Πέραν του εγκληματικού τρόπου καταστολής κινημάτων – σήμα κατατεθέν μιας δικτατορίας, η εικόνα συμβολίζει για τη συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων τη γνωριμία με τη βιαιότητα στα χρόνια της αθωότητας.
Ίσως να πρόκειται για το πιο αναγνωρίσιμο ασπρόμαυρο στιγμιότυπο στη νεοελληνική ιστορία, το πρώτο τηλεοπτικό σοκ που βίωσε ένα Ελληνόπουλο, κουβαλώντας το εσαεί ως «τραύμα» και τεκμήριο ενοχής ολοκληρωτικών καθεστώτων. Το τανκ των συνταγματαρχών ωστόσο τη 17η Νοεμβρίου δεν ήταν το πρώτο άρμα μάχης που τσάκισε την πύλη του Πολυτεχνείου, από καταβολής του παλαιότερου εκπαιδευτικού Ιδρύματος της χώρας. Η πρώτη φορά ήταν ακόμα πιο βίαιη και θα έπρεπε επίσης να διδάσκεται στα σχολεία, ως το εφαλτήριο της πιο «μαύρης» περιόδου στην Ιστορία της Ελλάδας.
Μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα, στις 12 Οκτωβρίου του ’44, το κενό εξουσίας καλύπτεται από κυβέρνηση εθνικής κοινότητας με επικεφαλής τον Γιώργο Παπανδρέου, αλλά πραγματικό κυβερνήτη τον Ουίνστον Τσόρτσιλ. Στην Κυβέρνηση δέχθηκε να προσχωρήσει και η Αριστερά, της οποίας έξι στελέχη ανέλαβαν υπουργεία. Τα πράγματα οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο όμως όταν εκδόθηκε η διαταγή για αφοπλισμό του ΕΛΑΣ.
Αρχικά το ΕΑΜ δέχτηκε να παραδώσουν τα όπλα οι αντάρτικες ομάδες προς δημιουργία εθνικού στρατού, το τελεσίγραφο της 1η Δεκεμβρίου όμως, που προέβλεπε ότι από τη γενική αποστράτευση θα εξαιρούνταν η Τρίτη Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία και ο Ιερός Λόχος (με το σκεπτικό ότι ήταν το μόνο εν λειτουργία τμήμα του τακτικού Ελληνικού Στρατού το οποίο πολέμησε σε Βόρειο Αφρική και Ιταλία) δεν έγινε δεκτό από τη διοίκηση του.
Ένα άλλο στοιχείο που είχε πυροδοτήσει εντάσεις στις διαπραγματεύσεις κυβέρνησης – ΕΑΜ ήταν η πρωτοφανής απόδραση 720 έγκλειστων δωσίλογων από τις φυλακές Συγγρού, στις αρχές Νοεμβρίου του ‘44. Σε αντίθεση με τις μαζικές αντεκδικήσεις που έγιναν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως στη Γαλλία και στην Ιταλία, εις βάρος των συνεργαζόμενων με τις κατοχικές δυνάμεις ελάχιστες ώρες μετά την απελευθέρωση τους, ο ΕΛΑΣ Αθηνών είχε δώσει εντολή να μη υπάρξουν βίαια έκτροπα στην Αθήνα.
Η «απόδραση» τόσου μεγάλου αριθμού συνεργατών των Γερμανών εξελήφθη από τους αριστερούς ως ένα καλοστημένο κόλπο γενικής αμνηστίας και ως μια εχθρική κίνηση τόσο κατά του κομμουνιστικού κινήματος, όσο και κατά της ίδιας της πατρίδας. Την ώρα που το ΕΑΜ ζητούσε επίμονα την επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας, ο Βρετανός στρατηγός Ρόναλντ Σκόμπι, που είχε αναλάβει αρχιστράτηγος των ελληνικών δυνάμεων, εξέδωσε την 1η Δεκεμβρίου διαταγή αφοπλισμού των αντιστασιακών ομάδων έως τις 10 του μήνα. Η εντολή συνοδεύτηκε από διάγγελμα στο οποίο αναφερόταν ότι αν δεν γινόταν δεκτή, θα προέκυπταν ολέθριες συνέπειες.
Ως αντίδραση οι υπουργοί που ανήκαν στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο παραιτήθηκαν, ενώ το ΕΑΜ ζήτησε και έλαβε άδεια για συγκέντρωση διαμαρτυρίας στις 3 Δεκεμβρίου 1944 στην πλατεία Συντάγματος. Την ίδια μέρα (2 Δεκεμβρίου) η ηγεσία του ΕΑΜ ανακοίνωσε την κήρυξη γενικής απεργίας και τη διαταγή προς την εαμική πολιτοφυλακή να μη παραδώσει οπλισμό στην κρατική Εθνοφυλακή.
Ύστερα από αυτές τις αποφάσεις η κυβέρνηση, παρά την αρχική αποδοχή, τελικά απαγόρευσε το συλλαλητήριο . Το ΕΑΜ δεν πειθάρχησε στην απαγόρευση και σε μια επίδειξη ισχύος περισσότεροι από 500.000 άνθρωποι κατέκλυσαν ειρηνικά την πλατεία Συντάγματος. Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ όμως είχε πάρει τις αποφάσεις του, κρίνοντας ως απαραίτητη και αναπόφευκτη τη στρατιωτική σύγκρουση με το ΕΑΜ. Άλλωστε μόλις δύο μήνες πριν, στη Διάσκεψη της Μόσχας, είχε υπογράψει συμφωνία με τον Στάλιν για την ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια, η οποία προέβλεπε ότι η Ελλάδα θα βρίσκεται κατά 90% υπό βρετανική επιρροή.
Το συλλαλητήριο του ΕΑΜ πνίγηκε στο αίμα. Κυβερνητικές δυνάμεις με την υποστήριξη των Βρετανών, άνοιξαν πυρ κατά του πλήθους με απολογισμό 33 νεκρούς και περισσότερους από 140 τραυματίες. Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι και οδήγησε στα Δεκεμβριανά ήταν η νέα σφαγή, στο συλλαλητήριο που ακολούθησε τις κηδείες των θυμάτων. Η πορεία αυτή, μια ημέρα μετά, χτυπήθηκε ξανά με σφαίρες, κυρίως από μέλη της οργάνωσης Χ και πρώην ταγματασφαλίτες που διέμεναν σε ξενοδοχεία της Ομόνοιας.
Στις 4 Δεκεμβρίου ξεκινούν οι συγκρούσεις με επιθέσεις από την πλευρά του ΕΛΑΣ κατά αστυνομικών τμημάτων και σταθμών της Χωροφυλακής σε όλη την Αθήνα, αλλά με ιδιαίτερο βάρος στο κέντρο της πόλης. Στο Λονδίνο χτυπάει «συναγερμός» και δίνεται άμεσα η εντολή να ενισχυθούν οι βρετανικές δυνάμεις που βρίσκονται στην Αθήνα. Το απόρρητο τηλεγράφημα του Τσόρτσιλ στον στρατηγό Σκόμπι δεν αφήνει κανένα περιθώριο για παρερμηνεία. «Μη διστάσετε να ενεργήσετε ωσάν να ευρίσκεστε σε μια κατακτημένη πόλη όπου έχει ξεσπάσει μια τοπική εξέγερσις». Ένα αντίστοιχο φτάνει στο γραφείο του Άγγλου πρέσβη στην Αθήνα, Ρέτζιναλ Λήπερ. Η οδηγία είναι να φυλακιστεί ο Γεώργιος Παπανδρέου, σε περίπτωση που εμείνει στην απόφαση του να παραιτηθεί από την πρωθυπουργία, προκειμένου να σχηματιστεί οικουμενική κυβέρνηση! «Αν παραιτηθεί, φυλακίστε τον έως ότου συνέλθει, όταν πια θα έχουν τελειώσει οι μάχες. Θα μπορούσε το ίδιο καλά να αρρωστήσει και να μην μπορεί να τον πλησιάσει κανείς…»
Οι πρωτοβουλίες του Παπανδρέου να βρεθεί πολιτική διέξοδος στην κρίση και να αποφευχθεί η σύρραξη έπεσαν στο κενό. Η Αθήνα μετατράπηκε για ένα μήνα σε πεδίο μάχης, σε αυτή την αδυσώπητη σύγκρουση που εγκαινίασε την πιο ζοφερή περίοδο στην ιστορία της χώρας.
Στις 5 Δεκεμβρίου ο ΕΛΑΣ ήλεγχε μεγάλο μέρος του κέντρου της Αθήνας, αφού οι κυβερνητικές δυνάμεις ήταν αδύνατο να τα βάλουν με τους αντάρτες και οι Βρετανοί δεν είχαν επέμβει ακόμα. Το μεσημέρι, τμήμα του ΕΛΑΣ Σπουδαστών, του μετέπειτα Λόχου «Λόρδος Μπάιρον», με επικεφαλής τον Γρηγόρη Φαράκο, ο οποίος σπούδαζε μηχανικός, καταλαμβάνει το Πολυτεχνείο. Ο συγκεκριμένος λόχος είχε λάβει εντολή από το αρχηγείο του ΕΑΜ να επιτεθεί την επόμενη μέρα στη Γενική Ασφάλεια Αθηνών, που είχε την έδρα της στην απέναντι πλευρά της Πατησίων.
Λίγες ώρες αργότερα επίλεκτα τμήματα του Βρετανικού στρατού, αποτελούμενα από αλεξιπτωτιστές, εισβάλλουν αιφνιδιαστικά στο Πολυτεχνείο, ανοίγοντας πυρ. Μπαίνουν στο κτίριο της Πρυτανείας και γαζώνουν χωρίς οίκτο όσους Ελασίτες καπνίζουν αμέριμνοι στο διάδρομο. Φοιτητές σωριασμένοι ζητούν, αιμορραγώντας βοήθεια, ενώ άλλοι προσπαθούν να πείσουν τους Άγγλους ότι δεν πρέπει να αναμειχθούν στη διένεξη που έχουν οι ίδιοι με την κυβέρνησή τους. Προσπαθούν να τους εξηγήσουν ότι δεν πολεμούν τους Βρετανούς, αλλά τους ντόπιους φασίστες, τους συνεργάτες των Γερμανών. Μάταια. Η εντολή που έχουν οι επιτιθέμενοι είναι να μην πιάσουν καν αιχμαλώτους. Ένα από τα βρετανικά τανκς που είχαν περικυκλώσει το κτίριο πέφτει πάνω στη σιδερένια πύλη του Πολυτεχνείου και την γκρεμίζει. Οι φοιτητές που έζησαν ήταν όσοι πρόλαβαν να διαφύγουν. Όσοι επέλεξαν να παραδοθούν, εκτελέστηκαν εν ψυχρώ.
Αυτή ήταν η πρώτη εμπλοκή των Βρετανών στη μάχη της Αθήνας, η οποία θα διαρκούσε 33 ολόκληρες μέρες και θα άφηνε πίσω της χιλιάδες θύματα. Παρά τη σφοδρότητα της επίθεσης και τους νεκρούς που άφησε πίσω της η εισβολή, τα γεγονότα της 5ης Δεκεμβρίου του ’44 μνημονεύονται σπανίως. Ίσως γιατί, όπως διατράνωσε και ο ίδιος ο Ουίνστον Τσόρτσιλ («Η ιστορία θα είναι καλή μαζί μου γιατί σκοπεύω να την γράψω…»), ο νικητής είναι πάντα αυτός που επιλέγει τι θα κρατήσει και τι θα ξεχάσει η Ιστορία…