Είμαστε ακόμη ζωντανοί;

Μια Ελλάδα λυπημένη, μια ψυχή λαβωμένη , άνθρωποι μπερδεμένοι αποπροσανατολισμένοι , πατρίδα μόνη χωρίς ηγέτη, λαός χωρίς ελπίδα. Αυτό είμαστε;

Kαι ρωτάω ξανά αυτό είμαστε; Hηττοπαθείς παραδομένοι χωρίς σκοπό και αξίες έρμαια σε μια ισοπεδωτική λογική. Ρε παιδιά αυτό όντως είμαστε?

Στο Σύνταγμα χτες συνέρρεαν άνθρωποι ορμώμενοι από ανάγκη , απελπισία ένα απροσδιόριστο πάθος που αναζητούσε πως και που να διοχετευθεί. Άνθρωποι που έψαχναν ο ένας να ανταμώσει τον άλλο να μοιραστούν την ανησυχία , την αγωνία και την προσδοκία τους , άνθρωποι που γύρευαν παλμό, γύρευαν να νιώσουν, να ομονοήσουν. Άνθρωποι που ήταν εκεί όλοι μαζί, μα δυστυχώς μόνοι και θλιμμένοι, πονεμένοι…Έλληνες μα ξένοι μεταξύ τους.

Ντρέπομαι διότι τείνουμε να αποδεχτούμε μια μοίρα που δεν μας ταιριάζει γενετικά, ιστορικά , πνευματικά, δεν ταιριάζει στον ήλιο, στην θάλασσα, στην περήφανη αγριάδα των βουνών μας δεν ταιριάζει, στην καθαρότητα και την ζεστασιά του τόπου μας, στην αύρα, στην σκέψη, στην παράδοση στην μνήμη, σε αυτά που μας γαλούχησαν μας διαμόρφωσαν ως λαό, σε εκείνα «για τα οποία επολεμήσαμεν» κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Δεν είναι ο Έλληνας «γραικός», ο Έλληνας είναι Ρωμιός. Είναι ατίθασος, συχνά απροσάρμοστος , εγωιστής κι αντιδραστικός, ξεροκέφαλος κι επίμονος, λίγο τεμπέλης, αλλά και αν απαιτηθεί εργατικός είναι φιλότιμος συμπονετικός , εγκάρδιος, φιλόξενος, ευφυής, πολυμήχανος, είναι κυρίως μη ελεγχόμενος .Δεν ξέρω αν είμαστε καλοί οι κακοί. Σίγουρα όμως δεν σκύβουμε το κεφάλι δεν είμαστε θύματα, πάντα μας ένωνε αυτό το κάτ,ι που συνδέεται με τις αξίες με τις οποίες μεγαλώσαμε, αυτές που εκπορεύονται και ταυτίζονται με την αύρα του τόπου μας.

Οι Έλληνες είχαν πάθος.Θετικό ή αρνητικό δεν έχει σημασία. Είχαν πάθος. Όχι φανατισμό, πάθος. Αυτό το όμορφο, γλυκό, ξεσηκωτικό, αδέσμευτο πάθος. Δεν ήταν ποτέ ένας ταλαίπωρος λαός παρά τις όποιες δυσκολίες. Διέθεταν και εξέπεμπαν αυτήν την γοητευτική, αγέρωχη εσωτερική αρχοντιά ακόμη και στα λάθη τους. Δεν ήταν χαμένοι δεν ήταν και προγραμματισμένοι, δεν ήταν προβλέψιμοι.

Κι αν προς στιγμή τους συνέπαιρνε η μιζέρια μιας μηδενιστικής χειραγώγησης, αυτή η οκνηρία στην σκέψη και την αντίδραση και υπέκυπταν σε κοινότυπες καθοδηγούμενες συμπεριφορές, ξαφνικά αιφνιδιαστικά ξέφευγαν, ξεγλίστραγαν, έκαναν την διαφορά, απέκλιναν.

Αυτή ή απόκλιση είναι που δεν επέτρεπε τον έλεγχο και την καταστολή. Αυτή η τρέλα, η αυθεντικότητα ή ανεμελιά αλλά και η πίστη σε κάποιες αξίες και ιδεώδη, αυτή είναι που θέλει να εξαφανίσει ο παγκόσμιος πολιτισμός δημιουργώντας, ορδές ομοίων, στρατιώτες, άψυχα, μηχανικά πλάσματα που τρέχουν να προλάβουν το χρόνο, παλεύουν με την θλίψη και την ανασφάλεια .Δεν έχουν ελπίδα.

Όταν πεθάνει η ελπίδα πεθαίνει ο άνθρωπος, χάνει την ψυχή του.

