Όσο απίστευτος κι αν μοιάζει κάποιες φορές ο λόγος που όπλισε το χέρι ενός εγκληματία, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων γίνεται στο τέλος διακριτό κάποιο κίνητρο, ανεξήγητο για τον κοινό νου μεν, εξόφθαλμα συνδεδεμένο με την ψυχική ή πνευματική διαταραχή του δράστη δε.
Αυτό όμως που συνέβη στις 27 Νοεμβρίου του 1990 στο Πανεπιστήμιο Κρήτης στο Ηράκλειο είναι μάλλον μοναδικό στα ελληνικά εγκληματολογικά χρονικά. Όχι μόνο γιατί είναι το μοναδικό έγκλημα που έχει γίνει εν ώρα διδασκαλίας σε ελληνικό Πανεπιστήμιο, αλλά κυρίως γιατί ακόμα και σήμερα κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί ο θύτης, που ειρήσθω εν παρόδω ήταν υπεράνω πάσης υποψίας, στοχοποίησε δυο από τους καθηγητές του και τους εκτέλεσε εν ψυχρώ, αφήνοντας όλα τα αναπάντητα ερωτήματα να αιωρούνται εσαεί σε μια κρεμάλα.
Ο 32χρονος μεταπτυχιακός φοιτητής Γιώργος Πετροδασκαλάκης, είχε μόλις επιστρέψει στα φοιτητικά έδρανα μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής του θητείας. Εκείνη τη μέρα παρακολουθούσε το μάθημα της χρήσης ηλεκτρονικών υπολογιστών για την εκτέλεση πολύπλοκων αλγεβρικών υπολογισμών. Έδειχνε ευδιάθετος και λίγο νωρίτερα μιλούσε και αστειευόταν με τους συμφοιτητές και τους καθηγητές του. Ήταν ένα καθ’ όλα φυσιολογικό πρωινό στην αίθουσα τερματικών του κεντρικού H/Y του Πανεπιστημίου του Ηρακλείου. Το μάθημα παρέδιδαν ο φυσικομαθηματικός Βασίλης Ξανθόπουλος και ο Φυσικός Στέφανος Πνευματικός.
Κάποια στιγμή ο Πετροδασκαλάκης σηκώθηκε, βγήκε από το αμφιθέατρο και επέστρεψε οπλισμένος με μια επαναληπτική καραμπίνα. Χωρίς να πει λέξη, σημάδεψε και πυροβόλησε τον 39χρονο Ξανθόπουλο και τον 33χρονο Πνευματικό. Μέσα σε ένα σκηνικό φρίκης και πανικού, οι δύο καθηγητές σωριάστηκαν νεκροί. Από τα μονόβολα φυσίγγια του τραυματίστηκαν ακόμη ο καθηγητής Σωτήρης Περσίδης, ο οποίος προσπάθησε να τον ακινητοποιήσει και να τον αφοπλίσει, ο συνάδελφός του Θωμάς Ευθυμιόπουλος και η φοιτήτρια Εύα Σταθάκη.
Ο άνθρωπος που σκόρπισε το θάνατο και την ανατριχίλα στο αμφιθέατρο, επωφελήθηκε του χάους που είχε προκαλέσει και διέφυγε με ένα νοικιασμένο αυτοκίνητο. Παρά το ανθρωποκυνηγητό που εξαπέλυσε η αστυνομία, δεν εντοπίστηκε ποτέ. Οχτώ μήνες αργότερα, στις 9 Ιουλίου 1991 ο βοσκός Γεώργιος Τρευλάκης τον βρήκε απαγχονισμένο σε ένα δέντρο, 500 μέτρα από το εκκλησάκι του Αγίου Πνεύματος στα όρια νομών Λασιθίου και Ηρακλείου.
Ο ιατροδικαστής διαπίστωσε ότι είχε αυτοκτονήσει εντός των πρώτων 24ωρων μετά το διπλό φονικό. Ήταν δηλαδή για όλο αυτό το διάστημα κρεμασμένος στο δέντρο…
Η υπόθεση συγκλόνισε όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά και τη διεθνή επιστημονική κοινότητα, καθώς οι δυο δολοφονημένοι καθηγητές ήταν διακεκριμένοι επιστήμονες, με αναγνώριση και ακτινοβολία πέρα από τα ελληνικά σύνορα.
