Ο ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΙ Ο ΜΕΜΑΣ

Πολλά ήταν τα ψέματα που είπαμε ως εδώ
ας πούμε και μια αλήθεια κι ας πέσει στο γιαλό.
(Διονύσης Σαββόπουλος)

Ο ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΙ Ο ΜΕΜΑΣ

Ο Μπάμπης κι ο Γεράσιμος από παλιά δυο φίλοι
μαζί στο μεροκάματο απ το πρωί ως το δείλι.
Στο Αργοστόλι ο Μεμάς κι ο Μπάμπης στο Ληξούρι
κι έλεγε ο ένας τ’ αλλουνού «αυτό είναι κουσούρι».
Ο κάθε ένας θεωρεί εαυτόν προνομιούχο
και δεν συμφώνησαν ποτέ στον ίδιο πολιούχο.
Το φέρυ – μπωτ τους ένωνε εδώθε ή εκείθε
ώσπου από το πουθενά κορωνοιός μας ήλθε.
Οι συναντήσεις κόπηκαν μα και τα σούρτα – φέρτα
κι έτσι δεν ξανασμίξανε τα δυο τους τα πορτρέτα.
Αρκέστηκαν στο κινητό, στο τάμπλετ, στις ειδήσεις
και πέρναγαν απ το μυαλό όλες οι αναμνήσεις.
Όταν εσυναντιόντουσαν στο Πόρτο στο Ληξούρι
ο Μπάμπης πάντα έκανε και κάποιο καλαμπούρι.
Σουλάτσαραν αργά – αργά, πήγαιναν πάνω – κάτω
κι ανάμεσα τους έβρισκαν πάντα το Λασκαράτο.
Ο Μπάμπης πάντα από μπροστά τον κοίταζε στα μάτια
και ο Μεμάς οπίσωθε γινότανε κομμάτια.
— Έλα Μεμά μου για να δεις πρόσωπο που φωτάει.
— Συνήθισα τον κώλο του χρόνια που μας κοιτάει.
Του χε στοιχίσει του Μεμά η στάση του Ανδρέα
μα όσο κι αν του στοίχιζε τον Μπάμπη είχε παρέα.
Στο Αργοστόλι διάβαιναν όλη την παραλία,
γκρίνιαζε ο Μπάμπης που ‘βλεπε τουρίστες απ τα πλοία.
Τον πείραζε και ο Μεμάς να χουν κάτι να πούνε.
— Φοβούνται Μπάμπη, του ‘λεγε, αν θα ‘ρθουν μη χαθούνε.
Φτάνανε ως την αγορά, εχάζευαν τα φρούτα,
ο Μπάμπης μούρη ξίνιζε. – Φρούτα μωρέ είναι τούτα.
— Τα φρούτα είναι εκλεκτά κι από καλούς αγρότες,
Μπάμπη δεν ξαναψώνισα άλλο στους Ληξουριώτες.
Φέρνουνε τσ’ αγκινάρες τους και τσι μοσκοπουλούνε
κι αν κρύβουν πυροβολισμούς ποτέ δεν θα στο πούνε.
Ρώτησα κάποιον νια φορά και μου πε «κάνε κράτη»,
κοιμήθηκα στον καναπέ, μ έδιωξε απ το κρεβάτι.
Ένας, πολύ με φούσκωσε νια μέρα φίλε Μπάμπη,
του φώναξα, ο διάολος μέσα σου μωρέ να μπει.
Κολοκυθάκια διάλεγα, μου τ άρπαξε με φόρα,
μου φώναξε πως τα χτυπώ και χάλαγα τα φιόρα.
Γι αυτό δεν ξαναπάτησα σε Ληξουριού μαγκάδα,
φωνάζουν σέσκλο – σέλινο, πουλούν γουλί – πρικάδα.
Στου Ληξουριού σουλάτσαραν νια μέρα το λιμάνι,
παραπονέθηκε ο Μεμάς πως κόψιμο τον πιάνει.
— Κοντά τ αφοδευτήρια Μεμά μου κι είναι τσάμπα.
Μέχρι να φτάσει ο Μεμάς την έκανε την στάμπα.
Εβγήκε, εξαλάφρωσε και φώναξε του Μπάμπη.
— Για να πληρώσω, έπρεπε ο απόπατος να λάμπει.
— Το ‘παμε και μας έλεγαν πως έφταιγε η κρίση,
τώρα ο δήμος Ληξουριού θα τα ανακαινίσει.
Θα κάθεσαι αναπαυτικά τη χρεία σου να κάνεις
κι αμέσως θα θερμαίνεται ο γύρος της λεκάνης.
Θα έχεις αντισηπτικό, ζεστό νερό της στέγης
και μουσική που θα μπορείς εσύ να επιλέγεις.
Κι αν σηκωθείς και ξεχαστείς και πίσω δεν κοιτάξεις
θα κλειδωθείς κι άλλη φορά μη κάνεις τέτοιες πράξεις.
— Θα με κουρλάνεις Μπάμπη μου μ’ όσα μου λες, για στάσου,
μικρό καλάθι κράταγε, λιγότερα φαντάσου.
Μια άλλη μέρα φτάσανε ως το λιμεναρχείο,
τον τσίγκλησε και ο Μεμάς. – Που είναι το ενυδρείο;
— Εξέχασα να σου το πω, θα φτιάξουν ποιο μεγάλο
κι όσα σου πω τα διάβασα, διόλου δεν υπερβάλω.