Μάρτυρας χτες μιας κατάστασης ήμουν παρούσα, όταν μία χούφτα ατόμων άλλη υπό την επήρεια ουσιών, άλλοι έτσι απλά για την «φάση» και το χαβαλέ άλλοι βαλτοί επί τούτου για επεισόδια πήγαν να καταστρέψουν μία προσπάθεια χιλιάδων ανθρώπων. Δεν ήταν πολιτικό το θέμα.

Όχι ήταν μία κίνηση από όλους μας να μην ξεχάσουμε ποίοι είμαστε. Ένιωθα οργή Σταμάτησα ένα από τα ‘παλικάρια” και το ρώτησα γιατί ρε φίλε μας το κάνεις αυτό έχουν έρθει παιδάκια οικογένειες γιατί θέλεις να μας διαλύσεις, γιατί το κάνεις αυτό. Μου απάντησε. Ειλικρινά μου απάντησε, μου είπε « γιατί δεν πιάνουν τα άλλα. Γιατί αυτόν τον τρόπο έχω , γιατί είμαι τριανταπέντε και δεν ξέρω τι κάνω» ντρέκλιζε και ψέλιζε ..είχε κατακόκκινα μάτια και απελπισμένο βλέμμα. Έβγαλε την κουκούλα και μου απάντησε έτσι .

Κοιτώντας γύρω δεν ξέρω τι με ενόχλησε.

Οι άλλοι κουκουλοφόροι που ήρθαν, ίδιοι με το παλικάρι;

Τα ματ που περίμεναν την κατάλληλη ώρα για να σταματήσουν την συγκέντρωση

Ο τύπος πάνω στις σκάλες που πέταγε αντικείμενα στα ματ, φορώντας μάσκα και όταν του είπα να σταματήσει να το κάνει αυτό, εμάς βλάπτει, γύρισε με κοίταξε και με απαθανάτισε με την ακριβή φωτογραφική μηχανή που κρεμόταν στο λαιμό του.

Οι άνθρωποι που γύρω μου δεν αντιδρούσαν, οι χιλιάδες άνθρωποι γύρω που δεν αντιδρούσαν, οι παρα πάρα πολλές χιλιάδες άνθρωποι γύρω μου που δεν αντιδρούσαν όταν ξεκίνησε η φασαρία από δύο, τρεις, πέντε, ανθρώπους αρχικά;

Αυτοί που δεν τους είπαν όλοι παρέα «γιατί ρε παιδιά μας το κάνετε αυτό γιατί ξεφτιλίζετε την ειρηνική μας διαμαρτυρία, γιατί εκμηδενίζετε την παρουσία ανθρώπων που ταξίδεψαν χιλιόμετρα εν μία νυχτί για να βρεθούν εκεί, Γιατί για την πλάκα σας γελοιοποιείτε και διαλύετε τον αγώνα μας. Δεν είμαστε εμείς ο εχθρός σας».

Αυτοί που τραβούσαν ασταμάτητα με τα κινητά αντί να κινητοποιηθούν?

Ξέρω τι με ενόχλησε ακριβώς! Το ότι είδα την δύναμη να υπάρχει, να τρεμοσβήνει σε όλο το πλήθος που ξεκίνησε από κάθε γωνιά της Ελλάδας για να βρεθεί στην Αθήνα. Είδα την γνώριμη φλόγα της ψυχής μας, της ελληνικής ψυχής, το πάθος που γύρευα, να αχνοφαίνεται στα μάτια όλων μας, να προσπαθεί να ξεχυθεί, να ξεσπάσει, να δώσει χρώμα, φως, ευγενές μεγαλείο σε αυτήν την κινητοποίηση. Να ανταρέψει την καρδιά μας με ρυθμό, ένταση , να την κάνει μια κοινή φωνή, ένα ηχηρό παρόν.

Υπήρχε δύναμη μα δεν είχε διέξοδο. Δεν είχε τρόπο .Δεν είχε συντονισμό. Δεν είχε ηγέτη να της δείξει το δρόμο. Η δύναμη υπήρχε μα έμεινε κρυμμένη, θαμμένη. Δεν ξέρω τι είναι χειρότερο. Να ξέρεις ότι δεν μπορείς να κάνεις κάτι ή να ξέρεις ότι μπορείς αλλά δεν ξέρεις πώς να το κάνεις. Ότι μπορείς αλλά δεν το κάνεις.

Πεθαίνουμε ζωντανοί ως λαός κι ως άνθρωποι. Δεν είμαστε όλο αυτό. Δεν είμαστε το σκοτάδι. Πάντα ήμασταν στο φως, η πατρίδα μας είναι το φως , εμείς είμαστε ακόμη στο φως αρκεί να το δούμε αρκεί να πιστέψουμε ότι στο κουτί της Πανδώρας πραγματικά παραμένει ως θείο δώρο η ελπίδα.

Σαμόλη Ευαγγελία