Ο Δραμινός Βασίλης Ξανθόπουλος ήταν από τους κορυφαίους ειδικούς στη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας και αγαπημένος μαθητής του νομπελίστα φυσικού Σουμπραμανιάν Τσαντρασέκαρ, στις μεταπτυχιακές του σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο. Δίδαξε και εργάστηκε ως ερευνητής στα αμερικανικά πανεπιστήμια των Μοντάνα, Σύρακιουζ, Χάρβαρντ και Σικάγο, καθώς επίσης στο Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ στη Γερμανία και στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Από το 1983 και μέχρι τη δολοφονία του ήταν καθηγητής στο Τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου Κρήτης, όπου διετέλεσε και πρόεδρος τμήματος (1987-90) σε ηλικία μόλις 35 ετών.
Συνεισέφερε στη μελέτη των συγκρουόμενων επίπεδων βαρυτικών κυμάτων και μαζί με τον Τσαντρασεκάρ ανακάλυψαν μία ακριβή λύση για τη σύγκρουση αυτή, που ονομάζεται σήμερα «λύση Chandrasekhar – Ξανθόπουλου για συγκρουόμενο επίπεδο κύμα». Συνέγραψε πάνω από 50 πρωτότυπες ερευνητικές εργασίες και το μικρό εκλαϊκευτικό βιβλίο «Περί αστέρων και Συμπάντων». Μέχρι το θάνατό του συνεργαζόταν επιστημονικά και συνδεόταν φιλικά με τον Τσαντρασεκάρ, ο οποίος τον είχε επισκεφθεί στην Κρήτη αρκετές φορές. Προς τιμή του, το μεγάλο αμφιθέατρο της Φυσικομαθηματικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης ονομάσθηκε «Αμφιθέατρο Βασίλη Ξανθόπουλου».
Ο Χαλκιδαίος Στέφανος Πνευματικός αποφοίτησε το 1979 από το Τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και με υποτροφία της γαλλικής Κυβέρνησης πραγματοποίησε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στο Πανεπιστήμιο Βουργουνδίας όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας το 1982. Για την ερευνητική του συμβολή στη Μη Γραμμική Φυσική Συμπυκνωμένης Ύλης του απονεμήθηκε το 1984 ο ανώτατος διδακτορικός τίτλος Φυσικών Επιστημών της Γαλλίας. Το Εθνικό Ερευνητικό Κέντρο του Los Alamos Αμερικής τον προσκάλεσε αμέσως ως τακτικό μέλος και εκεί συνέχισε τις έρευνες του στα μη γραμμικά φαινόμενα αναπτύσσοντας με επιτυχία μεθόδους Υπολογιστικής Φυσικής στηριγμένες στη χρήση Ηλεκτρονικών Υπολογιστών. Οι εργασίες του δημοσιεύτηκαν στα εγκυρότερα επιστημονικά περιοδικά, ενώ Διεθνή Ερευνητικά Κέντρα και Πανεπιστήμια τον προσκάλεσαν να δώσει διαλέξεις πάνω στα ερευνητικά του αποτελέσματα, από το Λος Άντζελες και την Αϊόβα, έως την Τασκένδη και το Λίνγκμπι της Δανίας. Συνεργάστηκε ερευνητικά με το νεοσύστατο Ερευνητικό Κέντρο Κρήτης και ανέλαβε διευθυντής του Τομέα Υπολογιστικής Φυσικής του οποίου υπήρξε βασικός δημιουργός. Διοργάνωσε σημαντικά διεθνή επιστημονικά συνέδρια στην Ελλάδα, στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ένωση, ενώ συντόνισε διεθνή ερευνητικά προγράμματα συνεργασίας ανάμεσα σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην Ελλάδα. Και όλα αυτά έως τα 33 χρόνια του…
Κορυφαίοι επιστήμονες από όλο τον κόσμο επισήμαναν με επιστολές τους το μέγεθος της απώλειας για τη διεθνή επιστημονική κοινότητα και εξέφραζαν τη συντριβή τους για το αποτρόπαιο έγκλημα. Όπως έγραφαν, οι δύο καθηγητές δεν ήταν μόνο λαμπροί ερευνητές, αλλά και πραγματικοί δάσκαλοι. Πρόσφεραν απλόχερα τη γνώση, οργάνωναν θερινά σχολεία και άλλες εκπαιδευτικές δραστηριότητες, ξοδεύοντας μήνες εθελοντικής εργασίας. Δημιούργησαν μαζί με συναδέλφους τους τις πρώτες οργανωμένες μεταπτυχιακές σπουδές στην Ελλάδα, χωρίς κρατική συμπαράσταση και αμοιβή.
Κατά τη διάρκεια ενός σεμιναρίου, οι συνάδελφοι των δύο δολοφονημένων καθηγητών προσπάθησαν να εξηγήσουν τους λόγους που όπλισαν το χέρι του μεταπτυχιακού φοιτητή. Αρκετοί υποστήριξαν ότι έτρεφε ανεξήγητο μίσος για τους καθηγητές του. Είχε καλές επιδόσεις στα μαθήματα, αλλά, σύμφωνα με την επιτροπή κρίσης, αδυναμία στο μάθημα της Κβαντικής. Του είπαν να ξαναδώσει το μάθημα σε έξι μήνες, αφού πρώτα κάλυπτε τα κενά του. Και προφανώς αυτό είχε απ’ ότι φάνηκε στο μυαλό σχιζοφρενικά θανάσιμες διαστάσεις.
Στην πραγματικότητα βέβαια ο Πετροδασκαλάκης θα έπρεπε μάλλον να νιώθει υποχρεωμένος στους δύο καθηγητές και όχι να θέλει να τους βλάψει. Όταν το 1987 αποφάσισε, παρά την επιτυχή παρακολούθηση των μεταπτυχιακών μαθημάτων, να διακόψει τις σπουδές του και να καταταγεί στο στρατό, ο Βασίλης Ξανθόπουλος ήταν αυτός που τον προέτρεψε να συνεχίσει, εξασφαλίζοντάς του υποτροφία από ερευνητικές επιχορηγήσεις. Αλλά και ο Στέφανος Πνευματικός τον βοήθησε να διεκδικήσει υποτροφία από ερευνητικό εργαστήριο της Γαλλίας. Κι όταν εμφανίστηκε στο Πανεπιστήμιο τρία χρόνια αργότερα, οι δύο καθηγητές ήταν που του επέτρεψαν τη συμμετοχή στο τελευταίο τους μάθημα…
Πάντως ένα κείμενο που είχε γράψει ο δράστης όταν υπηρετούσε τη θητεία του και απευθυνόταν προς τον πρωθυπουργό, αποκάλυπτε μια διαταραγμένη αντίληψη περί ανθρώπινων σχέσεων και ήταν εντελώς ανερμάτιστο νοηματικά.
«Επειδή η κατάστασή μου έχει γίνει αφόρητη και οι κινήσεις μου παρακολουθούνται αυστηρά, σκέφτηκα πως εάν μάθαιναν οι καθηγητές μου ότι έψαχνα όπλο, θα με άφηναν ήσυχο. Σε κάποια φάση κάποιοι Ολλανδοί προσπάθησαν με διακριτικές και επανειλημμένες προσπάθειες να περάσουν στα χέρια μου ένα όπλο με σιγαστήρα και αρκετά φυσίγγια. Επειδή με ένα τέτοιο όπλο μπορεί να δολοφονήσει κανείς όλους τους καθηγητές του Πανεπιστημίου Κρήτης, σας ερωτώ: ποιος θέλει να τους δολοφονήσει;».
Η υπόθεση έγινε επεισόδιο στη 10η Εντολή με τίτλο «Έκπτωτος», αλλά με αρκετές και σοβαρές διαφορές απ’ τα πραγματικά γεγονότα, ίσως διότι ούτε σε επίπεδο μυθοπλασίας θα μπορούσε να αποδοθεί με στοιχειώδη πειστικότητα μια τόσο απίστευτη ιστορία…
Πηγή: menshouse.gr