τμήμα των 589,45 τ.μ. του ακινήτου της αιτούσας και να αναπεμφθεί η υπόθεση στη Διοίκηση, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3889/2010, προκειμένου να απαντήσει αιτιολογημένα επί των ως άνω προβαλλόμενων ισχυρισμών της αιτούσας, συνεκτιμώντας και τους χάρτες που συνοδεύουν την έγκριση μελέτης αναθεώρησης και επέκτασης του Γ.Π.Σ. Βόλου. Ειδικότερα, η αρμόδια για την εφαρμογή της δασικής νομοθεσίας διοικητική αρχή, σε συνεργασία με την πολεοδομική αρχή, οφείλει να εκφέρει δική της αιτιολογημένη κρίση, αφενός ως προς το ζήτημα αν το συγκεκριμένο ακίνητο εμπίπτει στα πραγματικά όρια του εν λόγω οικισμού του Άνω Βόλου, αίροντας τις σχετικές αμφιβολίες, και αφετέρου ως προς την επιρροή που ασκεί, η έκδοση των προμνημονευθεισών διοικητικών αδειών δόμησης στο ζήτημα της ενδεχόμενης αποσύνδεσης του ακινήτου ή τμήματος αυτού από τη δασική νομοθεσία. Πρόεδρος: Κ. Χριστοφορίδου»

Πηγή: ecopress.gr