Θα ναι φτιαγμένο από γυαλί και μπρούτζο και γρανίτη
και τέτοιο δεν έχει φτιαχτεί σε όλο τον πλανήτη.
Κτύπησε την παλάμη του πάνω στο κούτελο του,
ξεροκατάπιε ο Μεμάς: «Θα βρει το διάολο του».
[«– Και μέσα τι θα κολυμπά στις αίθουσες τις κρύες;
— Μεμά μου μέσα θα κλειστούν όλοι οι καρχαρίες.
— Μα ξέρεις πως είναι πολλοί, ποιοι θα ναι από δαύτους;
Κι άμα θα σπάσει το γυαλί! Τους επισκέπτες κλαύτους.
— Θα μπουν οι μεγαλύτεροι, μέτρα στα δάκτυλα σου.
— Μπάμπη σταμάτα να χαρείς μην έβρεις τον μπελά σου.
— Μα τους γνωρίζεις βρε Μεμά κι αν όχι τους προβλέπεις,
με τα σαγόνια ανοιχτά, φοβάσαι που τους βλέπεις.
— Αφού επιμένεις Μπάμπη μου πες μου τον ποιο μεγάλο
κι ότι μου πεις το δέχομαι, για σε δεν αμφιβάλω.
— Ονόματα δε θα σου πω, άπλωσε τη ματιά σου
και δίπλα σου κι απέναντι και μες την αγκαλιά σου,
ξεκίνα απ τους πολιτικούς και τους κομπιναδόρους,
βρες κι όσους ξεφεύγουνε και δεν πληρώνουν φόρους,
χωρίς ταλέντο και δουλειά όσοι ψηλά ανεβήκαν
και όσοι με τη λαμογιά δέθηκαν και τα βρήκαν.
— Και τι θα τα ταΐζουμε εφκείνα τα θερία,
μ ένα στομάχι ελέφαντα και στόμα καρχαρία;
— Γεράσιμε από φαί ειν όλοι τους χορτάτοι
κι απά στην πλάτη μας Μεμά έχουνε κάνει πάρτι.
Αν θα κοιτάξεις γύρω σου κάποιον θ αναγνωρίσεις
κι άμα κοιτάξεις ποιο ψηλά σου έρχεται να φτύσεις»].
(Απόσπασμα από το ποίημα «Το Ενυδρείο»)
Σκεφτόταν ο Γεράσιμος. – Σαν δίκιο Μπάμπη να χεις,
άλλος έγινε προύχοντας κι άλλος έγινε Σάχης.
Στα καρναβάλια ο Μεμάς ερχόταν στο Ληξούρι,
έβρισκε διασκέδαση, κέφι και νταβαντούρι.
Επέρυσι του θύμισε ο Μπάμπης στο σουλάτσο
στα αστεία και στα σοβαρά εκείνο το στραπάτσο.
–Σας πήραν τον καρνάβαλο, σας κάναν άνω – κάτω
και τον εφέραν εδεπά, δώρο στο Λασκαράτο.
Διάβαζα πως η Μπάμπενα εστάθηκε μπροστά του
του έλεγε πως τρέξανε πίσω απ τα βήματα του.
Το έλεγε μ ευλάβεια, τον κοίταζε στα μάτια.
[«Εσύ μας εσεριάνισες σ αυτά τα μονοπάτια,
η σάτιρα σου πότισε το αίμα και το νου μας,
το πνεύμα και ο λόγος σου, ο ήλιος τ ουρανού μας.
Για όσα είπες κι έγραψες πολλοί σε κυνηγήσαν
κι οι θεομπαίχτες με χαρά τρέξαν και σ αφορίσαν.
Φεύγεις στη Ζάκυνθο κρυφά, θέλουν να σ εξορίσουν
και κει για δεύτερη φορά πάλε θα σ αφορίσουν.
Σκεφτήκαμε λοιπόν και μείς έτσι πως σε τιμάμε
και τη σπακάδα μας αυτή θα χουμε να γελάμε
και σένα στα μουστάκια σου χαμόγελο γεννιέται,
παλιά μου τέχνη κόσκινο, το ξέρεις , δεν ξεχνιέται.
Θα σκούξουν, θα ουρλιάξουνε μα δε θ αφοριστούμε,
ως τους Βαρδιάνους το πολύ, εμείς να εξοριστούμε.
Ποέτα μου, χρόνια εδεφτού σε έχουνε στελιάσει,
τα μέρη του Αργοστολιού να χεις πισοκολιάσει
κι αφού δεν τα κατάφερες να χεις αλλάξει θέση
σου φέραμε το Διόνυσο ας πούμε για πεσκέσι»].
(Απόσπασμα από το έργο «Η αρπαγή» του Β.Μ.)
Εσυγκινήθηκε ο Μεμάς στα λόγια που χε ακούσει,
με μιας εδιαλύθηκε απ το μυαλό το μπούσι.
— Άλλη φορά Χαράλαμπε μπροστά του θα περνάω
και όσα μου εδιάβασες θαρρώ δεν τα ξεχνάω.
Τώρα απ το τηλέφωνο θυμούνται και τα λένε,
το μόνο τους παράπονο είναι: «Αυτοί τι φταίνε;».
Με τούτα ας ξεχάσουμε τον ύπουλο εχθρό μας
κι ας κοιμηθούμε έχοντας παρέα τ’ όνειρο μας.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΑΛΛΙΩΡΗΣ